Είναι πρωί, λίγες ώρες μετά το ξημέρωμα.
Εκείνη, με έντονη νευρικότητα,
πίνει καφέ πλάι στο σκονισμένο παράθυρο.
Ανοίγει το ημερολόγιο με τις κίτρινες σελίδες.

Δώδεκα χρόνια πριν, σαν σήμερα,
τα λόγια της ξεκάθαρα.
Παρά το ξεθωριασμένο μελάνι,
παρά το παλιωμενο χαρτί.
"Σήμερα σκότωσαν τον Αλέξη. Σήμερα οι μπάτσοι σκότωσαν ένα δεκαπενταχρονο παιδί".
Απευθείας, νιώθει έναν κόμπο στην καρδιά.
Στρέφει προς τα πίσω το κεφάλι και με το βλέμμα στο σαλόνι χαζεύει για λίγα λεπτά την κόρη της που πηγαίνει πια γυμνάσιο.
Θα μπορούσε να είναι εκείνη.

Ο κόμπος σφίγγει ακόμα πιο πολύ μέσα της.
Αρπάζει κάτι ψιλά που από χθες είχε αφήσει στο τραπέζι.
"Να πάρω έστω δύο λουλούδια", σιγοψιθυριζει..
"Να βγω στον δρόμο, να βρω έναν τρόπο να βγω.."

Κι ύστερα,
εκεί στην γωνία πέφτει πάνω στους εκτελεστές,
πάνω στα αιματοβαμμενα χέρια.
Η γωνία που δώδεκα χρόνια πριν ποτισε τα κόκκινα όνειρα των χτυπημενων,
των κατατρεγμενων, των οργισμένων...
σήμερα κρύβεται από μια ντουζίνα δολοφόνων.

Τι κι αν την χλευασαν, τι κι αν την έσπρωξαν μακριά,
εκείνη ακούμπησε με βλέμμα σταθερό και σίγουρο τα κόκκινα τριαντάφυλλα στο πεζούλι, πλάι στο χαμόγελο του μικρού αγοριού και έφυγε με τα μάτια υγρά και θολωμένα.

Τι κι αν τα άσπρα κράνη που έκρυβαν τον ήλιο πάτησαν τα λιγοστά λουλούδια κάτω,
τι κι αν τα περιφρονησαν,
τι κι αν τα σκορπισαν ψηλά μέχρι την Κωλεττη..
Τόσα και τόσα άλλα λουλούδια σε κάθε άκρη της πόλης παλεύουν να ξεπροβάλουν, να γεννηθούν ξανά.
Στον βρεγμένο δρόμο, στα υγρά πεζοδρόμια, στις γωνίες και τις γκριζωπές πλατείες.
Λουλούδια με φωνές και γροθιές υψωμένες που πάντα θα αφήνουν σπόρους γύρω τους και θα πληθαίνουν.


Ακούτε;
Θα πληθαίνουν!