Με αφορμή τη συμπλήρωση 93 χρόνων από την εκτέλεση των αναρχικών Σάκο και Βαντσέτι στις 23 Αυγούστου 1927 στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ δημοσιεύουμε μια σειρά κειμένων. Το συγκεκριμένο εξαιρετικά επίκαιρο απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χάουαρντ Ζιν A Power Governments Cannot Suppress (2006).
Πενήντα χρόνια μετά τις εκτελέσεις των Ιταλών μεταναστών Σάκο και Βαντσέτι, ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Δουκάκης δημιούργησε μια επιτροπή για να κρίνει την αμεροληψία της δίκης και το πόρισμα ήταν ότι οι δύο άντρες δεν έλαβαν μια δίκαιη δίκη. Αυτό προκάλεσε μια μικρή θύελλα στη Βοστόνη.
Σε γράμμα του, ο Τζον Μ. Κάμποτ (John M. Cabot), συνταξιούχος πρέσβης των ΗΠΑ, δήλωσε τη «μεγάλη αγανάκτησή» του κι επισήμανε ότι η επιβεβαίωση της θανατικής καταδίκης από τον κυβερνήτη Φούλερ (Alvan Tufts Fuller) έγινε μετά από ειδική επανεξέταση από «τρεις από τους πιο διακεκριμένους κι αξιοσέβαστους πολίτες της Μασαχουσέτης – τον πρύτανη Λόουελ (Abbott Lawrence Lowell) του Χάρβαρντ, τον πρύτανη Στράτον (Samuel Wesley Stratton) του ΜΙΤ και τον πρώην δικαστή Γκραντ (Robert Grant)».
Ο Χέιγουντ Μπρουν (Heywood Broun), ο οποίος έγραψε στη στήλη του στην εφημερίδα New York World αμέσως αφότου η επιτροπή του κυβερνήτη παρουσίασε την έκθεσή της, έβλεπε διαφορετικά αυτούς τους τρεις «διακεκριμένους κι αξιοσέβαστους πολίτες». Έγραψε: «Δεν είναι κάθε κρατούμενος τόσο τυχερός να έχει έναν πρύτανη του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ να ασχολείται μαζί του… Αν πρόκειται για λιντσάρισμα, τουλάχιστον ο πωλητής ψαριών κι ο φίλος του ο εργοστασιακός εργάτης μπορούν να αγαλλιάσουν στις ψυχές τους, από τη στιγμή που βρίσκονται στα χέρια αντρών που φορούν βραδινά σακάκια και ακαδημαϊκούς τήβεννους».
Ο Χέιγουντ Μπρουν, ένας από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους του 20ού αιώνα δεν μακροημέρευσε ως αρθρογράφος της New York World.
Το πεντηκοστό έτος μετά την εκτέλεση, οι New York Times ανέφεραν ότι: «ακυρώθηκαν τα πλάνα του δημάρχου Μπέμε (Abraham David Beame) να ανακηρύξει την επόμενη Τρίτη ως Μέρα Σάκο και Βαντσέτι σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η αντιπαράθεση, είπε χθες ένας εκπρόσωπος του δημαρχείου».
Πρέπει να υπάρχει κάποιος καλός λόγος γιατί μια υπόθεση πενήντα ετών, σήμερα εβδομηνταπέντε, προκαλεί τέτοια συναισθήματα. Θεωρώ ότι αυτό γίνεται επειδή το να μιλάμε για τους Σάκο και Βαντσέτι αναπόφευκτα αναδεικνύει ζητήματα που μας προβληματίζουν και σήμερα: το σύστημα δικαιοσύνης μας, τη σχέση μεταξύ του πολεμικού παροξυσμού και των ατομικών ελευθεριών και το πιο βασανιστικό απ’ όλα, τις ιδέες του αναρχισμού, δηλαδή τον αφανισμό των εθνικών συνόρων κι επομένως του πολέμου, την εξάλειψη της φτώχειας και τη δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατίας.
Η υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι αποκάλυψε με τους σκληρότερους όρους ότι οι ευγενείς λέξεις που είναι χαραγμένες πάνω από τις αίθουσες των δικαστηρίων μας («Ισότητα στη Δικαιοσύνη Ενώπιον του Νόμου» – "Equal Justice Before the Law") υπήρξαν πάντα ψεύτικες. Αυτοί οι δύο άντρες, ο πωλητής ψαριών και ο τσαγκάρης, δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν δίκαια από το αμερικάνικο σύστημα, γιατί δεν αποδίδεται με τον ίδιο τρόπο δικαιοσύνη στους φτωχούς και στους πλούσιους, στους ντόπιους και σε όσους γεννήθηκαν στο εξωτερικό, στους ορθόδοξους και στους ριζοσπάστες, στους λευκούς και στους έγχρωμους. Κι ενώ η αδικία μπορεί να εκδηλώνεται σήμερα με πιο διακριτικούς και πιο σύνθετους τρόπους απ’ όσο το έκανε στις τραχιές συνθήκες της υπόθεσης των Σάκο και Βαντσέτι, η ουσία της όμως παραμένει η ίδια.
Στην περίπτωσή τους, η μεροληψία ήταν σκανδαλώδης. Δικάζονταν για ληστεία και για φόνο, αλλά στα μυαλά και στην συμπεριφορά του εισαγγελέα, του δικαστή και των ενόρκων, το σημαντικότερο για τους δύο κατηγορούμενους ήταν, όπως το έθεσε ο Άπτον Σινκλέρ (Upton Sinclair) στο αξιόλογο μυθιστόρημά του Boston, «βρωμοϊταλοί» (wops), ξένοι, φτωχοί εργαζόμενοι, ριζοσπάστες.
Εδώ είναι ένα δείγμα της αστυνομικής ανάκρισης (του Σάκο): «Είσαι νόμιμος; – Όχι. – Είσαι κομμουνιστής; – Όχι. – Είσαι αναρχικός; – Όχι. – Πιστεύεις στην κυβέρνησή μας; – Ναι, κάποια πράγματα τα προτιμώ διαφορετικά.
Τι σχετικό είχαν αυτές οι ερωτήσεις με τη ληστεία μιας βιομηχανίας παπουτσιών στο Σάουθ Μπρέιντρι (South Braintree) της Μασαχουσέτης και με τον πυροβολισμό ενός ταμία κι ενός φύλακα;
Ο Σάκο φυσικά έλεγε ψέματα. Όχι, δεν είμαι κομμουνιστής. Όχι, δεν είμαι αναρχικός. Γιατί να πει ψέματα στην αστυνομία; Γιατί ένας Εβραίος να πει ψέματα στην Γκεστάπο; Γιατί ένας μαύρος στη Νότια Αφρική να πει ψέματα σ’ αυτούς που τον ανακρίνουν; Γιατί ένας αντιφρονών στη σοβιετική Ρωσία να πει ψέματα στη μυστική αστυνομία; Γιατί όλοι τους ξέρουν ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη γι’ αυτούς.
Έχει υπάρξει ποτέ δικαιοσύνη στο αμερικάνικο σύστημα για τους φτωχούς, τους έγχρωμους, τους ριζοσπάστες; Όταν οι οκτώ αναρχικοί του Σικάγο καταδικάστηκαν σε θάνατο μετά τις ταραχές του Χεϊμάρκετ το 1886 (τις αστυνομικές ταραχές, με άλλα λόγια), αυτό έγινε επειδή υπήρχε οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ αυτών και της βόμβας που πετάχτηκε ανάμεσα στις αστυνομικές δυνάμεις; Δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος στοιχείου. Ήταν επειδή υπήρξαν ηγέτες του αναρχικού κινήματος στο Σικάγο.
Όταν ο Γιουτζίν Ντεμπς (Eugene Debs) και χίλιοι ακόμα άνθρωποι στάλθηκαν στη φυλακή κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου με τον Νόμο κατά της Κατασκοπείας (Espionage Act), αυτό έγινε επειδή ήταν ένοχοι ή επειδή ήταν κατάσκοποι; Σε καμία περίπτωση. Ήταν σοσιαλιστές που εκφράστηκαν ανοιχτά εναντίον του πολέμου. Επιβεβαιώνοντας τη δεκαετή ποινή του Ντεμπς, ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου Όλιβερ Γουέντελ Χολμς (Oliver Wendell Holmes) έκανε ξεκάθαρο τον λόγο που έπρεπε ο Ντεμπς να πάει φυλακή. Παρέθεσε από τα λόγια του Ντεμπς: «η άρχουσα τάξη ήταν αυτή που πάντα κήρυττε τους πολέμους, η κατώτερη τάξη αυτή που πάντα έδινε τις μάχες».
Ο Χολμς, που τόσο θαυμάζεται ως ένας από τους σπουδαίους φιλελεύθερους νομικούς, έκανε ξεκάθαρα τα όρια του φιλελευθερισμού, τους περιορισμούς που θέτει ένας εκδικητικός εθνικισμός. Αφότου είχαν εξαντληθεί όλες οι εφέσεις των Σάκο και Βαντσέτι, η υπόθεση ήρθε ενώπιον του Χολμς, που ηγούταν του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αρνήθηκε να επαναεξετάσει την υπόθεση, συμφωνώντας έτσι με την προηγούμενη ετυμηγορία.
Στην εποχή μας η Έθελ κι ο Τζούλιους Ρόζενμπεργκ στάλθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα. Έγινε επειδή ήταν ένοχοι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι παρέδωσαν ατομικά μυστικά στη Σοβιετική Ένωση ή έγινε επειδή ήταν κομμουνιστές, όπως έκανε ξεκάθαρο ο εισαγγελέας, με την έγκριση του δικαστή; Μήπως έγινε επειδή η χώρα βρισκόταν εν μέσω μιας αντικομμουνιστικής υστερίας, οι κομμουνιστές είχαν πάρει την εξουσία στην Κίνα, υπήρχε πόλεμος στην Κορέα και το βάρος όλων αυτών μπορούσε να μεταφερθεί σε δύο Αμερικάνους κομμουνιστές;
Γιατί ο Τζορτζ Τζάκσον (George Jackson) στην Καλιφόρνια καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης για μια ληστεία 70 δολαρίων και μετά πυροβολήθηκε μέχρι θανάτου από τους φρουρούς; Έγινε επειδή ήταν φτωχός, μαύρος και ριζοσπάστης;
Μπορεί ένας μουσουλμάνος σήμερα να ελπίζει στην αμεροληψία της δικαιοσύνης ενώπιον του νόμου μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα του «πολέμου ενάντια στον τρόμο»; Γιατί τον γείτονά μου στον επάνω όροφο, έναν σκουρόχρωμο Βραζιλιάνο που θα μπορούσε να μοιάζει με μουσουλμάνο από τη Μέση Ανατολή τον σταμάτησε η αστυνομία με το αμάξι του, ενώ δεν είχε παραβιάσει κανένα νόμο και τον ανέκρινε και τον εξευτέλισε;
Γιατί τα δύο εκατομμύρια των ανθρώπων που βρίσκονται στις αμερικάνικες φυλακές και τα έξι εκατομμύρια που έχουν αποφυλακιστεί υπό όρους, που βρίσκονται υπό επιτήρηση ή υπό παρακολούθηση, προέρχονται δυσανάλογα από τον πληθυσμό των έγχρωμων και των φτωχών; Μια έρευνα έδειξε ότι το 70% των ανθρώπων στις φυλακές της πολιτείας της Νέας Υόρκης προέρχεται από εφτά γειτονιές στην πόλη της Νέας Υόρκης – γειτονιές που επικρατεί η φτώχεια και η απελπισία.
Η ταξική αδικία διαπερνά κάθε δεκαετία, κάθε αιώνα της ιστορίας μας. Κατά τη διάρκεια της υπόθεσης των Σάκο και Βαντσέτι, ένας πλούσιος άντρας στην κωμόπολη Μίλτον (Milton), νότια της Βοστόνης, πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνδρα που μάζευε καυσόξυλα στην ιδιοκτησία του. Πέρασε οκτώ μέρες στη φυλακή και μετά αφέθηκε με εγγύηση και δεν του ασκήθηκε κάποια δίωξη. Ο εισαγγελέας την αποκάλεσε μια «δικαιολογημένη ανθρωποκτονία». Ένας νόμος για τον πλούσιο, ένας νόμος για τον φτωχό – ένα διαρκές χαρακτηριστικό του συστήματος δικαιοσύνης μας.
Αλλά η φτώχεια τους δεν ήταν το κύριο έγκλημα των Σάκο και Βαντσέτι. Ήταν Ιταλοί, μετανάστες, αναρχικοί. Ήταν λιγότερο από δύο χρόνια μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Είχαν διαδηλώσει εναντίον του πολέμου. Είχαν αρνηθεί να καταγαγούν στον στρατό. Είδαν να αυξάνεται η υστερία εναντίον των ριζοσπαστών και των ξένων, αρκεί να παρατηρήσουμε τις εφόδους που πραγματοποίησαν οι πράκτορες του γενικού εισαγγελέα Πάλμερ (Alexander Mitchell Palmer) του Υπουργείο Δικαιοσύνης, οι οποίοι εισέβαλαν σε σπίτια στη μέση της νύχτας χωρίς εντάλματα, κράτησαν ανθρώπους σε απομόνωση και τους έδειραν με ρόπαλα και γκλομπ.
Στη Βοστόνη, 500 άνθρωποι συνελήφθησαν, τους πέρασαν μαζί αλυσίδες και τους ανάγκασαν να περπατήσουν στους δρόμους. Ο Λουίτζι Γκαλεάνι (Luigi Galleani), εκδότης της αναρχικής εφημερίδας Cronaca Sovversiva, στην οποία ήταν συνδρομητές οι Σάκο και Βαντσέτι, εντοπίστηκε στη Βοστόνη κι απελάθηκε με συνοπτικές διαδικασίες.
Κάτι ακόμα πιο τρομακτικό είχε συμβεί. Ένας αναρχικός σύντροφος των Σάκο και Βαντσέτι, ένας τυπογράφος που ονομαζόταν Αντρέα Σαλσέντο (Andrea Salsedo), ο οποίος ζούσε στη Νέα Υόρκη, απήχθη από μέλη του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (χρησιμοποιώ τη λέξη «απήχθη» για να περιγράψω την παράνομη αρπαγή ενός προσώπου) και κρατήθηκε στα γραφεία του FBI στον 14ο όροφο του κτιρίου της Παρκ Ρόου (Park Row). Σύμφωνα με έναν συγκρατούμενό του, δεν τον άφησαν να καλέσει την οικογένειά του, τους φίλους του ή κάποιον δικηγόρο και τον ανέκριναν και τον έδειραν. Κατά τη διάρκεια της όγδοης βδομάδας κράτησής του, στις 3 Μαΐου 1920, το σώμα του Σαλσέντο βρέθηκε πολτοποιημένο στο πεζοδρόμιο κόντα στο κτίριο της Παρκ Ρόου και το FBI ανακοίνωσε ότι είχε αυτοκτονήσει πηδώντας από το παράθυρο του δωματίου του 14ου ορόφου στο οποίο τον κρατούσαν. Αυτό έγινε ακριβώς δύο μέρες πριν συλληφθούν οι Σάκο και Βαντσέτι.
Γνωρίζουμε σήμερα ως αποτέλεσμα αναφορών του Κογκρέσου το 1975 για το πρόγραμμα COINTELPRO του FBI με το οποίο πράκτορες του FBI εισέβαλαν σε σπίτια ανθρώπων και σε γραφεία, έβαζαν παράνομους κοριούς, εμπλέκονταν σε πράξεις βίας μέχρι το σημείο του φόνου, ενώ συνεργάστηκαν με την αστυνομία του Σικάγο στη δολοφονία δύο ηγετών των Μαύρων Πανθήρων το 1969. Το FBI και η CIA έχουν παραβιάσει επανειλημμένα τον νόμο. Δεν υπάρχει καμιά τιμωρία γι’ αυτούς.
Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για να έχουμε πίστη ότι οι ατομικές ελευθερίες των ανθρώπων σ’ αυτή τη χώρα θα προστατευτούν μέσα στην ατμόσφαιρα υστερίας που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στο εσωτερικό υπάρχει ο εγκλεισμός των μεταναστών, η κράτηση επ’ αόριστον, οι απελάσεις και οι μη εξουσιοδοτημένες οικιακές παρακολουθήσεις. Στο εξωτερικό υπάρχουν οι εκτελέσεις χωρίς δίκη, τα βασανιστήρια, οι βομβαρδισμοί, ο πόλεμος και η στρατιωτική κατοχή.
Παρομοίως, η δίκη των Σάκο και Βαντσέτι ξεκίνησε αμέσως μετά την Ημέρα Εθνικής Μνήμης (Memorial Day), ενάμιση χρόνο μετά το όργιο θανάτου και πατριωτισμού που ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν οι εφημερίδες ακόμα δονούνταν από τον ήχο των τυμπάνων και την εθνικιστική ρητορική.
Δώδεκα μέρες μετά την έναρξη της δίκης, οι εφημερίδες ανέφεραν ότι τα νεκρά σώματα τριών στρατιωτών μεταφέρθηκαν από τα πεδία μάχης της Γαλλίας στην πόλη του Μπρόκτον (Brockton) κι ότι ολόκληρη η πόλη είχε ετοιμαστεί για μια πατριωτική τελετή. Όλα αυτά βρίσκονταν σε εφημερίδες που το σώμα των ενόρκων θα μπορούσε να διαβάσει.
Ο Σάκο επανεξετάστηκε από τον εισαγγελέα Κάτζμαν (Frederick G. Katzmann): «Αγαπούσες αυτή τη χώρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας βδομάδας του Μαΐου του 1917; – Αυτό είναι κάτι αρκετά δύσκολο να το εκφράσω με μια λέξη, κ. Κάτζμαν. – Υπάρχουν δύο λέξεις που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε, κύριε Σάκο, ναι ή όχι. Ποιο απ’ τα δύο είναι; – Ναι. – Και προκειμένου να δείξετε την αγάπη σας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όταν στράφηκαν σε σας ως στρατιώτη εσείς δραπετεύσατε στο Μεξικό;»
Στην αρχή της δίκης ο δικαστής Θάγιερ (Webster Thayer), ο οποίος μιλώντας σε έναν γνωστό του από το γκολφ, αναφέρθηκε στους κατηγορούμενους κατά τη διάρκεια της δίκης ως «εκείνοι οι αναρχικοί μπάσταρδοι», είπε στους ενόρκους: «Κύριοι, σας απευθύνομαι για να προσφέρετε την υπηρεσία αυτή που έχετε κληθεί να εκτελέσετε με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού, θάρρους και αφοσίωσης στο καθήκον, όπως επιδεικνύουν τα αγόρια μας που είναι στρατιώτες στο εξωτερικό».
Τα πνεύματα οξύνθηκαν από μια βόμβα που εξερράγη στο σπίτι του γενικού εισαγγελέα Πάλμερ κατά τη διάρκεια του πολέμου -όπως αντίστοιχα συναισθήματα απελευθερώθηκαν με τη βία της 11ης Σεπτεμβρίου- δημιουργώντας μια τεταμένη ατμόσφαιρα η οποία έθεσε σε κίνδυνο τις ατομικές ελευθερίες.
Οι Σάκο και Βαντσέτι συνειδητοποίησαν ότι οποιαδήποτε νομικά επιχειρήματα κι αν έβρισκαν οι δικηγόροι τους, αυτά δεν θα υπερίσχυαν έναντι της πραγματικότητας της ταξικής αδικίας. Ο Σάκο είπε στο δικαστήριο σχετικά με την απόφαση: «Ξέρω ότι η απόφαση θα είναι μεταξύ δύο τάξεων, της τάξης των καταπιεσμένων κι αυτής των πλουσίων… Γι’ αυτό κάθομαι σήμερα σ’ αυτό το έδρανο, γιατί ανήκω στην τάξη των καταπιεσμένων».
Αυτή η άποψη μοιάζει δογματική, απλουστευτική. Δεν εξηγούνται όλες οι δικαστικές αποφάσεις βάσει αυτής. Αλλά, καθώς λείπει μια θεωρία που να ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις, η απλή και ισχυρή θέση του Σάκο αποτελεί σίγουρα έναν καλύτερο οδηγό για την κατανόηση του νομικού συστήματος από κάποια που το θεωρεί μια δίκη ως μια διαμάχη μεταξύ ίσων, η οποία βασίζεται σε μια αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας.
Ο Βαντσέτι ήξερε ότι τα νομικά επιχειρήματα δεν θα τους έσωζαν. Αυτός κι ο φίλος του Σάκο θα πέθαιναν, εκτός κι αν ένα εκατομμύριο Αμερικάνοι οργανώνονταν. Όχι με λόγια, αλλά με αγώνα. Όχι με εκκλήσεις, αλλά με αιτήματα. Όχι με αιτήσεις προς τον κυβερνήτη, αλλά με καταλήψεις των εργοστασίων. Όχι ρίχνοντας λάδι στη μηχανή ενός δήθεν δίκαιου συστήματος για να δουλέψει αυτό καλύτερα, αλλά με μια γενική απεργία για την ακινητοποίηση αυτής της μηχανής.
Αυτό δεν έγινε ποτέ. Χιλιάδες διαδήλωσαν, συμμετείχαν σε πορείες και σε διαμαρτυρίες, όχι μόνο στη Νέα Υόρκη, στη Βοστόνη, στο Σικάγο, στο Σαν Φραντσίσκο αλλά και στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Μπουένος Άιρες, στη Νότια Αφρική. Δεν ήταν αρκετό. Τη νύχτα της εκτέλεσής τους, χιλιάδες διαδήλωσαν στο Τσαρλστάουν (Charlestown), αλλά κρατήθηκαν μακριά από τη φυλακή από τεράστιες αστυνομικές δυνάμεις. Οι διαδηλωτές συνελήφθησαν. Υπήρχαν πολυβόλα στις ταράτσες και τεράστιοι προβολείς που σάρωναν το σημείο.
Στις 23 Αυγούστου 1927 ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε στην Πλατεία Γιούνιον (Union Square). Μερικά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα τα φώτα της φυλακής χαμήλωσαν καθώς οι δύο άντρες εκτελέστηκαν με ηλεκτροπληξία. Η εφημερίδα New York World περιέγραψε τη σκηνή: «Το πλήθος αντέδρασε πλαντάζοντας στο κλάμα. Γυναίκες λιποθύμησαν σε δεκαπέντε ή είκοσι διαφορετικά σημεία. Άλλες, επίσης καταβεβλημένες, έπεσαν στο κράσπεδο κι έβαλαν τα κεφάλια τους μέσα στα χέρια τους. Οι άντρες στηρίζονταν ο ένας στους ώμους του άλλου κι έκλαιγαν».
Το πραγματικό τους έγκλημα ήταν η πίστη τους στον αναρχισμό, σε μια ιδέα που ακόμα και σήμερα μας ξαφνιάζει σαν μια αστραπή, λόγω της ουσιαστικής της αλήθειας: είμαστε όλοι ένα, τα εθνικά σύνορα και τα εθνικά μίση πρέπει να εξαφανιστούν, ο πόλεμος είναι ανυπόφορος, οι καρποί της γης πρέπει να μοιράζονται και μόνο μέσω του οργανωμένου αγώνα εναντίον της εξουσίας μπορεί να προκύψει ένας τέτοιος κόσμος.
Αυτό που μένει σε μας σήμερα από την υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι δεν είναι μόνο η τραγωδία αλλά και μια έμπνευση. Τα αγγλικά τους δεν ήταν τέλεια, αλλά όταν τα μιλούσαν ήταν σαν ένα είδος ποίησης. Ο Βαντσέτι είπε για τον φίλο του τον Σάκο:
«Ο Σάκο είναι μια καρδιά, μια πίστη, ένας χαρακτήρας, ένας άνθρωπος· ένας άντρας εραστής της φύσης και της ανθρωπότητας. Ένας άντρας που τα έδωσε όλα, που τα θυσίασε όλα στην υπόθεση της ελευθερίας και της αγάπης του για την ανθρωπότητα: λεφτά, ξεκούραση, τους επίγειους στόχους του, την ίδια του τη γυναίκα, τα παιδιά του, τον εαυτό του και την ίδια του τη ζωή… Ω ναι, μπορεί, όπως το έχουν θέσει κάποιοι, να είμαι πιο μελαγχολικός, να είμαι περισσότερο φλύαρος απ’ αυτόν, αλλά πάρα πολλές φορές όταν ακούω την εγκάρδια φωνή του ηχεί ένα μεγαλείο πίστης, αναλογιζόμενος την υπέρτατη θυσία του, ενθυμούμενος τον ηρωισμό του, νιώθω μικρός, μικρός μπροστά στην παρουσία του μεγαλείου του και βρίσκομαι αναγκασμένος να κρατήσω τα δάκρυα στα μάτια μου, να κάνω την καρδιά μου πέτρα, να πνίξω τους λυγμούς του λαιμού μου για να μην κλάψω ενώπιον του – κι αυτός ο άνθρωπος αποκαλείται αρχηγός και δολοφόνος και καταδικασμένος».
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι ήταν αναρχικοί, κάτι που σημαίνει ότι είχαν μια τρελή αντίληψη μιας πραγματικής δημοκρατίας, στην οποία δεν θα υπήρχαν ούτε ξένοι ούτε φτώχεια και πίστευαν ότι χωρίς τις συγκεκριμένες προκλήσεις, ο πόλεμος μεταξύ των εθνών θα τελείωνε για πάντα. Αλλά για να γίνει αυτό θα έπρεπε να πολεμηθούν οι πλούσιοι και τα πλούτη τους να κατασχεθούν. Η αναρχική ιδέα είναι ένα έγκλημα πολύ χειρότερο από τη ληστεία μιας μισθοδοσίας κι έτσι μέχρι και σήμερα η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι δεν γίνεται να ανακληθεί στη μνήμη με απάθεια.
Ο Σάκο έγραψε στον γιο του Ντάντε: «οπότε, γιε μου, να είσαι δυνατός για να μπορείς να παρηγορήσεις τη μητέρα σου… Πήγαινέ την έναν μακρύ περίπατο στην ήσυχη εξοχή, μάζεψε μερικά αγριολούλουδα εδώ κι εκεί, ξεκουραστείτε κάτω από τη σκιά των δέντρων. Αλλά πάντα να θυμάσαι, Ντάντε, σ’ αυτό το παιχνίδι της ευτυχίας, μην τα χρησιμοποιείς όλα μόνο για τον εαυτό σου… Βοήθησε τον διωκόμενο και το θύμα γιατί αυτοί είναι οι καλύτεροί σου φίλοι… Σ’ αυτόν τον αγώνα της ζωής θα βρεις περισσότερη αγάπη και θα αγαπηθείς κι εσύ».
Κι όμως, αυτό που τους καταδίκασε ήταν ο αναρχισμός τους, η αγάπη τους για την ανθρωπότητα. Όταν συνελήφθη ο Βαντσέτι είχε ένα φυλλάδιο στην τσέπη του που προπαγάνδιζε μια συνάντηση που θα γινόταν σε πέντε μέρες. Είναι ένα φυλλάδιο που θα μπορούσε να μοιραστεί σήμερα σε όλον τον κόσμο και να είναι το ίδιο επίκαιρο με τότε. Έγραφε:
«Έχεις πολεμήσει σε όλους τους πολέμους. Έχεις δουλέψει για όλους τους καπιταλιστές. Έχεις περιπλανηθεί σε όλες τις χώρες. Έχεις δρέψει τους καρπούς της εργασίας σου, την αξία κάθε νίκης σου; Σε παρηγορεί το παρελθόν σου; Σου χαμογελάει το παρόν σου; Σου υπόσχεται τίποτα το μέλλον; Έχεις βρει ένα κομμάτι γης όπου να μπορείς να ζήσεις σαν άνθρωπος και να πεθάνεις σαν άνθρωπος; Για όλα αυτά τα ερωτήματα, τα επιχειρήματα και για το συγκεκριμένο θέμα, για τον αγώνα για επιβίωση, θα μιλήσει ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι».
Αυτή η συνάντηση δεν έγινε ποτέ. Αλλά το πνεύμα υπάρχει ακόμα και σήμερα στους ανθρώπους που πιστεύουν κι αγαπάνε κι αγωνίζονται σε όλο τον κόσμο.