“Αφήγηση σημαίνει αντίσταση. Αντίσταση της μνήμης ενάντια στη λήθη”
Πέρασε ένας χρόνος από το θάνατο του Χιλιανού αγωνιστή και συγγραφέα Luis Sepulveda, ο οποίος προσβλήθηκε και έχασε τη ζωή του από τον Covid-19 τον περασμένο Απρίλη.
Σε ένα φανταστικό κόσμο, μέρος του πραγματικού, θα μπορούσε η πένα του να γράφει γι’ αυτόν τον θάνατο ως ένα μέρος του σχεδίου κάποιου αντάρτη από τη Λατινική Αμερική, ο οποίος στην προσπάθειά του να σβήσει τα ίχνη του, σκηνοθετεί τον θάνατό του. Θα μπορούσε ακόμα αυτή η πένα να γράφει, μπήγοντας χιούμορ και καυστικότητα στο χαρτί, τον αναπάντεχο θάνατο κάποιου αγωνιστή που δεν τον άγγιξαν οι κακουχίες, οι διώξεις, τα βασανιστήρια, οι φυλακίσεις, ίσως και η εκτέλεση από την οποία μπόρεσε και ξέφυγε, γελοιοποιώντας τον παρ' ολίγον δήμιό του, μα μολύνθηκε από ένα τόσο δα μικροσκοπικό πράγμα, που ένας υπάλληλος της τράπεζας, από την οποία έστελνε εμβάσματα στην γυναίκα του στην άλλη άκρη της γης, είχε κολλήσει ερχόμενος σε επαφή με έναν μεγαλοεπιχειρηματία, πρώην αξιωματικό των ναζί. Θα μπορούσε τέλος αυτή η πένα, με απλότητα, τόση όση απαιτείται για ένα στερνό αντίο, να μας αφηγείται το τέλος μιας γεμάτης ζωής, ένα θάνατο ως γεγονός και τίποτα παραπάνω, συμπληρώνοντας ένα ακόμα όνομα ανάμεσα σε όσους μας λείπουν, σε όσους βρίσκονται πλέον σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, πίνοντας μάτε, καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα, από εκείνα που ο μπακάλης της γειτονιάς άνοιγε το πακέτο και τα έδινε δυο δυο και πειράζοντας τους συντρόφους που τα χρόνια τους έχουν κάνει λίγο περίεργους και σκεπτικούς.
Ο Luis Sepulveda γεννήθηκε στη Χιλή το 1949, εμπνευσμένος από τον Ανδαλουσιανό αναρχικό και καταδικασμένο σε θάνατο στην Ισπανία παππού του άρχισε να διαβάζει και να γράφει από πολύ μικρή ηλικία, αλλά ακόμη περισσότερο να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με αυτόν τον καταπληκτικό τρόπο που το κάνουν οι αναρχικοί, όπως έλεγε και ο ίδιος. Συμμετείχε σε πλήθος αγώνων στη Χιλή, οργανώθηκε αρχικά στην κομμουνιστική νεολαία, από την οποία διεγράφη και στη συνέχεια στο MIR, διώχθηκε, φυλακίστηκε, βασανίστηκε, ενώ γλίτωσε την εκτέλεση που του επιφύλασσε το καθεστώς Πινοσέτ. Αγωνίστηκε στο αντάρτικο στη Νικαράγουα με την μπριγκάδα Σιμόν Μπολιβάρ και στη Βολιβία, εξορίστηκε στο Αμβούργο, έζησε στη Χιχόν, συμμετείχε σε αγώνες για την υπεράσπιση του φυσικού κόσμου, ταξίδεψε τον αμερικανικό νότο και σε δεκάδες άλλες χώρες, έζησε σε ιθαγενικές κοινότητες όπως οι Σουάρ, ενώ και ο ίδιος είχε καταγωγή από την κοινότητα των Mapuche. Έγραψε βιβλία και παραμύθια με πυξίδα τον αγώνα των απλών ανθρώπων για ζωή και ελευθερία, ενάντια στα δικτατορικά καθεστώτα, ενάντια στη φτώχεια και την εκμετάλλευση, ενάντια στη λεηλασία της φύσης, γεμάτα χιούμορ, ενίοτε ειρωνεία, ανοιχτά στη διαφορετικότητα, χωρίς αυθεντίες, με τη ζωή να ανεβαίνει την ανηφόρα της επιβίωσης, των ανθρώπινων σχέσεων, του αγώνα, χωρίς να προκαταβάλλεται το τέλος της και η διαδρομή προς αυτό, μα με βαθιά πίστη στον άνθρωπο ή και το σαλιγκάρι, το γάτο και τη φάλαινα, πως κάποιος, κάπου, κάποτε θα τολμήσει αυτή τη μικρή πράξη αντίστασης, που θα καθορίσει το τέλος της (κάθε) ιστορίας, που θα απελευθερώσει αυτό το γάργαρο γέλιο απέναντι στους θιασώτες του τέλους της Ιστορίας.
Και ανάμεσα πλέον σε αυτή τη λίστα, που διαρκώς γεμίζει, με όσους μας λείπουν βρίσκεται και ο ίδιος, ανάμεσα στους ανθρώπους που γνώριζαν πως “δεν υπάρχουν γενναίοι, αλλά υπάρχουν μόνο αυτοί που δέχονται να πηγαίνουν χέρι χέρι με το φόβο”, ανάμεσα στους ανθρώπους που ρωτούσαν “Λοιπόν, παιδιά. Είστε;”, ανάμεσα σε αυτούς που οι ιστορίες, τις οποίες μοιράστηκαν δεν θα είναι ποτέ αρκετές, μα πορεύτηκαν με “το ωραίο όνειρο να είναι είναι νέοι χωρίς να παίρνουν την άδεια κανενός”.
Και κλείνοντας, όπως ένα από τα παιδικά παραμύθια που μας χάρισε, τον αποχαιρετούμε με την υπόσχεση: MARICHIWEU!
Απόσπασμα από το παιδικό παραμύθι “Η ιστορία ενός σαλιγκαριού που ανακάλυψε την σημασία της βραδύτητας” (2013):
“Να ’ρθω μαζί σου;” ψιθύρισε το σαλιγκάρι.
“Πες μου… πρώτα… τι ψάχνεις...” του αποκρίθηκε η χελώνα, και το σαλιγκάρι εξομολογήθηκε οτι διψούσε να μάθει τους λόγους της βραδύτητάς του, αλλά κι οτι θα ήθελε πολύ να έχει ένα όνομα, αφού το νερό που πέφτει από τον ουρανό λέγεται βροχή, ο καρπός της βατομουριάς λέγεται βατόμουρο, ο χυμός που βγαίνει απ’ τις κυψέλες λέγεται μέλι. Επίσης εξιστόρησε στη χελώνα πόσο η λαχτάρα και η ερώτησή του ενοχλούσε τα άλλα σαλιγκάρια, μέχρι σημείου να τον απειλήσουν με έξωση από το λιβάδι, και πώς είχε πάρει ο ίδιος την απόφαση να σηκωθεί να φύγει και να μην επιστρέψει παρά μόνο όταν θα είχε μιαν απάντηση και ένα όνομα.
Η χελώνα αναζήτησε με ακόμα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ηρεμία τα λόγια της απάντησής της και του είπε πως στη διάρκεια της διαμονής της ανάμεσα στους ανθρώπους είχε μάθει πολλά πράγματα. Του αφηγήθηκε, λοιπόν, πως όταν ένας άνθρωπος έχει τολμηρές ερωτήσεις, ας πούμε: “Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε τόσο γρήγορα;” ή: “Στ’ αλήθεια έχουμε όλα αυτά ανάγκη για να είμαστε ευτυχισμένοι;”, τον λένε αντάρτη.
“Αντάρτη, ε; Μ’ αρέσει αυτό το όνομα!” ψιθύρισε το σαλιγκάρι. “Εσένα σου έδωσαν οι άνθρωποι όνομα;”
“Ναι… αφού… δεν ξέχασα… ποτέ… το δρόμο… για να πάω… και να γυρίσω… με είπαν Μνήμη… αλλά… με ξέχασαν.”
“Τι λες τότε, Μνήμη; Συνεχίζουμε παρέα;” ρώτησε το σαλιγκάρι.
“Σύμφωνοι… Αντάρτη...” απάντησε η χελώνα και, στρέφοντας το σώμα της αργά, πολύ αργά, του είπε πως θα επέστρεφαν για να του δείξει κάτι σημαντικό· κάτι που θα του έδινε να καταλάβει πως τον ίδιο δρόμο είχαν πάρει κι από πριν γνωριστούν.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο μουγκός Ουζμπέκος” και από την ιστορία “Ο στρατιώτης Τσαπάγιεφ στο Σαντιάγο της Χιλής” (2015):
"Πρέπει να το κάνουμε απόψε, γιατί αύριο πάω στο χωράφι. Ο πατέρας μου έχει ένα μποστάνι με ντομάτες και μου έχει αναθέσει να τις κόψω. Τα λέμε τα μεσάνυχτα στην πλατεία Σάντα Άνα.”
“Αδυνατώ να βρω την παραμικρή σχέση ανάμεσα σε μια επαναστατική πράξη και τις ντομάτες του πατέρα σου” είπα.
“Οι ντομάτες είναι κόκκινες” μου απάντησε.
“Κάθε επαναστατική πράξη έχει κωδικό όνομα” είπε ο Μάρκος με επίσημη φωνή, “και όσοι παίρνουν μέρος σε αυτήν γνωρίζονται μεταξύ τους μόνο με τα πολεμικά τους ονόματα. Προτείνω να ονομάσουμε την πράξη Επιχείρηση Βο Νγκουέν Γκιαπ.”
“Σε ποια ομάδα παίζει αυτός;” ρώτησε ο Τίνο, πάντα κρυμμένος πίσω από τα τζάμια του Afrika Korps.
“Είναι αρχιστράτηγος του λαού του Βιετνάμ!” εξερράγη ο Μάρκος, σφόδρα ενοχλημένος από τον ιταμό φιλελευθερισμό του Τίνο.
“Εντάξει, εντάξει. Όπως θέλετε γι' αυτά τα πολεμικά ονόματα, πως τα είπατε, έχετε καμιά ιδέα;”
Ο σύντροφος Μάρκος έφερε το ΄να του χέρι στο μέτωπο, συλλογίστηκε λίγη ώρα, και στο τέλος είπε οτι το πολεμικό του όνομα ήταν Τσαπάγιεφ. Έκανα και εγώ το ίδιο, έψαξα ανάμεσα στα είδωλά μου, απέρριψα το Σαντοκάν και το πλοίαρχος Νέμο, και κατέληξα στο Πάβελ, από τον Πάβελ Κορτσάγκον, τον κομσομόλο ήρωα του Πώς δενότανε τ' ατσάλι.
Όταν έφτασε η σειρά του, ο Τίνο δεν άργησε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα για να δηλώσει οτι το πολεμικό του όνομα ήταν Τσαμάκο Βαλδές.
“Μα αυτός είναι ποδοσφαιριστής, δεν είναι λαϊκός αγωνιστής!” είπαμε σκανδαλισμένοι.
“Ο Τσαμάκο αγωνίζεται σαν θηρίο ανήμερο. Μεσάνυχτα στην Πλατεία Σάντα Άνα!” φώναξε ο Τίνο και απομακρύνθηκε μέσα στον πάταγο της μοτοσικλέτας του.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Η τρέλα του Πινοσέτ” (2003):
Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία παρτίδα τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ' όνομά τους, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ' το να ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι, ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικογενειακή κούπα που μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή, με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν αγωνιστές.
Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα καμώματα ενός θιγμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν μια ζωή καλύτερη απ' την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα υπάρχει για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες στο σκοτάδι -έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία γιατί η λάμψη του μας οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που ξέρει ότι έχει δίκιο."
Απόσπασμα από το βιβλίο “Η σκιά του εαυτού μας” (2009):
“Μυστήρια ζώα αυτοί οι αναρχικοί” μουρμούρισε ο επιθεωρητής.
Τέτοιοι άνθρωποι -και δεν είχαν μείνει πολλοί στη Χιλή- ήταν γραμμένοι στη λίστα των απολεσθέντων πάνω στην οποία στηριζόταν μια κίβδηλη ομαλότητα, η ομαλότητα δυο ολότελα διαφορετικών χωρών που συμβιούσαν στον ίδιο άθλιο γεωγραφικό χώρο: από τη μια, η ευήμερη χώρα των θριαμβευτών στην ανατολική πλευρά της πόλης, των επιχειρηματιών που χαιρετούσαν χαμογελαστοί τον βουλευτή ή τον γερουσιαστή στο διπλανό σπίτι, των διευθυντριών τηλεοπτικών σταθμών ή ιδιοκτητριών μπουτίκ που έπιναν το καπουτσίνο τους στο αίθριο κάποιου mall και συζητούσαν για τα τελευταία κελεπούρια στα μαγαζιά του Μαϊάμι, για τη βρόμα του Παρισιού, το χάος της Ρώμης, τη δυσωδία της Μαδρίτης, κι επιδεικνύοντας κάτι άψογες και κατάλευκες οδοντοστοιχίες εξέφραζαν την ακλόνητη πεποίθησή τους οτι πουθενά δεν αξίζει να ζεις όσο στη Χιλίτσα· κι από την άλλη, το κέντρο του Σαντιάγο που το διέσχιζαν άνθρωποι αποκαρδιωμένοι, τρομοκρατημένοι από τις βιντεοκάμερες που παρακολουθούσαν τα βήματά τους, απ’ τους χωροφύλακες που φαίνονταν πίσω απ’ τις πράσινες “κλούβες” τους με τα καφασωτά παράθυρα, απ’ τους σεκιουριτάδες που έλεγχαν τις κινήσεις τους στα μαγαζιά και τις Τράπεζες· και μετά, οι νότιες, οι βόρειες και οι δυτικές συνοικίες, κατοικημένες απ΄την απελπισία της αβέβαιης εργασίας και μαστισμένες από μια άγρια εγκληματικότητα παιδιών ή εφήβων που, αφού τίναζαν το μυαλό τους στον αέρα σνιφάροντας κοκαΐνη, μεταλλάσσονταν σε ψυχοπαθείς με μωρουδίστικη όψη.
“Δεν υπάρχουν πια αναρχικοί” αναστέναξε ο επιθεωρητής.