Από το νέο φορολογικό νομοσχέδιο στην επιχειρούμενη αλλαγή του ποινικού κώδικα
«Το ζήτημα είναι», είπε η Αλίκη,
«αν μπορείτε να κάνετε τις λέξεις
να σημαίνουν τόσα διαφορετικά πράγματα».
«Το ζήτημα είναι», απάντησε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ,
«ποιος θα είναι το αφεντικό, αυτό είναι όλο».
-Lewis Carroll-
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία βιώνει μια άνευ προηγούμενου επίθεση μέσα από πλήθος αντικοινωνικών αναδιαρθρώσεων, ενώ προσπαθεί να ανταπεξέλθει στην επί σειρά ετών βίαιη φτωχοποίηση και εκμετάλλευση που την έχουν καταδικάσει οι πολιτικές ενός συστήματος που προσφέρει στους έχοντες και κατακρεουργεί τους μη έχοντες. Από την υγεία και τη διάλυση του ΕΣΥ, την ιδιωτικοποίηση της παιδείας και την καταστολή μέσα στους εκπαιδευτικούς χώρους, την όξυνση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και την εντατικοποίηση των όρων εργασίας μέχρι την ακραία ακρίβεια σε τρόφιμα, μετακίνηση, στέγαση και θέρμανση. Το φάσμα της ανέχειας δεν έρχεται, βρίσκεται ήδη εδώ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έρχεται και το νέο φορολογικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, το οποίο μπορεί να κατατάσσει όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους στην κατηγορία των φοροφυγάδων, όμως το μόνο σίγουρο είναι το ότι αυτό που το διαπερνά κάθετα είναι η ταξικότητα. Εν προκειμένω και όσον αφορά τον κλάδο των δικηγόρων θα ήταν άστοχο να θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποια ενιαιότητα των συμφερόντων τους αλλά και της επίθεσης που δέχονται μέσω του εν λόγω νομοσχεδίου. Και σε αυτό το σημείο είναι βασικό να δούμε ποιο είναι το καθεστώς εργασίας πολλών νέων δικηγόρων. Έτσι έχουμε και λέμε, ένας νέος δικηγόρος, και δη κάποιος που δεν έχει γονείς στον κλάδο, μπορεί να εργάζεται σε συνθήκες μισθωτής εργασίας αλλά αναγκάζεται να είναι με μπλοκάκι και άρα να μη δικαιούται δώρων, να πληρώνει μόνος του τις ασφαλιστικές του εισφορές και φυσικά να μην δικαιούται αποζημίωσης. Αν συνυπολογίσουμε ότι ενδέχεται να αμείβεται με πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά του κατώτατου μισθού και ότι είναι επιβαρυμένος με την καταβολή φπα και φόρου επιτηδεύματος, πολύ εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα οτι με δυσκολία βγάζει τα προς το ζην ή ότι δουλεύει για να ασφαλίζεται και για την "εμπειρία". Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις νέων δικηγόρων που αμείβονται λίγο περισσότερο από τον κατώτατο μισθό, αλλά με ωράριο που ενδέχεται να αγγίζει τις 12 ώρες ή και με εργασία τα σαββατοκύριακα, δηλαδή χωρίς καθόλου ελεύθερο χρόνο.
Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο θεσπίζει το τεκμαρτό στα εισοδήματα των δικηγόρων, δηλαδή ότι όλοι ανεξαιρέτως έχουν ως ελάχιστη αμοιβή τον κατώτατο μισθό, οποίος υπολογίζεται σε 14 μήνες, με τη διαφορά ότι τα εισοδήματά τους φορολογούνται από το πρώτο ευρώ και ότι για τον εν λόγω κλάδο οι μήνες είναι 12 και όχι 14 με τα δώρα -που μάλλον πρέπει να κάνουν οι ίδιοι στον εαυτό τους-. Έτσι ερχόμαστε στο σημείο όπου ένα μεγάλο μέρος των δικηγόρων, είτε των νέων που είναι οι πιο σκληρά εκμεταλλευόμενοι είτε όσων δεν βγάζουν τα εισοδήματα που θεσπίζει το νέο φορολογικό, να είναι αναγκασμένοι είτε να κλείσουν τα βιβλία τους, είτε να πληρώνουν τους φόρους με δική τους ζημία για όσο ακόμα μπορούν, είτε να οδηγηθούν να στελεχώσουν τη βιομηχανία των δικηγορικών εταιρειών.
Θα μπορούσαμε να μείνουμε σε αυτό το σημείο αλλά θα ήταν κοντόφθαλμο αν δεν αναφέρουμε ότι η εξέλιξη αυτή σε ένα βάθος χρόνου θα πλήξει και όσους δέχονται υπηρεσίες δικηγόρων. Σε ένα περιβάλλον, όπου οι περισσότεροι δικηγόροι θα εργάζονται σε δικηγορικές εταιρίες, όποιος χρειαστεί τη συνδρομή τους θα βρίσκεται αντιμέτωπος με την αγορά και τις τιμές των εταιρειών. Δηλαδή αν έχεις χρήματα και μπορείς να ανταπεξέλθεις στις τιμές που θα καθορίσουν οι εταιρείες, τότε θα μπορείς να έχεις και νομική συμβουλή και υπεράσπιση.
Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο ουσιαστικά στοχεύει όσους έχουν πολύ χαμηλά εισοδήματα, σε οποιαδήποτε κατηγορία βρίσκονται ανάλογα με τα χρόνια άσκησης του επαγγέλματος. Για όσους εργάζονται εως 6 έτη και έχουν ετήσιο εισόδημα μικρότερο των 10.000 ευρώ τότε φορολογούνται με 1.102,4 ευρώ, μια μεταβολή της τάξης +29,8% σε σχέση με το 2022. Αν όμως το ετήσιο εισόδημά τους είναι 20.000 τότε ο φόρος υπολογίζεται στα 3.100, δηλαδή -8,7% συγκριτικά με το 2022. Το ίδιο συμβαίνει και στις κατηγορίες των 7-9 ετών, 10-12 ετών και 12+ ετών εργασίας. *τα ποσοστά έχουν υπολογιστεί με τον κατά το ήμισυ μειωμένο φόρο επιτηδεύματος. Η μείωση του οποίου έχει εξαγγελθεί πως θα γίνει σταδιακά μέσα στο 2024.
Συνεπώς αυτό που χτυπιέται στην πραγματικότητα με αυτό το νομοσχέδιο δεν είναι η φοροδιαφυγή ή το μεγάλο κεφάλαιο, αλλά όσοι ανήκουν στη κατηγορία των χαμηλότερων εισοδημάτων (νέοι δικηγόροι, χαμηλά αμειβόμενοι, που δεν έχουν δικό τους γραφείο ή έτοιμη πελατεία από γονείς ή όσοι επιλέγουν να εργάζονται τόσο όσο ώστε να ζουν - καθώς και ο ελεύθερος χρόνος είναι ένα σημαντικό επίδικο, που τείνει να εκμηδενιστεί-) και για τους οποίους αυτό που δρομολογείται είναι η ακόμα πιο ακραία ταξική εκμετάλλευση.
Η ενιαιότητα, λοιπόν, της επίθεσης και των συμφερόντων, όπως αναφέρθηκε αρχικά δεν υφίσταται. Υφίσταται, όμως, η ταξική ανισότητα εντός του κλάδου και η στοχευμένη εκ του νομοσχεδίου επίθεση στους χαμηλά αμειβόμενους. Είναι αναγκαία η ανάδειξη των διαφορών, η κατανόησή τους και φυσικά η διεκδίκηση από πλευράς των πιο εκμεταλλευόμενων να μην περάσει αυτό το νομοσχέδιο αλλά και η ανατροπή των υφιστάμενων όρων εργασίας. Ο αγώνας ενάντια στο νομοσχέδιο οφείλει να είναι ταξικός και όσοι τον δίνουν από κοινού οφείλουν να βρίσκονται στο πλάι όλων όσοι αγωνίζονται απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης, πλάι στους αγώνες για μια κοινωνία ισότητας, ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
*
"Μετά από τόσα χρόνια δικαιωματισμού ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε τους φιλήσυχους πολίτες"
υπ. Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης
Μπροστά σε μια συνθήκη ανέχειας που διαπερνά το σύνολο της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, με πολιτικές αναδιαρθρώσεων σε όλους τους τομείς, που οδηγούν σε ένα ασφυκτικό αλλά και εκρηκτικό περιβάλλον την κοινωνική βάση, έρχεται ως επακόλουθο και η εκ νέου μεταβολή του ποινικού κώδικα. Μια μεταβολή που θα μπορούσαμε να πούμε ότι καταλαμβάνει πολύ περισσότερο έδαφος μέσα στην ίδια τη ζωή, απ' όσο θα θέλαμε να νομίζουμε.
Κάποιες από τις αλλαγές του αφορούν την ίδια τη σύνθεση του δικαστηρίου, δηλαδή την κατάργηση των τριμελών πλημμελειοδικείων και πενταμελών εφετείων. Η “αιτιολογική βάση” για αυτή την αλλαγή μπορεί να είναι η δυσαναλογία των εκκρεμών υποθέσεων προς εκδίκαση και του αριθμού των δικαστών αλλά στην πραγματικότητα αυτό που πρόκειται να συμβεί είναι ότι πλέον μια μονομελής σύνθεση θα αποφασίζει για το αν ένας κατηγορούμενος θα οδηγηθεί στη φυλακή ή όχι, ενώ εκ των πραγμάτων αν σχεδόν όλα τα πλημμελήματα πηγαίνουν στο μονομελές ο κατηγορούμενος δεν θα έχει το δικαίωμα της προσφυγής. Ταυτόχρονα θεσπίζεται η αυστηροποίηση των ποινών "για την μείωση της εγκληματικότητας". Η εγκληματικότητα παρά τις ήδη αυξημένες ποινές δεν μειώθηκε, το αντίθετο μάλιστα. Καθώς θα ήταν αφελές να την συναρτήσουμε με την προβλεπόμενη ποινή και όχι με τις συνθήκες που διαμορφώνονται από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Σχετικά με τις αναβολές προβλέπεται η μείωσή τους και πιο συγκεκριμένα αναβολή θα μπορεί να ζητηθεί μόνο μια φορά. Δεύτερη αναβολή προβλέπεται μόνο για λόγους υγείας, που θα πιστοποιούνται από δημόσιο νοσοκομείο. Ακόμα προβλέπεται οι δίκες σε πρώτο και δεύτερο βαθμό να γίνονται χωρίς την παρουσία μαρτύρων της αστυνομίας αλλά να αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους στο στάδιο της προδικασίας, εκτός αν κριθεί αναγκαία η κατάθεσή τους στο ακροατήριο. Έτσι δεν θα υπάρχει η δυνατότητα να γίνονται ερωτήσεις ή να επισημαίνονται διάφορες ανακολουθίες μεταξύ των καταθέσεων στην προδικασία και στο ακροατήριο, κάτι το οποίο ουκ ολίγες φορές έχουμε συναντήσει, αλλά έχει αποτελέσει σημαντικό στοιχείo για να καταπέσει ένα κατηγορητήριο. Ακόμα μια σημαντική αλλαγή του ποινικού κώδικα αποτελεί η κατάργηση της αναστολής για ποινές άνω των 3 ετών, με αποτέλεσμα οι καταδικασθέντες να οδηγούνται στη φυλακή. Οι ποινές θα αναστέλλονται μόνο αν δεν υπάρχει υποτροπή και η καταδίκη είναι εως ένα έτος. Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή από 1-2 έτη ή θα πληρώνει ή θα παρέχει κοινωφελή εργασία, ενώ αν καταδικαστεί σε ποινή 2-3 ετών θα οδηγείται στη φυλακή για ένα διάστημα και για το υπόλοιπο είτε θα οφείλει χρηματική ποινή είτε θα εργάζεται. Η μεταβολή αυτή θα οδηγήσει από τη μια στην αύξηση του αριθμού των κρατουμένων (στις ήδη ασφυκτικά γεμάτες φυλακές, όπου άνθρωποι στοιβάζονται σε άθλιες συνθήκες) και την εισαγωγή των ιδιωτικών φυλακών στο "παιχνίδι" και από την άλλη ανοίγεται διάπλατα το φάσμα της απλήρωτης εργασίας.
Η πρόταση αυτή, του νέου ποινικού κώδικα, αποτελεί ακραία επίθεση στα δικαιώματα των κατηγορουμένων και δη αυτών που είτε ανήκουν στα φτωχά κοινωνικά στρώματα είτε που στοχοποιούνται λόγω της δράσης και του λόγου τους, που λογίζονται ως επικίνδυνοι όχι απέναντι στην κοινωνία, αλλά απέναντι σε ένα σύστημα αδικίας και εκμετάλλευσης, δηλαδή σε αυτούς που συνεχίζουν να αγωνίζονται για έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις, καταπίεση, φτώχεια και θάνατο.
Δικηγόρος, υπό του κατώτατου