Η Lunigiana είναι μια γεωγραφική περιοχή της Ιταλίας που βρίσκεται μεταξύ Λιγουρίας και Τοσκάνης. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1894 οι αναρχικοί συνέβαλαν καθοριστικά σε μια πραγματική λαϊκή εξέγερση εναντίον της εθνικής κυβέρνησης. Την εποχή εκείνη, όλη η περιοχή της Lunigiana, η περιοχή δηλαδή γύρω από την Carrara και το Apuane, χαρακτηριζόταν από έντονη εξόρυξη και εμπορία μαρμάρου, με αποτέλεσμα την μεγάλη συνάθροιση εργατών.

Η Carrara είναι μέχρι σήμερα μια διαρκής «εστία» του αναρχισμού στην Ιταλία, με αρκετές οργανώσεις να δραστηριοποιούνται στην πόλη. Οι αναρχικοί εργάτες στα λατομεία ήταν επίσης η κινητήρια δύναμη πίσω από την οργάνωση των εργατών και οι κύριοι πρωταγωνιστές της εξέγερσης της Lunigiana τον Ιανουάριο του 1894. Η πρώτη αναρχικη ομάδα της Ιταλίας δημιουργήθηκε στην Carrara το 1885, όταν αναρχικοί εργάτες βρέθηκαν εκεί, ως εξόριστοι από το Βέλγιο και την Ελβετία.

Η συχνή παρουσία σε αυτή την περιοχή αναρχικών όπως ο Μπακούνιν, ο Καφιέρο, ο Μαλατέστα, ο Γκόρι, ο Γαλένι, ο Σικτσί, ο Μολινάρι και άλλοι, διευκόλυνε την εξάπλωση της αναρχίας μεταξύ των εργαζομένων, χαρακτηρίζοντας, ακόμα και στις μέρες μας, αυτή τη γεωγραφική περιοχή ως μία από αυτές με τη μεγαλύτερη παρουσία αναρχικών. Ο αναρχικός Gallileo Pala, παρατήρησε για την Carrara πως εκεί “μέχρι και οι πέτρες είναι αναρχικές”.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Antonio Bernieri η εξέγερση ήταν το αποτέλεσμα του αυθορμητισμού και της έντονης δραστηριότητας των εργατών. Ένα πράγμα φαίνεται βέβαιο: η περιοχή του Apuane ήταν σε πλήρη έκρηξη εξαιτίας της βαθιάς οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η ενοποίηση της Ιταλίας. Στην κρίση προστέθηκαν οι σκληρές συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν οι εργαζόμενοι και οι αγρότες της Carrara.

Στις 3 Ιανουαρίου 1894, ο πρωθυπουργός Francesco Crispi είχε κηρύξει κατάσταση πολιορκίας σε όλη τη Σικελία στέλνοντας 40 χιλιάδες στρατιώτες να καταστείλουν την εξέγερση των εργατών ενάντια στην αγροτική μεταρρύθμιση και στις αυξήσεις σε βασικά είδη διαβίωσης, όπως το ψωμί. Η “τάξη αποκαταστάθηκε” με τη χρήση ακραίας βίας, συμπεριλαμβανομένων των εκτεταμένων εκτελέσεων. Παράλληλα, τo αναρχικό και σοσιαλιστικό κίνημα είχε κατακτήσει την εργατική τάξη της Σικελίας με αποτέλεσμα οι αγωνιζόμενοι εργάτες να δεχτούν τη σκληρή καταστολή από την κυβέρνηση Crispi.

Η καταστολή αυτή οδήγησε στην διεξαγωγή πολλών διαδηλώσεων αλληλεγγύης από τους εργάτες της Lunigiana, καθώς οι Σικελοί εργάτες ήταν, ανάμεσά τους, ιδιαίτερα πολυάριθμοι και μαχητικοί.

Στις 7 Ιανουαρίου 1894, οι εργάτες επιτέθηκαν εναντίον των κρατικών αρχών, όπως είχαν κάνει και οι αντίστοιχοι εργάτες της Σικελίας λίγες μέρες πριν.

Όπως διηγείται ο Pier Carlo Masini για την έκρηξη της εξέγερσης:

«Στις 13 Ιανουαρίου 1894 κηρύχτηκε, στην Carrara, απεργία διαμαρτυρίας εναντίον της κατάστασης πολιορκίας που υπήρχε στη Σικελία και σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους συλληφθέντες εργάτες. Η διαδήλωση, η οποία προοριζόταν επίσης να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της για την επιστράτευση του 1869, οδήγησε σε μια μεγάλη συγκέντρωση απεργών στην πόλη Carrara.

Σταδιακά, η συγκέντρωση εξελίχτηκε στο σχηματισμό οδοφραγμάτων στο Foce, μεταξύ Massa και Carrara, και στη διακοπή των τηλεγραφικών γραμμών. Στη συνέχεια, ομάδες διαδηλωτών επιτέθηκαν και λεηλάτησαν τους σταθμούς της αστυνομίας και τις οπλοφόρες των φρουρών. Στην Avenza υπήρξε η πρώτη ένοπλη αντιπαράθεση με νεκρούς έναν καραμπίνιερο και έναν διαδηλωτή.

Μεταξύ 13 και 14 Γενάρη, πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις των ανταρτών σε Becizzano, Codena και Miseglia και κινήθηκαν προς την πόλη φωνάζοντας «Ζήτω η Σικελία! Ζήτω η επανάσταση!», με την πεποίθηση και την ελπίδα ότι και σε άλλα μέρη της Ιταλίας θα ξεσπούσαν παρόμοια γεγονότα. Την 15η του μήνα υπήρξε μια δεύτερη σύγκρουση μεταξύ μιας ομάδας που κατέβαινε από τη Fossola προς την Carrara και του ιππικού: άλλος ένας νεκρός ανάμεσα στους εργάτες. Στις 16, στις παρυφές της πόλης, κοντά στο στρατώνα Dogali, μια ομάδα από 400 διαδηλωτές, οπλισμένους με τσουγγράνες, δίκρανα και μερικά τουφέκια, συναντήθηκε με μια διμοιρία των στρατιωτών. Οκτώ διαδηλωτές σκοτώθηκαν, πολλοί τραυματίστηκαν. Η ομάδα διαλύθηκε. Ορισμένοι κατέφυγαν στα βουνά όπου συνελήφθησαν τις επόμενες μέρες».

Η καταστολή και οι δίκες γίνονται ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων με βαριές ποινές. Περίπου τριακόσιοι καταδικάζονται για καταστροφές, ενώ διακόσιοι εννέα αναρχικοί καταδικάστηκαν ως τέτοιοι. Όσοι δεν πηγαίνουν στη φυλακή, υποχρεώνονται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Για το απλό γεγονός της παρουσίας στις διαδηλώσεις, καταδικάστηκαν σε είκοσι χρόνια.

Σε τρεις μήνες δικών, τα δικαστήρια έβγαλαν συνολικά 454 καταδικαστικές αποφάσεις με πάνω από 2.500 χρόνια φυλάκισης. Μεταξύ των καταδικασθέντων πολλοί ανήκαν στο αναρχικό κίνημα, όπως ο Luigi Molinari που ήταν, ίσως, ο πιο γνωστός και επίσης ένας από τους πιο βαριά καταδικασμένους: 23 χρόνια αρχικά, τα οποία μειώθηκαν σε επτά στην έφεση.

Μετά την δολοφονική επίθεση που δέχτηκε στη Ρώμη στις 16 Ιούνη 1894 ο πρωθυπουργός Crispi, αλλά και τη δολοφονία του γάλλου προέδρου Carnot λίγες μέρες νωρίτερα από αναρχικούς, η κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να ψηφίσει το λεγόμενο αντι-αναρχικό και αντι-σοσιαλιστικό νόμο με αποτέλεσμα την ένταση των διώξεων σε βάρος των αναρχικών. Σύμφωνα με αυτόν το νόμο η αστυνομία λάμβανα αυξημένη εξουσία προληπτικών συλλήψεων και απελάσεων με βασικό επιχείρημα την “υποκίνηση του ταξικού μίσους”.

Πηγές:

–Περιοδικό Α-rivista anarchica, τχ. 211 (1994)

http://ita.anarchopedia.org, Moti anarchici della Lunigiana (1894)