Στις 11 Ιούλη, τρίτη μέρα του 3ου ελευθεριακού φεστιβάλ, πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για τους αγώνες στην εκπαίδευση υπό αναρχικό πρίσμα, με τίτλο «Αγώνες στην εκπαίδευση: μια αναρχική οπτική», στην οποία συμμετείχαν η Αναρχική Συνέλευση Φοιτητών/τριών Quieta Movere, η Αναρχική Μαθητική Ομάδα Αταξία και εκπαιδευτικοί. Στην εκδήλωση αυτή έγινε εκτενής αναφορά στους πρόσφατους αγώνες που δόθηκαν από τους μαθητές, τους φοιτητές και τους εκπαιδευτικούς με βάση τις τελευταίες εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις, οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Επίσης τοποθετήθηκαν εκπαιδευτικοί οι οποίοι έθεσαν το ζήτημα της ελευθεριακής παιδείας καθώς επίσης και της από τα κάτω οργάνωσης.
Παρακάτω θα βρείτε την εισηγητική τοποθέτηση συντρόφισσας εκπαιδευτικού:
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ:
ΜΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Σε κάθε προσπάθειά μου να διατυπώσω με απλότητα, λιτότητα και σαφήνεια την ουσία της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, μου έρχονται αυθόρμητα στο νου οι στίχοι της Κατερίνας Γώγου:
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια
Στο μυαλό είναι ο στόχος
Το νου σου, ε;
Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός του κράτους και του κεφαλαίου δε σημαδεύει μόνο -στην κυριολεξία- στο κεφάλι τους απόκληρους και τους φυλακισμένους, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, τους αντιστεκόμενους, τους εξεγερμένους και τους επαναστάτες. Με όπλο την εκπαίδευση, σημαδεύει στο κεφάλι -αυτή τη φορά μεταφορικά- τα παιδιά και τους νέους των πληβειακών στρωμάτων, την ελπίδα αυτής της γερασμένης κοινωνίας, τους εξεγερμένους και εν δυνάμει εξεγερμένους του σήμερα και του αύριο.
Αν προσεγγίσουμε την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση ως τη διαρκή αναπροσαρμογή της εκπαίδευσης στις εκάστοτε επιταγές των πολιτικών και οικονομικών αφεντικών, επιταγές που στην περίοδο που διανύουμε το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ο ολοκληρωτισμός, είναι εύκολο να συλλάβουμε την πεμπτουσία της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου και μιας νέας κοινωνίας ιδιωτών με τη διπλή σημασία του όρου -ή για την ακρίβεια μιας μη κοινωνίας. Ενός νέου τύπου ανθρώπου και μιας νέας κοινωνίας απόλυτα προσαρμοσμένων στις ανάγκες της άυλης καπιταλιστικής οικονομίας και του διαρκώς εντεινόμενου κρατικού ελέγχου και καταστολής.
Το κενό περιεχομένου αφήγημα της εξουσίας για το υποτιθέμενο τέλος της ιστορίας και για τον κόσμο της κυριαρχίας του κράτους και του εμπορεύματος ως τον μόνο εφικτό κόσμο, μένει εντελώς μετέωρο αν δε συνοδευτεί από έναν νέου τύπου άνθρωπο. Πρόκειται για την ακρίβεια για τον διακαή πόθο της εξουσίας: το τέλος του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος -όπως το προανήγγειλε από τη δεκαετία του 60 ο Γάλλος φιλόσοφος και χρονικογράφος της εξουσίας Μισέλ Φουκώ- και το τέλος του ορθολογικού ουμανισμού, όπως τον γνωρίσαμε από την εποχή του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης.
Το πρόταγμα της αριστείας στο χώρο της εκπαίδευσης, το οποίο προβάλλουν κατά κόρον οι άριστοι της σαπίλας που μας κυβερνούν, δεν αποτελεί παρά τον εξωραϊσμό του κοινωνικού κανιβαλισμού σε βάρος των πληβειακών στρωμάτων που πετιούνται στο εκπαιδευτικό περιθώριο.
Tο νέο νομοσχέδιο για την εκπαίδευση που ψηφίζεται αυτές τις μέρες, φέρει την κωμική ονομασία «νομοσχέδιο για την αναβάθμιση της παιδείας, την αυτονομία των σχολικών μονάδων και την …ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών» (!!!).
Στην πραγματικότητα, αποσκοπεί στη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης, στο πέρασμα των σχολικών μονάδων στην εξουσία των κατά τόπους δημοτικών αρχών και των κάθε λογής ιδιωτών χορηγών οι οποίοι θα καθορίζουν ακόμα και το πρόγραμμα σπουδών, στην πειθάρχηση και την υποταγή εκπαιδευτικών, μαθητών και φοιτητών, στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών.
Όπως σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, έτσι και στην εκπαίδευση, το ξέσπασμα της φονικής πανδημίας αποτέλεσε μια πρώτης τάξης ευκαιρία για το κράτος για να επιταχύνει τους αντικοινωνικούς του σχεδιασμούς.
Το κράτος όχι μόνο δε φρόντισε να μειώσει τον αριθμό των μαθητών σε κάθε τάξη, ούτως ώστε να μη χρειαστεί να κλείσουν τα σχολεία για ολόκληρη σχεδόν τη σχολική χρονιά, αλλά αντιθέτως αύξησε τον αριθμό των μαθητών σε κάθε τάξη και υποχρέωσε χιλιάδες εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς να προσαρμοστούν άρον-άρον στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, μέσα από τη χρήση ενός και μόνο λογισμικού, του Webex, για το οποίο κατέβαλλε πάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ στην εταιρεία Cisco. Παραβίασε το προσωπικό απόρρητο των χρηστών και παραχώρησε στην εν λόγω εταιρεία το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα προσωπικά δεδομένα εκπαιδευτικών και μαθητών για εμπορικούς σκοπούς.
Κι αυτό την ίδια στιγμή που διατεινόταν ότι δεν υπάρχουν χρήματα για την ανέγερση σχολικών εγκαταστάσεων ούτως ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο ασφαλής η λειτουργία των σχολείων με ολιγομελή τμήματα μαθητών.
Με αυτό τον τρόπο, πέτυχε τον αποκλεισμό μεγάλου μέρους των παιδιών των πληβειακών στρωμάτων από τη δημόσια εκπαίδευση: σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, το ένα τρίτο των νοικοκυριών στην Ελλάδα δεν έχει καν πρόσβαση στο ίντερνετ. Και η πραγματικότητα αναδεικνύεται ακόμα πιο ζοφερή, αν σκεφτούμε τα παιδιά που ζουν σε μεταναστευτικές δομές και για τα οποία το σχολείο είναι ένα πολύτιμο μέσο κοινωνικοποίησης και η σχεδόν αποκλειστική επαφή με τον έξω κόσμο.
Η UNICEF, σε μελέτη που έκανε για τις συνέπειες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα παιδιά εν μέσω πανδημίας, κάνει λόγο για καταστροφικά αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα του Β Παγκοσμίου Πολέμου στο χώρο της εκπαίδευσης και μιλά για «χαμένη γενιά».
Επιπλέον, οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών επιδεινώθηκαν στο έπακρο, καθώς γεύτηκαν κι εκείνοι αυτό που βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι που δουλεύουν εξ αποστάσεως στη διάρκεια της πανδημίας: κατάργηση του ωραρίου εργασίας, κατάργηση των διαλειμμάτων στη διάρκεια της διδασκαλίας, κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στο χώρο ζωής και στο χώρο εργασίας, ατέλειωτα ξενύχτια για να προετοιμάσουν ηλεκτρονικά το μάθημα, να διορθώσουν τις ασκήσεις και τις εργασίες των μαθητών, ακόμα και για να μάθουν να χρησιμοποιούν τα νέα ψηφιακά εργαλεία, χωρίς καμία τεχνική κατάρτιση -τα σεμινάρια του Υπουργείου Παιδείας ξεκίνησαν μόλις το Μάιο, στο τέλος της σχολικής χρονιάς- χωρίς παροχή τεχνικού εξοπλισμού και ο κατάλογος των προβλημάτων δεν έχει τελειωμό.
Το κράτος, καταργώντας κάθε πρόσχημα για την προσφυγή στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση για λόγους προστασίας από την πανδημία, χρησιμοποίησε το Webex ως μέσο καταστολής των μαθητικών καταλήψεων και στοχοποίησης των καταληψιών, αφού επιχείρησε να υποχρεώσει τους εκπαιδευτικούς να κάνουν μάθημα στη διάρκεια των καταλήψεων και να αποκλείουν από αυτό τους καταληψίες. Και είναι προς τιμήν εκείνων των εκπαιδευτικών -και δεν είναι λίγοι αυτοί -που, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις και απειλές του Υπουργείου Παιδείας, αρνήθηκαν να κάνουν μάθημα στη διάρκεια των καταλήψεων και να γίνουν ρουφιάνοι των μαθητών τους.
Τέλος, το Υπουργείο θέλοντας να εξισώσει την εξ αποστάσεως με τη ζωντανή διδασκαλία και να την επιβάλλει ως μια νέα κανονικότητα, απαίτησε από τους εκπαιδευτικούς να καταθέσουν βαθμούς στο Α τετράμηνο, τη στιγμή που καλά-καλά δε γνώριζαν τα πρόσωπα των περισσότερων μαθητών τους και τους απείλησε με κυρώσεις, οι οποίες όμως έπεσαν στο κενό: οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί αρνήθηκαν να καταθέσουν βαθμολογία, την ίδια στιγμή που το Υπουργείο ζητούσε από τους διευθυντές των σχολείων να στείλουν λίστες με τα ονόματά τους, μετατρέποντας τους διευθυντές σε ρουφιάνους των συναδέλφων τους.
Όμως το άνευ προηγουμένου ενδιαφέρον του κράτους για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς δε σταματά εδώ: το Φλεβάρη του 2020 κι ενώ τα σχολεία είναι κλειστά, περνάει από τη Βουλή τον περίφημο νόμο περί εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, ενώ παράλληλα μειώνει κατά χιλιάδες τον αριθμό των εισακτέων στα Πανεπιστήμια και επαναφέρει την περιβόητη τράπεζα θεμάτων από την οποία οι μόνοι που ευνοούνται είναι οι ιδιοκτήτες των φροντιστηρίων, ενώ οι καθηγητές δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν οι ίδιοι τα θέματα των προαγωγικών εξετάσεων στο Λύκειο ανάλογα με τις δυνατότητες των μαθητών τους, αλλά υποχρεώνονται να τα αντλούν από μια εθνική τράπεζα θεμάτων που έχει καταρτιστεί με βάση τα κανιβαλικά πρότυπα της αριστείας.
Να σημειώσω εδώ ότι η μείωση των εισακτέων στα Πανεπιστήμια και η επαναφορά της τράπεζας θεμάτων στο Λύκειο ήταν μια από τις άμεσες προτεραιότητες της κρατικής εξουσίας στο χώρο της εκπαίδευσης: δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών σε αναλογία με το συνολικό πληθυσμό και η τρίτη χώρα σε αριθμό διδακτορικών φοιτητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια στιγμή που η ανεργία των νέων και η αναντιστοιχία σπουδών-εργασίας σημειώνουν αριθμούς ρεκόρ. Είναι δεδομένο ότι αυτή η εκρηκτική αντίφαση η οποία πυροδοτεί κοινωνικές αντιστάσεις και αγώνες στο χώρο των Πανεπιστημίων θα μπορούσε να αποδειχθεί στο μέλλον ακόμα πιο επικίνδυνη για την εξουσία: γι αυτό και έπρεπε να εξαλειφθεί.
Σε ό,τι αφορά τον περίφημο νόμο περί εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, αυτός προβλέπει μεταξύ άλλων την αντικατάσταση των γνώσεων με δεξιότητες άμεσα συνδεδεμένες με την αγορά εργασίας, την αξιολόγηση του σχολείου από τους εκπαιδευτικούς, αλλά και από στελέχη του Υπουργείου Παιδείας, με βάση 48 δείκτες μεταξύ των οποίων και τις επιδόσεις των μαθητών, την εμπλοκή του δήμου στις αποφάσεις του συλλόγου διδασκόντων, την αναζήτηση ιδιωτών-χορηγών από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και τέλος τη χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, κατηγοριοποιώντας τα σχολεία σε «καλά» και «κακά» και ανοίγοντας το δρόμο για το κλείσιμο και τη συγχώνευση σχολικών μονάδων.
Σύσσωμοι οι εκπαιδευτικοί τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, υπερβαίνοντας την απομόνωση που δημιουργεί η εξ αποστάσεως εργασία, αντέδρασαν συλλογικά και ακύρωσαν στην πράξη την εφαρμογή του νόμου περί αξιολόγησης. Σε αυτό το σημείο, θέλω να διαβάσω απόσπασμα από το αδημοσίευτο κείμενο ενός συντρόφου εκπαιδευτικού:
« Σε αυτόν τον αγώνα όπλα μας είναι η συναδελφικότητα και η αλληλεγγύη. Να μη μείνουμε λοιπόν μόνο στο ζήτημα της εξασφάλισης της αδυναμίας συγκρότησης απαρτίας ώστε να μην διεξαχθεί ο ειδικός σύλλογος περί αξιολόγησης. Θα πρέπει ΟΛΟΙ μας, ΟΛΟΙ μας να στείλουμε τη συμμετοχή μας στην απεργία - αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης συμπεριλαμβανομένου και του συλλόγου για αυτές. Και μετά από αυτό το πρώτο σημαντικό βήμα, να συνεχίσουμε στον δρόμο του αγώνα από τα κάτω, από τη βάση, μακριά από κάθε λογική ανάθεσης σε “ειδικούς”, μέσα από μαζικές συλλογικές διαδικασίες στο σωματείο μας. Να αρνηθούμε να σκάψουμε τον λάκκο που μας ετοιμάζουν. Να ακουστεί δυνατά η φωνή μας για ένα ζήτημα το οποίο όπου εφαρμόστηκε, αποδείχτηκε καταστροφικό.
Οδήγησε σε εξοντωτική διόγκωση του εργασιακού χρόνου, σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης, ανταγωνισμό, κλονισμό των συναδελφικών σχέσεων και ανθρωποφαγία, απομάκρυνση από τη διδασκαλία και ψυχρή διεκπεραίωση γραφειοκρατικών “καθηκόντων”, ένα νοσηρό κλίμα μέσα στο οποίο ξεχνάς γιατί κάποτε ήθελες να διδάξεις. Και αυτά είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Είναι στον ορίζοντα η αυτονομία της σχολικής μονάδας, το πέρασμα στους δήμους, η αναζήτηση πόρων από εμάς τους ίδιους, οι managers-εργοδότες-τιμωροί, η κατηγοριοποίηση των σχολείων σε “καλά” και “κακά”, η σύνδεση της αξιολόγησης με τον μισθό, οι συγχωνεύσεις και το κλείσιμο σχολείων, η αμφισβήτηση της μονιμότητας και οι διαθεσιμότητες-απολύσεις. Η σοφιστεία “όποιος αξιολογεί αξιολογείται” επιχειρεί να συγκαλύψει το “ποιος αξιολογεί” και “ποιος αξιολογείται”, να συγκαλύψει μια αυστηρή και άκρως ιεραρχική πειθάρχηση-χειραγώγηση που θα μεταφέρει την αποκλειστική ευθύνη σε εμάς για τα, όπως λέγεται, “χάλια” της εκπαίδευσης, προκειμένου να επιβληθεί ένα αυταρχικό και ταξικό σχολείο, εχθρικό στα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών και τα δικά μας εργασιακά δικαιώματα. »
Πράγματι, αρνηθήκαμε να σκάψουμε το λάκκο που μας ετοιμάζουν. Παρά την τρομοκρατία του Υπουργείου και τις απειλές για περικοπές μισθών, η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, μόνιμοι και αναπληρωτές -οι οποίοι αποτελούμε το ένα τρίτο του εκπαιδευτικού δυναμικού και καλύπτουμε πάγια κενά δουλεύοντας κάτω από επισφαλείς και εξοντωτικές συνθήκες, όχι σε ένα αλλά σε δυο και σε τρία διαφορετικά σχολεία -, δώσαμε μάχη μέσα στους συλλόγους διδασκόντων δηλώνοντας απεργία-αποχή από την αξιολόγηση. Και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε : σχεδόν το 95% των εκπαιδευτικών δήλωσε απεργία-αποχή από την αξιολόγηση, αδρανοποιώντας στην ουσία το συγκεκριμένο νόμο.
Παράλληλα το Υπουργείο Παιδείας, συνεχίζοντας το βομβαρδισμό με νόμους και εγκυκλίους πάντα στην κατεύθυνση αναβάθμισης-όπως αποκαλεί τη διάλυση- της δημόσιας εκπαίδευσης, έδωσε τη δυνατότητα στο Σύλλογο διδασκόντων να ζητήσει την ένταξη του σχολείου στα πρότυπα-πειραματικά, προωθώντας εκ νέου την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε « καλά » και «κακά» και βάζοντας από το παράθυρο το ζήτημα της αξιολόγησης, αφού οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται σε πρότυπα και πειραματικά σχολεία υφίστανται διαρκώς τη διαδικασία της αξιολόγησης και χάνουν την οργανική τους θέση στο σχολείο που διδάσκουν.
Σε αυτό το σημείο να κάνω μια αποσαφήνιση σε ό,τι αφορά τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία. Πρότυπα είναι τα σχολεία που διαφημίζουν το ρατσιστικό πρόταγμα της αριστείας και στα οποία οι μαθητές εισάγονται με εξετάσεις, ενώ πειραματικά είναι τα σχολεία που εφαρμόζουν πρωτοποριακές παιδαγωγικές μεθόδους των πανεπιστημίων και στα οποία οι μαθητές εισάγονται με κλήρωση. Όλα τα δημόσια σχολεία θα έπρεπε να είναι πειραματικά.
Όπως και να έχει, και αυτή η απόπειρα του Υπουργείου έπεσε στο κενό: κανένας σύλλογος καθηγητών δε ζήτησε την ένταξη του σχολείου του στα πρότυπα-πειραματικά, με αποτέλεσμα το Υπουργείο Παιδείας με τη γνωστή δημοκρατική μέθοδο του αποφασίζομεν και διατάσσομεν να μετατρέψει αυθαίρετα 50 σχολεία ανά την επικράτεια σε πρότυπα και πειραματικά.
Τέλος, το κράτος ανέσυρε από τα συρτάρια πρωτοφανείς διατάξεις για τον εσωτερικό κανονισμό των σχολείων, έναν κανονισμό που μέχρι σήμερα καταρτίζεται από το σύλλογο των καθηγητών με τη σύμφωνη γνώμη των εκπροσώπων της μαθητικής κοινότητας, απαιτώντας τη συμμετοχή της δημοτικής αρχής στη σύνταξη του εσωτερικού κανονισμού και αντιμετωπίζοντας με κατασταλτικό τρόπο τις όποιες αποκλίνουσες από το κυρίαρχο συμπεριφορές των μαθητών, συμπεριλαμβανομένων και των ενδυματολογικών τους προτιμήσεων.
Το όνειρο του Υπουργείου είναι να μην αποτελεί η εκπαίδευση απλώς και μόνο έναν ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, για να χρησιμοποιήσω τη μαρξιστική ορολογία του Αλτουσέρ, δηλαδή έναν μηχανισμό εγχάραξης της κυρίαρχης ιδεολογίας με όλες τις αντιφάσεις που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, αλλά να αναβαθμιστεί και σε κατασταλτικό μηχανισμό σε βάρος των μαθητών, αλλά και των εκπαιδευτικών.
Σίγουρα, ο αγώνας που έδωσαν ΄τον περασμένο Φλεβάρη οι εκπαιδευτικοί ενάντια στο νόμο για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ήταν μια μικρή νίκη.
Ωστόσο η παθητική αντίσταση δεν αρκεί από μόνη της για να αντιμετωπιστεί η λαίλαπα της κρατικής και καπιταλιστικής επίθεσης στο χώρο της εκπαίδευσης. Αυτή η παθητική αντίσταση δε συνοδεύτηκε από καμία εξωστρεφή δραστηριότητα, δε συνοδεύτηκε από πορείες, από καμπάνιες αντιπληροφόρησης, ούτε καν από δια ζώσης συνελεύσεις βάσης με αποφασιστικό χαρακτήρα. Και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ έκανε τα πάντα προκειμένου να ελέγξει και να απονευρώσει την αντίσταση των εκπαιδευτικών επικαλούμενη το φόβο της πανδημίας.
Μια γραφειοκρατία μέσα στην οποία διαπρέπει για μια ακόμα φορά η συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στον ενταφιασμό των κοινωνικών αγώνων σε αγαστή συνεργασία με τη συνδικαλιστική παράταξη της Νέας Δημοκρατίας και με το ΠΑΜΕ σε ρόλο μπαλαντέρ.
Σε αυτά τα πλαίσια, δεν είναι τυχαία η απεργοσπαστική στάση της ΟΛΜΕ στις 10 Ιούνη, ημέρα κήρυξης απεργίας από την ΑΔΕΔΥ ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο, μιας ΟΛΜΕ που έσπευσε να στερήσει το δικαίωμα της απεργίας από όσους εκπαιδευτικούς εργάζονταν ως επιτηρητές στις Πανελλήνιες. Κι αυτό με τη σιωπηρή συναίνεση των αριστερίστικων συνδικαλιστικών σχημάτων. Από όσο γνωρίζω, δεν βγήκε καμιά καταγγελία από τα αριστερίστικα συνδικαλιστικά σχήματα που τόσο συχνά επιδίδονται σε καταγγελίες προκειμένου να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τις ψήφους τους στις δημοτικές εκλογές.
Λίγες μέρες αργότερα, ανακοινώθηκε, όπως αναμενόταν, το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης, την αποδυνάμωση και την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, ένα νομοσχέδιο που κάνει λόγο για αυτονομία των σχολικών μονάδων και το πέρασμά τους στους δήμους, για κατάργηση του ενιαίου βιβλίου, πράγμα που δημιουργεί σχολεία πολλών ταχυτήτων, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του κάθε δήμου να αγοράζει βιβλία για τις σχολικές μονάδες, για πολλαπλή αξιολόγηση των νεοδιοριζόμενων εκπαιδευτικών στο τέλος της οποίας παραμονεύει η άρση της μονιμότητας και οι απολύσεις και προωθεί τη διάλυση των συναδελφικών σχέσεων καθώς εγκαθιδρύει την εξουσία του διευθυντή - αξιολογητή στο εσωτερικό του σχολείου.
Είναι φανερό ότι οι εκπρόσωποι αυτού του άθλιου εξουσιαστικού συστήματος που καταδυναστεύει τις ζωές μας και τις ζωές των παιδιών μας δεν έχουν καμία πρόθεση να λύσουν το ζήτημα της παιδείας, όπως και κανένα άλλο κοινωνικό ζήτημα. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η διαιώνιση της παρασιτικής τους ύπαρξης σε βάρος της κοινωνίας, σε βάρος όλων μας.
Μόνη λύση είναι οι αυτοοργανωμένοι και ακηδεμόνευτοι αγώνες, μακριά και ενάντια στη λογική της ανάθεσης, αγώνες των μαθητών, όπως οι μαθητικές καταλήψεις στις οποίες αναφέρθηκε η συντρόφισσα από την Αναρχική Μαθητική Ομάδα «Αταξία», αγώνες των φοιτητών, όπως ο ανυποχώρητος αγώνας των φοιτητών και η κατάληψη της Πρυτανείας στη Θεσσαλονίκη, αγώνες των εκπαιδευτικών -όπου θα πρέπει να συγκροτηθούν ελευθεριακά σχήματα, καθώς η υπάρχουσα συνδικαλιστική δραστηριότητα στο σωματείο είναι αυστηρά οριοθετημένη από τις κομματικές λογικές-, αγώνες των γονιών, αγώνες που εκκινούν μεν από την εναντίωση στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, αλλά δεν επιδίδονται σε μια άγονη και ανούσια υπεράσπιση της παλιάς τάξης πραγμάτων, δεν είναι αγώνες οπισθοφυλακής, αλλά διαπνέονται από το ελευθεριακό πρόταγμα, από το όραμα οικοδόμησης μιας ελευθεριακής παιδείας σε μια κοινωνία ισότητας, αλληλεγγύης και ελευθερίας.
Το δίλημμα Αναρχισμός και Κοινωνική Επανάσταση ή καπιταλισμός και κρατική βαρβαρότητα, στο ζήτημα της παιδείας, όπως και σε κάθε κοινωνικό ζήτημα είναι περισσότερο επίκαιρο και επιτακτικό από ποτέ.
Να βαδίσουμε στα χνάρια του σπουδαίου Ισπανού αναρχικού αγωνιστή Φρανσίσκο Φερέρ, ιδρυτή των ρασιοναλιστικών σχολείων. Στα χνάρια της ελευθεριακής παιδαγωγικής του αναρχικού Σεμπαστιέν Φωρ, της μαθητοκεντρικής παιδαγωγικής του Σελεστέν Φρενέ, της αγάπης για τα παιδιά των φτωχών γαλλικών προαστίων του Φερνάν Ουρύ, της σχέσης με τη φύση ως συστατικό στοιχείο μάθησης και της ιδιαίτερης φροντίδας των παιδιών με ειδικές ανάγκες του Οβίδιου Ντε Κρολύ.
Να εμπνευστούμε από το σύγχρονο παράδειγμα του ζαπατίστικου σχολείου, ενός σχολείου που δημιουργήθηκε μετά την άρνηση των παιδιών ζαπατίστας να πηγαίνουν στα σχολεία της κακής διακυβέρνησης και στο οποίο τα παιδιά διδάσκονται την αλληλεγγύη, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια μαζί με την ιστορία των αγώνων των αυτόχθονων και τις γνώσεις που είναι χρήσιμες στις ζαπατίστικες κοινότητες.
Κλείνοντας, θέλω να αναφέρω τα λόγια από μια αφίσα που βγάλαμε το 2001 για τα 13 χρόνια της κατάληψης της Λέλας Καραγιάννη και που παραμένουν πάντα επίκαιρα:
« Καμιά νοσταλγία για αυτόν τον γερασμένο κόσμο που από καιρό πια ανήκει στο παρελθόν. Κανένας συμβιβασμός με το αβίωτο παρόν που υπόσχεται μόνο το χειρότερο. Κανένας δισταγμός και φόβος για το μέλλον που θέλουμε: την κοινωνική επανάσταση, την αναρχία και τον ελευθεριακό κομμουνισμό. »
Ιούλης 2021
Α.Σ.