ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

Ήτανε μία φορά.
Θα ήταν έναν καιρό.
Ένα κορίτσι.

«Από τα πεινασμένα μάτια να φυλάγεσαι. Και υπάρχουν ειδών ειδών, κοίτα γύρω σου, παρατήρησε, Αυτά που χρειάζονται ψωμί, γάλα για τα μικρά τους. Αυτά που έχουν βυθιστεί στη μοναξιά και την ανημπόρια και αναζητούν τη συντροφιά και πόσα ακόμα. Ο κόσμος που ζούμε μας στερεί πολλά. Μα τα πιο πονηρά, τα πιο μοχθηρά είναι αυτά που ορέγονται να εξουσιάζουν τους άλλους», είπε η γιαγιά της.

Κοντά έναν αιώνα πριν και λίγα ακόμα χρόνια, η προ-προ-προ-προγιαγιά και η προ-προ-προγιαγιά και η προ-προγιαγιά και η προγιαγιά είχαν διάγει τον δικό τους βίο. Κόντρα στο πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης, είχαν αναπαράξει με τη σειρά τους το μαγικό ελιξίριο της αθανασίας. Τη μνήμη. Με εργαλείο τους τη διήγηση πάνω από τις κούνιες, στις αυλές και στα παράθυρα των σπιτιών, στην αγορά, στα χωράφια που έκαιγε ο ήλιος και έπειτα στην πόλη, μέσα σε τρύπες σκοτεινές και ανάμεσα σε αποξενωμένους ανθρώπους, προκαλώντας ερωτήσεις και χαρίζοντας απλόχερα τις απαντήσεις σε όσους ήθελαν να μάθουν, κατάφεραν να αγκιστρωθούν γερά στα κύτταρα όλων των γυναικείων-και όχι μόνο- απογόνων τους. Αυτές οι συσσωρευμένες ταυτότητες -από προ-προ-προ-προ, σε προ-προ-προ και προ-προ και προ και γιαγιά- άνοιγαν τον δρόμο ώστε το νεότερο υποκείμενο να προσθέσει κάτι στην καταγεγραμμένη ιστορική τους μνήμη.

Η γέννηση

Ο πρώτος πόνος ήρθε ανάμεσα σε πυρωμένους δαυλούς, τσάπες, αξίνες και φτυάρια που κράδαινε ένα πλήθος εξαγριωμένο πάνω από το κεφάλι του, οδεύοντας προς τον πύργο.

Ο δεύτερος, γύρω από φλόγες που έκαιγαν σάρκες χριστιανικές και σκοινιά που τυλίγονταν γύρω από λαιμούς επιστατών και ρουφιάνων του χωροδεσπότη.

Ο τρίτος, την ώρα που φόρτωναν βιαστικά σιτάρι, αυγά, κότες και λαχανικά -που αυτοί έσπειραν, πότισαν, θέρισαν, τάισαν- μέσα στα κάρα και τα έστελναν πίσω στο χωριό.

Ο τέταρτος πόνος, τη στιγμή που ήταν μέσα στον πύργο και πέταγαν έξω από τα μεγάλα παράθυρά του, ρούχα, κουρτίνες και υφάσματα, που αυτοί είχαν γνέσει, υφάνει, κεντήσει και ράψει.

Τότε ήταν που της έπεσε από το χέρι η δάδα και λύγισε στα δύο η προ-προ-προ-προγιαγιά της γιαγιάς του κοριτσιού και έψαξε να βρει τα τραύματά της, πιστεύοντας πως κάπου είχε πληγωθεί, εκτιμώντας ως πιθανότερο ενδεχόμενο πως αυτό είχε συμβεί όταν έσφιγγε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό ενός εκ των επιστατών του πύργου, που την πέρναγε δύο κεφάλια στο μπόι, αλλά δεν είχε τη δική της ορμή και λύσσα.

Ίσα που θυμήθηκε πως ένα μωρό μεγάλωνε μέσα στην κοιλιά της και η προ-προ-προ γιαγιά (της γιαγιάς του κοριτσιού) γεννήθηκε ανυπόμονα πάνω σε ένα κρεβάτι με ουρανό και σε σεντόνια μεταξένια (πράγματα και τα δύο που δεν έμελλε ποτέ ξανά να χρησιμοποιήσει). Βγήκε στον κόσμο με τα χέρια σφιγμένα σε μπουνιές και ένα μακροσκελές και μεγαλόπρεπο ουρλιαχτό που σίγουρα σήμαινε ελευθερία.

Το ζήτημα είναι πως όλη αυτή η συνθήκη υπό την οποία πραγματοποιήθηκε η έλευσή της στον κόσμο την έκανε να πιστεύει πως γεννήθηκε σε έναν εξεγερμένο κόσμο που όφειλε και να παραμείνει έτσι (έτος 1476).

….συνεχίζεται