Με αφορμή τη συμπλήρωση 93 χρόνων από την εκτέλεση των δύο αναρχικών από το κράτος των ΗΠΑ, δημοσιεύουμε μια σειρά άρθρων σχετικών με την υπόθεση.

Αφού αναρτήσαμε ένα κείμενο των Γκόλντμαν και Μπέρκμαν κι ένα εξαιρετικά επίκαιρο απόσπασμα από βιβλίο του Χάουαρντ Ζιν, ολοκληρώνουμε με μια σύνοψη της υπόθεσης και της σημασίας της για το αναρχικό, εργατικό κι επαναστατικό κίνημα. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισήγηση της κατάληψης Libertatia.

Στις 15 Απριλίου του 1920, στις τρεις το πρωί, μια ομάδα τεσσάρων με πέντε ανδρών πυροβόλησε και σκότωσε τον ταμία και τον φύλακα του εργοστασίου παπουτσιών Σλέιτερ-Μόριλ (Slater-Morrill), οι οποίοι κουβαλούσαν τη μισθοδοσία στο Σάουθ Μπρέιντρι (South Braintree) της Μασαχουσέτης. Η ομάδα που τους επιτέθηκε διέφυγε στη συνέχεια με αυτοκίνητο.
Στις 5 Μαΐου του 1920 συλλαμβάνονται στο Μπρόκτον (Brockton) της Μασαχουσέτης οι αναρχικοί Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Σχετικά γρήγορα η αστυνομία τους συνδέει με τη ληστεία στο Σάουθ Μπρέιντρι, ενώ παράλληλα συνδέει τον Βαντσέτι με παλιότερη ληστεία για την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε χρόνων. Από την αρχή της σύλληψής τους το κράτος ξεκινάει μια προσπάθεια ποινικοποίησης των αναρχικών ιδεών των δύο αντρών. Έτσι, η συνολική διαδικασία αποτέλεσε ένα από τα πιο ατράνταχτα παραδείγματα του ρόλου και της φύσης της αστικής δικαιοσύνης: η διαδικασία αναγνώρισης ήταν εντελώς έωλη, καθώς μπροστά στους μάρτυρες παρουσιάστηκαν μόνο οι κατηγορούμενοι, η βαλλιστική έρευνα που δήθεν αποδείκνυε σύνδεση μεταξύ του όπλου του φόνου και του όπλου που βρέθηκε στον Σάκο ήταν αβάσιμη και η επιλογή των ενόρκων έγινε βάσει κοινωνικής τάξης και πολιτικών πεποιθήσεων. Μάλιστα, αυτός που ορίστηκε πρόεδρος των ενόρκων ήταν πρώην αρχηγός της αστυνομίας. Δικαστής ορίστηκε ο συντηρητικός Ουέμπστερ Θάγιερ (Webster Thayer) που αποκάλεσε τους κατηγορούμενους «αναρχικούς μπάσταρδους»1 και εισαγγελέας ο αντίστοιχων πεποιθήσεων Φρεντ Κάτζμαν (Frederick G. Katzmann).
Η δίκη άρχισε στις 31 Μαΐου του 1921 και ενάμιση μήνα μετά, στις 14 Ιουλίου, είχαν κριθεί ένοχοι. Η υπεράσπιση προσπάθησε να αναιρέσει την απόφαση, αλλά παρά τα σημαντικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στη συνέχεια, το αποτέλεσμα ήταν ειλημμένο και δεν μπορούσε να αλλάξει με δικαστικά μέσα. Τόσο η αποκάλυψη στημένων μαρτύρων, μερικοί εκ των οποίων αναίρεσαν μάλιστα τις αρχικές τους καταθέσεις όσο και η παραδοχή το φθινόπωρο του 1925 του Πορτογάλου Σελεστίνο Μεντέιρος (Celestino Medeiros) της συμμετοχής του στη ληστεία και της αθωότητας των δύο Ιταλών αναρχικών δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την απόφαση. Παράλληλα, έγιναν πολλές αιτήσεις επανεκδίκασης, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν. Εντέλει, έγινε μια τελευταία προσπάθεια με την έκκληση στον τότε κυβερνήτη της Μασαχουσέτης Ταφτς Φούλερ (Alvan Tufts Fuller) για επιείκεια, με τον τελευταίο να διορίζει μια αρμόδια επιτροπή με δύο πανεπιστημιακούς κι έναν δικαστικό, η οποία συμφώνησε με την αρχική απόφαση.2

Οι ζωές των Σάκο και Βαντσέτι
Οι Σάκο και Bαντσέτι έφτασαν στις HΠA από την Ιταλία ξεχωριστά το 1908. Γνωρίστηκαν μεταξύ τους εννέα χρόνια μετά, στην αναρχική ομάδα του Λουίτζι Γκαλεάνι (Luigi Galleani). Μάλιστα, η γνωριμία αυτή φαίνεται να έγινε όταν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου μαζί με μια ομάδα Ιταλών επαναστατών είχαν καταφύγει στο Μεξικό για να αποφύγουν τη στράτευση, ακολουθώντας την ευρύτερη αντιμιλιταριστική, αντιπολεμική και διεθνιστική στάση που είχε υιοθετήσει η πλειοψηφία του αναρχικού και του εργατικού κινήματος.
Ο Βαντσέτι καταγόμενος από το Πεδεμόντιο, με την άφιξή του στις ΗΠΑ καταπιάνεται με διάφορες δουλειές για να μπορέσει να επιβιώσει. Στην αυτοβιογραφία του, η οποία γράφτηκε κατά την περίοδο φυλάκισής του αναφέρει: «…δυο μέρες μετά άφησα το Tορίνο για τη συνοριακή Mοδένα. Κι ενώ το τρένο με πήγαινε προς τα ξένα, ένιωσα να τρέχουν δάκρυα απ’ τα μάτια μου, εγώ που δεν συνήθιζα να κλαίω. Έτσι άφησα τη χώρα που γεννήθηκα, ταξιδιώτης χωρίς πατρίδα. Έτσι ανθίσαν κι οι ευχές των απλών εκείνων ψυχών με τα ευγενέστερα αισθήματα… Ύστερ’ από δυο μέρες ταξίδι με το τραίνο μέσ’ από τη Γαλλία και πάνω από επτά μέρες στον ωκεανό, έφτασα στη Γη της Επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη ξεπρόβαλε στον ορίζοντα σ’ όλο της το μεγαλείο, γεμάτη ψευδαισθήσεις ευτυχίας. Πάνω στο κατάστρωμα, μισόκλεινα τα μάτια μου μήπως και διακρίνω κάτι μέσ’ από το συνονθύλευμα των σιδηροκατασκευών, που προσκαλούσε κι απειλούσε μαζί τους άντρες και τις γυναίκες που στοιβάζονταν στην τρίτη θέση… Στο σταθμό μετανάστευσης δοκίμασα την πρώτη μου μεγάλη έκπληξη. Είδα τους υπαλλήλους να φέρονται στους επιβάτες του καταστρώματος σα να ’τανε ζώα. Ούτε μια καλή κουβέντα, ούτε μια ενθάρρυνση που να ελαφρύνει κάπως το βάρος του φόβου από τους ώμους των νεοερχομένων στις ακτές της Αμερικής. Η ελπίδα, που είχε σαγηνεύσει τους μετανάστες μέχρι τη νέα χώρα, ευθύς μαράθηκε στο άγγιγμα των άκαρδων υπαλλήλων. Μικρά παιδιά, που θα ’πρεπε να ’ναι όλο ζωή από την εγρήγορση της προσδοκίας, να κολλάνε στη φούστα της μάνας τους, κλαίγοντας τρομαγμένα. Τόσο αφιλόξενο είναι το κλίμα των στρατοπέδων για τους μετανάστες… Πόσο καλά θυμάμαι που στάθηκα στο Mπάτερυ, στη νότια πλευρά της Νέας Υόρκης, μόλις είχα φτάσει, με τα λιγοστά μου υπάρχοντα και ρούχα κι ελάχιστα χρήματα. Μέχρι χθες ήμουνα με ανθρώπους που με καταλάβαιναν. Σήμερα το πρωί σαν να είχα ξυπνήσει σε μια χώρα όπου η γλώσσα μου -το νόημά της- σήμαινε για τον ντόπιο ό,τι και η αξιολύπητη κραυγή ενός κουτού ζώου. Πού να πήγαινα; Τι να ’κανα; Εδώ ήταν η γη της επαγγελίας. Ο υπερσιδηρόδρομος με προσπερνούσε θορυβωδώς, χωρίς απάντηση. Οι άμαξες και τα τρόλεϊ τρέχανε από δίπλα μου, ανέμελα, χωρίς να μου δίνουν σημασία… Πήγα στο Mέριντεν του Kονέκτικατ και δούλεψα στα λατομεία, στην πιο δύσκολη ανειδίκευτη εργασία. Ζούσα όμως μ’ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Ήταν Tοσκανοί κι οι δυο και δοκίμασα πολλές στιγμές χαράς μαθαίνοντας την όμορφη τοσκανική διάλεκτο… Σ’ όλα τα χρόνια μου στο Σπρίνγκφιλντ και το Mέριντεν δεν έμαθα βέβαια μόνον τοσκανικά. Έμαθα ν’ αγαπώ και να συμπάσχω μ’ όλους εκείνους που, όπως κι εγώ, ήταν έτοιμοι να δεχτούν τον αθλιότερο μισθό για να κρατηθούνε σώοι ψυχή και σώματι. Έμαθα πως η ταξική συνείδηση δεν ήταν φράση που εφηύραν οι προπαγανδιστές, μα δύναμη πραγματική και ζωτική και πως όσοι νιώθαμε τη σημασία της δεν ήμασταν χαμένα κορμιά, μα ανθρώπινα όντα».3
Ο Βαντσέτι ήταν άνθρωπος που παρά την ταπεινή του καταγωγή αγαπούσε τη γνώση, όπως πολλά μέλη της εργατικής τάξης που ήταν οργανωμένοι σε ταξικές και επαναστατικές οργανώσεις. «Όταν έφτασα στην Αμερική, δοκίμασα όλες τις κακουχίες, τις απογοητεύσεις και τις στερήσεις που συνοδεύουν αναπόφευκτα κάθε νέο που φτάνει εδώ είκοσι χρονώ, κάπως ονειροπόλος, που δεν ξέρει ακόμα τη ζωή. Γνώρισα όλων των ειδών τις βαναυσότητες, τη διαφθορά και τις αδικίες που μαστίζουν τραγικά την ανθρωπότητα… Μα παρόλ’ αυτά, κατάφερα να ενισχύσω τον εαυτό μου σωματικά και νοητικά. Εδώ μελέτησα τα έργα του Kροπότκιν, του Γκόρκι, του Mερλίνο, του Mαλατέστα, του Pεκλί. Διάβασα το Κεφάλαιο του Μαρξ, τα έργα του Λεόνε ντι Λαμπριόλα, την πολιτική Διαθήκη του Kάρλο Πισακάνε, τα Καθήκοντα του Ανθρώπου και πολλά άλλα συγγράμματα πάνω στο κοινωνικό ζήτημα. Εδώ διάβασα τα περιοδικά κάθε σοσιαλιστικής, πατριωτικής και θρησκευτικής φράξιας. Μελέτησα τη Βίβλο, τη Ζωή του Χριστού (του Ρενάν) και το Ο Χριστός Δεν Υπήρξε Ποτέ του Mισελμπό. Εδώ διάβασα ελληνική και ρωμαϊκή ιστορία, την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, της Γαλλικής Επανάστασης και της Ιταλικής Επανάστασης. Μελέτησα τον Δαρβίνο και τον Σπένσερ, τον Λαπλάς και τον Φλαμμαριόν. Ξανάπιασα τη Θεία Κωμωδία και την Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ. Ξαναδιάβασα τον Λεοπάρντι κι έκλαψα μαζί του. Διάβασα τα έργα του Oυγκό, του Λέοντος Tολστόι, του Zολά και του Kαντί, την ποίηση του Tζούστι, του Γκερίνι, του Pαπισάρντι και του Kαρντούτσι… Mη νομίσεις, αγαπητέ αναγνώστη, πως ήμουνα κανένας επιστήμονας. Κάθε άλλο. H βασική μου παιδεία ήταν ατελής κι οι διανοητικές μου δυνάμεις δεν επαρκούσαν για ν’ αφομοιώσω ολόκληρο το τεράστιο τούτο υλικό. Πρέπει επίσης να θυμάσαι ότι μελετούσα μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς και χωρίς τις απαραίτητες ανέσεις. Aχ, πόσα βράδια καθόμουν μπροστά από κάποιον τόμο δίπλα στο σπινθήρισμα μιας σόμπας υγραερίου μέχρι το πρωί! Πόσες φορές, μόλις ξαπόσταινα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, σφύριζε το εγερτήριο κι έτρεχα στο εργοστάσιο ή το λατομείο… Mα έμαθα από τη μελέτη μου να παρατηρώ αμείλικτα, διεισδυτικά κι επίμονα τους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά, τα πάντα δηλαδή που περιβάλλουν τους ανθρώπους. Το Βιβλίο της Ζωής: να το Βιβλίο των Βιβλίων».4
Ο Σάκο από την άλλη καταγόταν από την Απουλία και έφτασε στη Βοστόνη το 1908 μαζί με τον αδερφό του. Ήταν τσαγκάρης κι είχε δύο παιδιά. Σε γράμμα προς τον γιο του λίγο πριν την εκτέλεσή του γράφει: «οπότε, γιε μου, να είσαι δυνατός για να μπορείς να παρηγορήσεις τη μητέρα σου… Πήγαινέ την έναν μακρύ περίπατο στην ήσυχη εξοχή, μάζεψε μερικά αγριολούλουδα εδώ κι εκεί, ξεκουραστείτε κάτω από τη σκιά των δέντρων. Αλλά πάντα να θυμάσαι, Ντάντε, σ’ αυτό το παιχνίδι της ευτυχίας, μην τα χρησιμοποιείς όλα μόνο για τον εαυτό σου… Βοήθησε τον διωκόμενο και το θύμα γιατί αυτοί είναι οι καλύτεροί σου φίλοι… Σ’ αυτόν τον αγώνα της ζωής θα βρεις περισσότερη αγάπη και θα αγαπηθείς κι εσύ».5

Το ιστορικό πλαίσιο – οι ΗΠΑ των αρχών του 20ού αιώνα
Από τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε μια ολοένα και μεγαλύτερη οργάνωση των εργατών στις ΗΠΑ, πολλοί εκ των οποίων προέρχονταν από χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Η φτώχεια, ο ρατσισμός και οι άθλιες συνθήκες εργασίας ώθησαν πολλούς εργάτες σε ταξικές κι επαναστατικές οργανώσεις. Έτσι, το 1905 ιδρύεται το συνδικάτο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World - IWW) που υιοθετεί σχετικά σύντομα τις θέσεις του επαναστατικού συνδικαλισμού, ακολουθώντας το αντίστοιχο παράδειγμα της CGT στη Γαλλία. «Το κλασικό αναρχικό κίνημα έφτασε στο ζενίθ του στις Ηνωμένες Πολιτείες στα χρόνια από την αλλαγή του αιώνα μέχρι την είσοδο της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917. Αυτή η ανάπτυξη μπορεί να αποδοθεί σε δύο ταυτόχρονες εξελίξεις στο εσωτερικό του κινήματος. Πρώτον, οι αμερικάνοι αναρχικοί άλλαξαν στρατηγική απομακρυνόμενοι από τον εξεγερτικό αναρχισμό, επιστρέφοντας σε μια μαζική αναρχική στρατηγική με τη σύσταση των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου το 1905. Οι IWW και τα συνδεόμενα μ’ αυτούς σωματεία πρόσφεραν στους αναρχικούς μια δομή και μια στρατηγική για την οργάνωση των εργαζομένων σε εθνικό επίπεδο για πρώτη φορά μετά την τραγωδία του Χεϊμάρκετ. Την ίδια περίοδο μερικοί αναρχικοί στις ΗΠΑ ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τις ελευθεριακές ιδέες σε πτυχές της ζωής εκτός των στενών ορίων της ταξικής πάλης, όπως το σεξ, η αναπαραγωγή, οι πολιτικές ελευθερίες, η τέχνη και η λογοτεχνία. Η εμφάνιση ταλαντούχων αγωνιστών που ασχολήθηκαν σε βάθος μ’ αυτά τα ζητήματα και που μπορούσαν να γράφουν και να μιλάνε στα αγγλικά, κυρίως της Έμμα Γκόλντμαν και του Αλεξάντερ Μπέρκμαν, επέτρεψε στους αναρχικούς να διευρύνουν την απεύθυνση του κινήματος και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, συμπεριλαμβανόμενου κι ενός μικρού τμήματος ντόπιων φιλελεύθερων της μεσαίας τάξης».6

Καθώς αναπτυσσόταν το ταξικό κι ελευθεριακό κίνημα, μεγάλωνε η αντίδραση του αμερικανικού κράτους, ιδιαίτερα με την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σφαγές εργατών (με πιο γνωστή αυτή στο Λάντλοου (Ludlow) του Κολοράντο 1914, όταν οι αστυνομικές αρχές επιτέθηκαν στους απεργούς ανθρακωρύχους και στις οικογένειές τους με πάνω από είκοσι νεκρούς) και οι φυλακίσεις γνωστών συνδικαλιστών εντάθηκαν τα επόμενα χρόνια. Στις 15 Ιουνίου του 1917 προωθήθηκε από τον πρόεδρο Ουίλσον ένας νόμος κατά της κατασκοπείας (Espionage Act), ο οποίος όριζε συγκεκριμένες ποινές κατά κατασκόπων και πρακτόρων των ξένων δυνάμεων, αλλά παράλληλα απαγόρευε την οργανωμένη αντιπαράθεση εναντίον του πολέμου. Έτσι, συνελήφθησαν πολλοί γνωστοί αναρχικοί (μεταξύ άλλων ο Μπέρκμαν και η Γκόλντμαν) κι έγιναν εκατοντάδες συλλήψεις μελών των IWW μετά από επιδρομές σε δεκάδες χώρους τους σε όλη τη χώρα. Ο νόμος αυτός συνοδεύτηκε από αντίστοιχο αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο για την άμεση απέλαση μεταναστών ριζοσπαστών κι οποιουδήποτε μετανάστη σχετιζόταν με αναρχικούς. Το έργο των αρχών συνέδραμαν παρακρατικές ομάδες (όπως η Κου Κλουξ Κλαν) και «εθελοντικές ομάδες πολιτών». 7
Παρ’ όλα αυτή, η ταξική κινητοποίηση αναπτυσσόταν. Στις αρχές του 1919 ξεδιπλώθηκε ένα τεράστιο κύμα απεργιών. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο στο Σιάτλ κατέβηκαν σε απεργία 35.000 εργαζόμενοι στα ναυπηγεία, ενώ τον επόμενο μήνα κινητοποιήθηκαν ως ένδειξη αλληλεγγύης 60.000 άνθρωποι. Η κινητοποίηση της εθνικής φρουράς και οι πιέσεις των ρεφορμιστικών συνδικάτων έφεραν εντέλει την ήττα του συγκεκριμένου αγώνα. Οι απεργίες εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Μόνο στην πόλη της Νέας Υόρκης το καλοκαίρι του 1919 βρίσκονταν σε απεργία περίπου 164.000 εργάτες, ενώ τον Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε μαζική απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων στη βιομηχανία χάλυβα.
Κατά τους επόμενους μήνες, το κράτος των ΗΠΑ βλέποντας τις μαζικές κινητοποιήσεις και την επαναστατική απειλή να έχει απλωθεί σε κάθε γωνιά της γης (Ρωσία, Ουγγαρία, Γερμανία, Ιταλία) αποφασίζει να δράσει με ωμό και βάναυσο τρόπο. Τον Νοέμβριο του 1919 ξεκινάει μια σειρά επιδρομών των αστυνομίας υπό την ηγεσία του γενικού εισαγγελέα Μίτσελ Πάλμερ (Alexander Mitchell Palmer) και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ξεκίνησε ένα ανελέητο κυνήγι εναντίον αναρχικών και κομμουνιστών, ενώ οι μετανάστες από την Ιταλία, την ανατολική Ευρώπη, οι Εβραίοι και οι Μεξικανοί αγωνιστές βρέθηκαν υπό την απειλή της απέλασης. Έγιναν χιλιάδες συλλήψεις και συνολικά 556 απελάσεις. Η τεταμένη αυτή ατμόσφαιρα συνοδεύτηκε κι από την κίνηση του παρακράτους με ρατσιστικά επεισόδια και φυλετικές ταραχές σε διάφορες πόλεις. Μεταξύ Απριλίου και Νοεμβρίου του 1919 υπήρξαν τουλάχιστον εικοσιέξι τέτοιες περιπτώσεις με εκατοντάδες νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και πολλές καταστροφές, κυρίως σε γειτονιές μαύρων. Τουλάχιστον 500.000 Αφροαμερικάνοι μετακινήθηκαν από διάφορες πολιτείες του Νότου προς αυτές του Βορρά. Κατά την επίσημη κρατική προπαγάνδα, οι μαύροι που υπερασπίστηκαν την κοινότητά τους από τις ρατσιστικές επιθέσεις υποκινούνταν από ομάδες αναρχικών μεταναστών. Έτσι, η συντονισμένη επίθεση κράτους και παρακράτους εναντίον των επαναστατών, των μεταναστών, του εργατικού κινήματος και του μαύρου πληθυσμού συνέδεσε οργανικά όλες τις παραπάνω ομάδες προκειμένου να κατασκευαστεί ο εσωτερικός εχθρός. Είχαν προηγηθεί τον Απρίλιο και τον Ιούνιο του ίδιου έτους διάφορες βομβιστικές επιθέσεις εναντίον πολιτικών, επιχειρηματιών (μεταξύ αυτών ο Ντ. Ροκφέλερ και ο Τζ. Π. Μόργκαν), δικαστικών, υψηλόβαθμων στελεχών της αστυνομίας και διευθυντών εφημερίδων.
Επομένως, η υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι επηρεάστηκε κι αποτέλεσε ένδειξη της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Από την αρχή της σύλληψης και της δίκης τους φάνηκαν οι διαθέσεις του αμερικάνικου κράτους απέναντι στους συλληφθέντες. Στα πρόσωπα των δύο εργατών συμπυκνώνονταν οι διακηρυγμένοι εσωτερικοί εχθροί του κράτους και του κεφαλαίου των ΗΠΑ: οι φτωχοί, οι μετανάστες, οι επαναστάτες, οι αναρχικοί. «Πιστεύω ότι η σημασία της υπόθεσης των Σάκο και Βαντσέτι βρίσκεται στο γεγονός ότι διεξήχθη αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν ακόμα η χώρα ζούσε σε μια ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο πόλεμος. Ήταν μια ατμόσφαιρα στην οποία υπήρχε μια κυβέρνηση που κυνηγούσε ριζοσπάστες… Στην πραγματικότητα, η δίκη έγινε αμέσως μετά την Εθνική Ημέρα Μνήμης. Η μέρα εκείνη αποτελούσε μια περίσταση για την επίδειξη πατριωτικού ζήλου και στη συγκεκριμένη περίπτωση, μιας συγκεκριμένης κουλτούρας που υπήρχε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οπότε το σημαντικό πράγμα στην υπόθεσή τους δεν ήταν στ’ αλήθεια το ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής τους – κάτι που σίγουρα δεν επιλύθηκε με τη δίκη τους και δεν ξέρω αν θα επιλυθεί ποτέ• το σημαντικότερο ήταν ότι αποκάλυψε τη φύση του δικαστικού συστήματος των ΗΠΑ, ένα σύστημα δικαιοσύνης που πάντα υπήρξε άδικο για τους ξένους, άδικο για τους φτωχούς, άδικο για τους ριζοσπάστες και το οποίο γίνεται ιδιαίτερα σκληρό σε περιόδους πολέμου, σε περιόδους μιας στρατοκρατούμενης ατμόσφαιρας. Οπότε θα έλεγα ότι η σημασία της υπόθεσής τους ήταν ότι αποτελεί μια από τις πολλές εκείνες υποθέσεις στην αμερικάνικη ιστορία. Σκέφτομαι την υπόθεση του Χεϊμάρκετ το 1886, σκέφτομαι την υπόθεση του Τομ Μούνεϊ (Tom Mooney) και του Γουόρεν Μπίλινγκς (Warren Billings) που έγινε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σκέφτομαι αυτό που έγινε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την υπόθεση Ρόζενμπεργκ, η οποία όλως περιέργως ξεκίνησε αμέσως μετά τη νίκη των κομμουνιστών στην Κίνα, ακριβώς όπως η υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι ξεκίνησε αμέσως μετά τη μπολσεβίκικη επανάσταση. Κι έπειτα, φτάνοντας στην εποχή μας, σκέφτομαι την υπόθεση του Μουμία Αμπού-Τζαμάλ. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια της ιστορίας των ΗΠΑ υπάρχουν συγκεκριμένες κρίσιμες υποθέσεις που φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες κι αποφασίζονται, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που δεν ευνοεί την ίση αντιμετώπιση των μαύρων, των ριζοσπαστών, αυτών που δεν θεωρούνται πολίτες, των φτωχών. Και πιστεύω ότι η υπόθεση Σάκο-Βαντσέτι έχει μια θέση σ’ αυτόν τον κατάλογο».8
Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι λίγες μέρες πριν τη σύλληψη των Σάκο και Βαντσέτι, είχε συλληφθεί ο Ιταλός αναρχικός τυπογράφος Αντρέα Σαλσέντο (Andrea Salsedo), ο οποίος κρατήθηκε παράνομα για οκτώ εβδομάδες μέχρι την εκπαραθύρωσή του από τον 14ο όροφο του κτιρίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μια συνηθισμένη πρακτική της αστυνομίας απέναντι στους αντιπάλους της. Ο Ιταλός συγγραφέας Ντάριο Φο εμπνεύστηκε από μια αντίστοιχη υπόθεση, αυτή του Τζιουζέπε Πινέλι (Giuseppe Pinelli) το 1969, το γνωστό έργο του Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού. Μην ξεχνάμε επίσης ότι η σύλληψη των Σάκο και Βαντσέτι έγινε ενώ προετοίμαζαν μια συγκέντρωση στο Μπρόκτον στις 9 Μαΐου 1920 λόγω της κρατικής δολοφονίας του Σαλσέντο. Αυτός ήταν κι ο λόγος που υπέπεσαν σε αντιφάσεις κατά την ανάκρισή τους (κάτι που θα μπορούσε να είχε ισχυροποιήσει το άλλοθί τους αν δεν το είχαν κάνει), καθώς προσπαθούσαν να προστατέψουν τους συντρόφους τους και να μην δώσουν στοιχεία στην αστυνομία.

Διεθνής εκστρατεία αλληλεγγύης
Οι δύο αναρχικοί εκτελέστηκαν στις 23 Αυγούστου 1927. Την ημέρα της εκτέλεσης 800 αστυνομικοί βρίσκονταν έξω από τη φυλακή στο Τσαρλστάουν για να συγκρατήσουν το πλήθος των διαδηλωτών με πολυβόλα και μεγάλους προβολείς. Στη γειτονική Βοστόνη το σκηνικό ήταν περίπου το ίδιο. Χιλιάδες συγκεντρώθηκαν καθώς πλησίαζε η ώρα της εκτέλεσης. Η αστυνομία συνέλαβε 156 άτομα από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το τοπικό κοινοβούλιο. Το ίδιο έγινε και στη Νέα Υόρκη αλλά και σε άλλες αμερικάνικες πόλεις. Οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις δεν περιορίστηκαν στις ΗΠΑ. Καλέστηκαν γενικές απεργίες σε Μεξικό, Ουρουγουάη και Αργεντινή. 10.000 διαδηλωτές έκαναν πορεία στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Ξέσπασαν επεισόδια στο Βερολίνο, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ έγιναν επιθέσεις σε πρεσβείες και προξενεία των ΗΠΑ. Τίποτα δεν μπορούσε να αναβάλλει μια κρατική απόφαση που έδειχνε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την ίδια τη φύση του κρατικού και καπιταλιστικού συστήματος.

«Την Πρωτομαγιά του 1927, στην πόλη-λιμάνι του Ταμπίκο στο Μεξικό χιλιάδες εργάτες συγκεντρώθηκαν έξω από το αμερικάνικο προξενείο… Οι ομιλητές αποκάλεσαν τους Σάκο και Βαντσέτι «συμπατριώτες» τους και «αδέρφια» τους. Προέτρεψαν τους Αμερικάνους αξιωματούχους να ακούσουν προσεκτικά τη φωνή των εργατών σε όλο τον κόσμο και να απελευθερώσουν τους δύο άντρες από τη θανατική καταδίκη… Μεταξύ 1921 και 1927, καθώς προχωρούσαν τόσο η δίκη όσο και οι εφέσεις των Σάκο και Βαντσέτι, σκηνές όπως αυτή του Ταμπίκο επαναλήφθηκαν ξανά και ξανά σε όλη τη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Τα έξι αυτά χρόνια, η υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι εξελίχθηκε από μια τοπική δίκη για ληστεία και φόνο σε ένα γεγονός παγκόσμιας σημασίας».9 Παρόλ’ αυτά, τίποτα δεν μπορούσε να αναβάλλει μια κρατική απόφαση που έδειχνε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο την ίδια τη φύση του κρατικού και καπιταλιστικού συστήματος.

Η εκτέλεση – οι τελευταίες ώρες
«Ο Σάκο, το κελί του οποίου ήταν δίπλα σ’ εκείνο του Μεντέιρος ήταν ο επόμενος. Ένας φύλακας άνοιξε την πόρτα του. Ο Σάκο ήταν έτοιμος. Το πρόσωπό του ήταν κατάλευκο λόγω του μακροχρόνιου εγκλεισμού. Χωρίς να πει κάτι πήρε τη θέση του ανάμεσα στους φρουρούς. Περπατώντας αργά αλλά σταθερά, διέσχισε τα δεκαεφτά βήματα μέχρι την αίθουσα εκτελέσεων. Δεν χρειάστηκε βοήθεια και κάθισε στην καρέκλα. Την ώρα που οι φύλακες τελείωναν τη δουλειά τους, φώναξε στα ιταλικά: «Ζήτω η αναρχία!», ενώ στα αγγλικά φώναξε: «Έχετε γεια, γυναίκα μου, παιδί μου, φίλοι μου!»
Είχε δύο παιδιά, τον Ντάντε δεκατεσσάρων χρονών και την Ινέζ έξι χρονών, αλλά το λάθος του αυτό προήλθε από τη δυσκολία του στα αγγλικά κι από την έξαψη της στιγμής. «Καλό βράδυ, κύριοι» είπε σπασμωδικά. Τότε είπε και τα τελευταία του λόγια: «Έχε γεια μητέρα». Ο αρχιφύλακας Χέντρι περίμενε μέχρι ο Σάκο να είναι εμφανώς ικανοποιημένος ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να πει. Έπειτα έδωσε το σήμα. Ο θάνατος του Σάκο ανακοινώθηκε στις 12:19:02.
Η πόρτα του κελιού του Βαντσέτι ήταν ανοικτή. Ήταν κι αυτός ήρεμος. Έσφιξε τα χέρια με τους δύο φρουρούς και βάδισε μαζί τους. Έκανε τέσσερα περισσότερα βήματα από τον Σάκο μέχρι την ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς έμπαινε στην αίθουσα μίλησε στον αρχιφύλακα, σφίγγοντας το χέρι του και λέγοντας: «Θέλω να σ’ ευχαριστήσω για όλα όσα έκανες για μένα, αρχιφύλακα».
Ο Βαντσέτι μίλησε στα αγγλικά. Η φωνή του ήταν ήρεμη καθ’ όλη τη διάρκεια. Δεν υπήρχε το παραμικρό τρέμουλο ή τραύλισμα. Έπειτα, απευθυνόμενος στους μάρτυρες, είπε: «Θα ήθελα να σας πω ότι είμαι αθώος κι ότι ποτέ δεν διέπραξα οποιοδήποτε έγκλημα, μόνο περιστασιακά κάποιες αμαρτίες».
Ήταν περίπου τα ίδια λόγια που απηύθυνε στον δικαστή Ουέμπστερ Θάγιερ στην αίθουσα του δικαστηρίου του Ντέντχαμ (Dedham) τον περασμένο Απρίλιο όταν καταδικάστηκε σε θάνατο εκείνη τη βδομάδα, με την ποινή να έχει αναβληθεί επειδή η συμβουλευτική επιτροπή του κυβερνήτη δούλευε πάνω στην υπόθεση. «Σας ευχαριστώ για όλα όσα κάνατε για μένα» συνέχισε ήρεμα κι αργά. «Είμαι αθώος για όλα τα εγκλήματα, όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά για όλα. Είμαι αθώος».
Τότε είπε τα τελευταία του λόγια: «Θα ήθελα να συγχωρήσω μερικούς ανθρώπους γι’ αυτό που μου κάνουν τώρα». Ο Βαντσέτι μπήκε στην αίθουσα στις 12:20:30. Στις 12:26:55 ανακοινώθηκε ο θάνατός του».10

Η υπόθεσή τους ζωντανή στη μνήμη των αγώνων
Τον Ιούλιο του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης αναγνώρισαν την άδικη καταδίκη και εκτέλεση. Μάλιστα, ο ελληνικής καταγωγής κυβερνήτης Δουκάκης αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, την ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν πενήντα χρόνια από το θάνατό τους «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι», πρόταση που αποσύρθηκε για την αποφυγή ευρύτερων πολιτικών αντιπαραθέσεων.
Το 2005, δημοσίευμα των LA Times11 έφερε στη δημοσιότητα γράμμα του γνωστού συγγραφέα και υπερασπιστή των δύο αντρών, Άπτον Σινκλέρ (Upton Sinclair), ο οποίος ανέφερε ότι ήταν ένοχοι βάσει πληροφορίας από τον δικηγόρο τους, Φρεντ Μουρ (Fred Moore). Ως αντίδραση ο συντηρητικός αρθρογράφος Τζόνα Γκόλντμπεργκ (Jonah Goldberg) σε κείμενό του εκφράζει ακριβώς τα αντιδραστικά επιχειρήματα που συντάσσονται και προωθούν την κρατική προπαγάνδα. Μέσα στον εμετικό λόγο του γίνεται η σύνδεση διάφορων αντίστοιχων υποθέσεων και αποκαλύπτεται η ευρύτερη στρατηγική του κράτους των ΗΠΑ. «Ο Σάκο κι ο Βαντσέτι έγιναν δεκανίκια μιας αναπαράστασης των παθών σχετικά με τα κακά των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1920 κι ο μύθος άντεξε στον χρόνο… Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι πόσο οικεία μοιάζει αυτή η ιστορία. Περίπου το ίδιο πράγμα συνέβη με την Έθελ και τον Τζούλιους Ρόζενμπεργκ, τους καταδικασμένους Σοβιετικούς κατασκόπους. Ο Άλγκερ Χις (Alger Hiss), ένας ογκόλιθος του φιλελεύθερου κατεστημένου της Ανατολικής Ακτής ήταν κατάσκοπος. Παρ’ όλα αυτά υποστηριζόταν από φιλελεύθερους που θεωρούσαν τον αντικομμουνισμό τουλάχιστον αδέξιο. Τη δεκαετία του 1960 οι άγιοι κι οι μάρτυρες ξεπετάγονταν με ταχύτερους ρυθμούς. «Λευτεριά στον Χιούι!» ήταν το σύνθημα και οι Αμερικάνοι φιλελεύθεροι και αριστεροί συγκεντρώνονταν μαζικά για τους Μαύρους Πάνθηρες κι άλλους εγκληματίες, τον έναν πιο δολοφονικό και πιο βάρβαρο από τον άλλο… (Κι αυτό παραλείπει τα ερωτικά ειδύλλια εξ αποστάσεως με τον Τσε Γκεβάρα, τον Φιντέλ Κάστρο κι άλλους δολοφόνους «μαχητές της ελευθερίας»). Τα τελευταία χρόνια τα ψέματα και η μυθοπλασία έχουν γίνει ίσως ακόμα πιο εξωφρενικά... Ο Μουμία Αμπού-Τζαμάλ είναι ένοχος, αλλά ας μην το πούμε σε κάποια αίθουσα σχολής… Οι «Δέκα του Χόλιγουντ» ήταν μια πολύπλοκη ομάδα, αλλά ήταν κομμουνιστές, ακόμα και σταλινικοί. «Δεν έχει σημασία» είπαν οι φιλελεύθεροι. «Ας μείνει ο μύθος».12 
Ο Χάουαρντ Ζιν (Howard Zinn) απάντησε σε συνέντευξή του σε ερώτηση για το συγκεκριμένο άρθρο ότι «…είναι κατανοητό κάποιος που είναι δεξιός κι επομένως ξεκινάει με την προϋπόθεση ότι οι αριστεροί είναι λάθος να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο στοιχείο. Όπως είπα και πριν, αυτό το στοιχείο μπορεί να εγείρει ερωτήματα, όπως έχει συμβεί πολλές φορές, για το ζήτημα αν ήταν αθώοι ή ένοχοι, αλλά με κανέναν τρόπο δεν αποδυναμώνει τα επιχειρήματα των φιλελεύθερων ή των ριζοσπαστών, που είναι κι ο πιο κρίσιμος παράγοντας, καθώς το επιχείρημα είναι ότι η δικαιοσύνη σ’ αυτή τη χώρα δεν λειτουργεί το ίδιο για τους ριζοσπάστες, τους έγχρωμους, τους φτωχούς, τους μετανάστες. Αυτή η θεμελιώδης κριτική του συστήματος που υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι και οι ριζοσπάστες παραμένει σταθερή, ασχέτως της ενοχής ή της αθωότητας κάποιου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση».13
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η υπόθεση ακόμα και σήμερα, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, ξεσηκώνει έντονες διαμάχες και πολιτική αντιπαράθεση. Κι αυτό γιατί όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν για το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων», για τη ματαιότητα της προσπάθειας για κοινωνική απελευθέρωση και τα αντίθετα αποτελέσματα που φέρνουν δήθεν ξεπερασμένες ιδέες, ο αγώνας ενάντια στην αδικία της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου παραμένει πάντα επίκαιρος. Γιατί ούτε οι αιτίες που την προκαλούν έχουν εκλείψει ούτε η ίδια η φύση του συστήματος έχει μεταβληθεί. Ποιος αλήθεια θυμάται τα ονόματα των δικαστών που καταδικάζουν υποθέσεις σαν αυτή; Ποιος θυμάται το όνομα του κάθε δήμιου; Εκτός από διάφορα θλιβερά υπολείμματα του νεοφασιστικού φυράματος και του ακραίου συντηρητισμού, τα ονόματά τους έχουν λησμονηθεί. Αντίθετα, ονόματα σαν αυτά του Σάκο και του Βαντσέτι μένουν χαραγμένα στη λαϊκή και αγωνιστική μνήμη γιατί αντιπροσωπεύουν τις μάχες των απλών ανθρώπων για ελευθερία.
Τέτοιες επέτειοι είναι από τη φύση τους λυπηρές. Δύο άνθρωποι εκτελέστηκαν λόγω της πίστης τους στα αναρχικά ιδανικά, λόγω του γεγονότος ότι ήταν μετανάστες εργάτες. Η ιστορία τους είναι η ιστορία των απανταχού καταπιεσμένων. Τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Αμερική αλλά και ολόκληρο τον κόσμο μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ έδειξαν ότι η αδικία, η καταπίεση, ο ρατσισμός είναι υπαρκτά γεγονότα. Η ιστορία τους, όμως, είναι και η δική μας ιστορία. Το κυνήγι ενάντια στους αναρχικούς, στους επαναστάτες, σε όσους αντιστέκονται δεν έχει πάψει. Μπορεί να προσπάθησαν να εξαφανίσουν την επαναστατική απειλή, αλλά αυτή θα είναι πάντα εκεί, πάντα πολεμώντας ενάντια στην εξουσία και στην καταπίεση, πάντα προσπαθώντας να εξαφανίσει μια και καλή την αδικία, την ανισότητα, τη φτώχεια. Για να μπορέσουν να ανασάνουν οι άνθρωποι, για να καταφέρουν να απελευθερωθούν από τα δεσμά που τους στραγγαλίζουν αιώνες τώρα, για μια κοινωνία ελεύθερη και ίση. Οι μορφές μπορεί να αλλάζουν, ο αγώνας όμως μένει ο ίδιος, αυτός για την κοινωνία των ελεύθερων ίσων, της αναρχίας και του κομμουνισμού.

1 Howard Zinn, A Power Governments Cannot Suppress, City Lights, 2006.

2 «Σε γράμμα του, ο Τζον Μ. Κάμποτ (John M. Cabot), συνταξιούχος πρέσβης των ΗΠΑ, δήλωσε τη «μεγάλη  αγανάκτησή» του κι επισήμανε ότι η επιβεβαίωση της θανατικής καταδίκης από τον κυβερνήτη Φούλερ έγινε μετά από ειδική επανεξέταση από «τρεις από τους πιο διακεκριμένους κι αξιοσέβαστους πολίτες της Μασαχουσέτης – τον πρύτανη Λόουελ (Abbott Lawrence Lowell) του Χάρβαρντ, τον πρύτανη Στράτον (Samuel Wesley Stratton) του ΜΙΤ και τον πρώην δικαστή Γκραντ (Robert Grant).. Ο Χέιγουντ Μπρουν (Heywood Broun), ο οποίος έγραψε στη στήλη του στην εφημερίδα New York World  αμέσως αφότου η επιτροπή του κυβερνήτη παρουσίασε την έκθεσή της, έβλεπε διαφορετικά αυτούς τους τρεις «διακεκριμένους κι αξιοσέβαστους πολίτες». Έγραψε: «Δεν είναι κάθε κρατούμενος τόσο τυχερός να έχει έναν πρύτανη του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ να ασχολείται μαζί του… Αν πρόκειται για λιντσάρισμα, τουλάχιστον ο πωλητής ψαριών κι ο φίλος του ο εργοστασιακός εργάτης μπορούν να αγαλλιάσουν στις ψυχές τους, από τη στιγμή που βρίσκονται στα χέρια αντρών με βραδινά σακάκια και ακαδημαϊκούς τήβεννους»,  στο Howard Zinn, ό.π.

3 Bartolomeo Vanzetti, Η ιστορία μιας προλεταριακής ζωής, Ελευθεριακές Εκδόσεις Κουρσάλ, 2014, σ.11-12, 17.

4 Bartolomeo Vanzetti, ό.π., σ. 24-25.

5 Howard Zinn, ό.π.

6 Andrew Cornell, For a World Without Oppressors, U.S. Anarchism from the Palmer Raids to the Sixties, σ. 88.

7 Andrew Cornell, ό.π., σ. 98-106.

http://libcom.org/history/reexamining-sacco-vanzetti-case-howard-zinn

The Passion of Sacco and Vanzetti: A Global History.

10 The New York Times, 27.08.1927.

11 Sinclair Letter Turns Out to Be Another Expose, LA Times, 24.12.2005.

12 Jonah Goldberg, The Clay Feet of Liberal Saints, National Review, 06.01.2006.

13 https://libcom.org/history/reexamining-sacco-vanzetti-case-howard-zinn