Αναδημοσιεύουμε το ψήφισμα της γενικής συνέλευσης του κατειλημμένου ΡΕΞ.


Οι κακοποιητικές συμπεριφορές από θέσεις εξουσίας, που αποκαλύπτονται μέσα από σωρεία καταγγελιών το τελευταίο διάστημα στον χώρο των παραστατικών τεχνών και ευρύτερα του θεάματος, σε μία κλίμακα που ξεκινάει από από τη λεκτική βία και φτάνει μέχρι και σε περιστατικά βιασμών, αποκαλύπτουν με έναν αποτρόπαιο τρόπο τις συνθήκες που τις θρέφουν. Ένα συνονθύλευμα αποκλεισμών και άγριας εκμετάλλευσης απέναντι στον κόσμο της βάσης, που επιβάλλονται τόσο στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης όσο και σε αυτό της εργασίας, σε μια ακραία ανταγωνιστική πολιτιστική αγορά. Ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο με εξαιρετικά συρρικνωμένο δημόσιο χαρακτήρα και κατά βάση ιδιωτικό, με θεσμισμένη την υποβάθμιση του τίτλου σπουδών, όπου κυριαρχεί η κουλτούρα της αντικειμενοποίησης των εκφραστικών μας μέσων, του ανταγωνισμού, της ιεραρχίας και της υπακοής σε μία από τα πάνω συντονισμένη κατ’ ευφημισμό ομαδικότητα. Ένα ανοχύρωτο εργασιακό πλαίσιο σαν πεδίο εκδήλωσης της εργοδοτικής ασυδοσίας, όπου συχνά τίθεται το δίλημμα είτε της αποδοχής εξευτελιστικών όρων εργασίας (με απλήρωτες πρόβες, χωρίς ασφάλιση, πληρωμή με ποσοστά, χαμηλές αμοιβές) είτε του αποκλεισμού από αυτήν. Ένα σύστημα διαπλοκής ανάμεσα στους ιθύνοντες του χώρου, όπου η σιωπή των εργαζόμενων απέναντι στους όρους εκμετάλλευσής τους λογίζεται σαν αρετή, ενώ η αντίδραση σε αυτούς σαν παράγοντας αποκλεισμού τους από την εργασία. Ένα σύστημα κλειστών ακροάσεων, ή ανοιχτών ακροάσεων με όρους που αποκλείουν την πλειοψηφία των ανθρώπων που αναζητούν έδαφος για να ασκήσουν την τέχνη τους και να δουλέψουν.

Μιλώντας ωστόσο για το δυστοπικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ευδοκιμούν οι κακοποιητικές συμπεριφορές στον χώρο του πολιτισμού, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον κλοιό της ευρύτερης θεσμικής κακοποίησης που σφίγγει ολοένα και περισσότερο μέσα στη συνθήκη της πανδημίας γύρω από τους κοινωνικά και ταξικά αδύναμους.

Έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος που οι χώροι πολιτισμού είναι κλειστοί, οι σχολές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης υπολειτουργούν, το αντικείμενο των καλλιτεχνικών σπουδών υποβαθμίζεται, χωρίς κανένα φως στο τούνελ της πανδημικής κρίσης στον τομέα του πολιτισμού, με τους/τις εργαζόμενους-ες τόσο στις τέχνες όσο και σε κάθε κλάδο που τελεί υπό καθεστώς αναστολής να ασφυκτιούν οικονομικά. Την ίδια στιγμή η τηλεκπαίδευση υποβαθμίζει το επίπεδο της μάθησης σε όλες τις βαθμίδες, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τους ταξικούς αποκλεισμούς από την παιδεία για τους ανθρώπους που δεν έχουν τα απαραίτητα υλικοτεχνικά μέσα για να συντονιστούν με αυτή τη διαδικασία. Χιλιάδες στοιβάζονται καθημερινά στα ΜΜΜ που αποτελούν τις κύριες εστίες μετάδοσης του ιού, χωρίς κανένα μέτρο αποσυμφόρησης τους. Χιλιάδες βρίσκονται σε καθεστώς ανεργίας επιβιώνοντας με επιδόματα ή και χωρίς καμία οικονομική μέριμνα, με τη φτωχοποίηση και την εξαθλίωση που έτσι κι αλλιώς διευρυνόταν σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, σήμερα να επιτείνεται και να εξαπλώνεται με ραγδαίους και εξοντωτικούς ρυθμούς. Η κρατική διαχείριση της πανδημίας αποτυπώνεται εγκληματικά στους χιλιάδες ανθρώπους που νοσούν, στους δεκάδες που πεθαίνουν καθημερινά ή διασωληνώνονται εκτός ΜΕΘ χωρίς τα απαραίτητα μέτρα υγειονομικής προστασίας, σε εκείνους και εκείνες που εφόσον δεν αντιμετωπίζουν κίνδυνο ζωής επιστρέφουν σπίτι τους χωρίς να έχουν αναρρώσει πλήρως με την πιθανότητα είτε παρουσίασης επιπλοκών είτε της μετάδοσης του ιού στο περιβάλλον τους αλλά και ευρύτερα, αποτυπώνεται σε όσους στερούνται την παροχή νοσηλείας και ιατρικής φροντίδας στο πλαίσιο ενός μονοθεματικού συστήματος υγείας. Πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται έγκλειστοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σε άθλιες, απάνθρωπες συνθήκες, ιδιαίτερα επικίνδυνες για την υγεία και τη ζωή τους μέσα στην πανδημία. Πρόσφατα, το έγκλημα που διαπράττεται καθημερινά σε βάρος προσφύγων και μεταναστών εκδηλώθηκε με τον πιο βάναυσο τρόπο μέσα από τον αυτοπυρπολισμό μιας 26χρονης Αφγανής πρόσφυγα, εγκύου στον όγδοο μήνα της και μητέρας δύο παιδιών, στον καταυλισμό του Καρά Τεπέ, μέσα από την εγκατάλειψη ενός 44χρονου μετανάστη από τη Γουινέα που σφάδαζε επί τρεις μέρες από τους πόνους στο κέντρο κράτησης της Κω με αποτέλεσμα να πεθάνει από περιτονίτιδα, την αυτοκτονία του 24χρονου Κούρδου πρόσφυγα από την Τουρκία στο κέντρο κράτησης της Κορίνθου.

Μια πραγματικότητα που εκτείνεται μέχρι τη λεηλασία του φυσικού κόσμου και την ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων, από την αστυνομοκρατία μέχρι την καταστολή και την απαγόρευση διαδηλώσεων, τους βασανισμούς διαδηλωτών και διαδηλωτριών και τις προφυλακίσεις με συνοπτικές και έωλες διαδικασίες, την περιστολή των δικαιωμάτων των κρατουμένων στις φυλακές, μέχρι την επίθεση στη δημόσια εκπαίδευση και την εργασία, την παραπληροφόρηση και χειραγώγηση μέσω των κυρίαρχων ΜΜΕ, και στην οποία δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε το πρόσωπο ενός σύγχρονου ολοκληρωτισμού που επιτίθεται με σφοδρότητα σε κάθε επίπεδο της ζωής μας.

Η έμφυλη βία, ο ρατσισμός, η μισαναπηρία, ο γενικευμένος κοινωνικός κανιβαλισμός όπου ο δυνατότερος επιτίθεται στον πιο αδύναμο, ο φόβος, η εξατομίκευση, ο ανταγωνισμός, η συναίνεση, η σιωπή, ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι παράγωγα των συνθηκών καταπίεσης που επιβάλλονται από τα πάνω.

Ο δικός μας πολιτισμός είναι αυτός της αλληλεγγύης, της συμπερίληψης, της συλλογικότητας. Είναι αυτός που δίνει βήμα στον δημόσιο λόγο από τα κάτω και σπάει τον μονόλογο της κυριαρχίας. Είναι αυτός της αντίστασης σε κάθε μορφή κακοποίησης, σε κάθε κοινωνικό πεδίο. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, αλλά κανένα δισταγμό για να τον διανύσουμε.

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ
ΧΤΙΖΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ