ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, το 1993, που η Κατερίνα Γώγου έφυγε, μα δεν ξεχάστηκε. Για τους πολλούς περνά και θα εξακολουθήσει να περνά από τις οθόνες τους σαν η αιώνια υπηρετριούλα και το έξαλλο πλουσιοκόριτσο στις μαυρόασπρες ταινίες της Finos films. Για κάποιους άλλους είναι οι στίχοι της που σηματοδοτούν μια ολόκληρη εποχή άρνησης κι ακόμα μας μιλούν πότε με ψιθύρους και πότε ουρλιάζοντας. Κάποιοι ρομαντικοί κι αλαφροϊσκιωτοι φίλοι της ίσως να την νιώθουν καμιά φορά να περνοδιαβαίνει σα σκιά στην πλατεία Εξαρχείων και στη Ναυαρίνου στη Θεσσαλονίκη.
Κανείς απ΄όσο γνωρίζω δεν έγραψε μια βιογραφία της και δεν σκοπεύω βέβαια να το κάνω εγώ εδώ, ένα μικρό αφιέρωμα μόνο στη μνήμη της. Αν είναι να μιλήσει κανείς για την Κατερίνα ας το κάνει καλύτερα κάποιος που τη γνώρισε καλά και βαθιά και ας βιαστεί, γιατί κι οι φίλοι της, “τα μαύρα πουλιά”, είναι βιαστικοί σαν εκείνη, όπως ο Γιάννης Σκανδάλης που έφυγε ένα χρόνο μετά από εκείνη...
Ίσως όμως και να μην έχει σημασία, όπως έλεγε η Κατερίνα οι ρίζες δεν είναι για να επιστρέφουμε σ’ αυτές, αλλά για να βγάζουν κλαδιά...
Εγώ πάντως θα θυμάμαι πάντα με στενοχώρια μια στιγμή, χαμένη τώρα στο χρόνο. Ήρθε στην κατάληψη ΛΚ37 κι ήθελε να μείνει μαζί μας, αλλά οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν και πικράθηκε... Πέρασε καιρός. Τα νέα της δεν ήταν καλά. Μια δίψα, μια απέραντη λαχτάρα για τη ζωή, βυθισμένη στην παραζάλη και την καταστροφή...
Κάποτε, δεν θυμόμουν ακριβώς κι έψαξα να το βρω, ήταν 6 Οκτώβρη του ‘93, έφθασε ξαφνικά η είδηση του θανάτου της. Σαν αέρας πέρασε και έφυγε, βάζοντας μόνη τέλος στη ζωή της.
Στην κηδεία της οι πιο αταίριαστοι άνθρωποι. Κομμάτια μιας ζωής στο θέατρο και το σινεμά, την ποίηση και τους δρόμους...
Η Κατερίνα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Από πέντε χρονών εμφανιζόταν σε παιδικούς θιάσους. Σπούδασε θέατρο στις σχολές του Κ. Κουν και του Τ. Μουζενίδη καθώς και χορό. Έπαιξε πρώτους και δεύτερους ρόλους σε δεκάδες μαυρόασπρες ταινίες κυρίως της Finos films. Στο θέατρο έπαιξε με πολλούς θιάσους, τελευταία φορά το 1979 με την Έ. Λαμπέτη στη "Φιλουμένα Μαρτουράνο".
Αποτραβήχτηκε κι έζησε με την κόρη της -κι αργότερα μόνη- σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, στο Γκάζι, στην Κυψέλη αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Εξέδωσε τα βιβλία "Τρία κλικ αριστερά" (1978), "Ιδιώνυμο" (1980), "Το ξύλινο παλτό" (1982), "Απόντες" (1986), "Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών" (1988), “Νόστος” (1990), και πρωταγωνίστησε στις ταινίες του Π. Τάσιου "Βαρύ Πεπόνι" (1977) και "Παραγγελιά" (1980) -όπου ακούγεται συγκλονιστική η φωνή της να απαγγέλλει- και “Όστρια” (1984) του Α. Θωμόπουλου στην οποία συνέγραψε το σενάριο.
Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, "Η Κατερίνα Γώγου έκανε ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι “ποιητές” έκαναν δημόσιες σχέσεις. Πάνω απ' όλα ήταν η ίδια ποίηση. Ανάμεσα σε χάπια, ποτά, σβησμένα τσιγάρα, φτωχογειτονιές, προδοσίες...". Κι όπως προσθέτει ο ίδιος, η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και γι' αυτό σπάνια γίνονταν γι' αυτήν αναφορές στα ΜΜΕ. Ο Τ. Χυτήρης, ποιητής και πρώην υπουργός είχε χαρακτηρίσει την Κατερίνα σαν την "Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων".
Σταχυολογώντας από τη νεκρολογία της στον τύπο της εποχής διαβάζουμε αποσπάσματα συνεντεύξεων της. Το 1986, έλεγε : "Δεν θέλω να γίνω μελό, δεν πουλάω τα παιδικά μου χρόνια, ούτε τα πρόσφατα ... Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; Είμαι μάχιμη. Ουαί και αλίμονο αν αυτό δεν είναι ναί στη ζωή ... Έγραφα γιατί ήταν μια αναγκαιότητα για μένα. Μια κίνηση για να μην αυτοκτονήσω ... Τώρα μου έχει περάσει. Δεν θέλω να αυτοκτονήσω, έχω φύγει από αυτό ... Αισθάνομαι ανασφαλής γιατί βγαίνω και μιλάω χωρίς να έχω τίποτα, χωρίς να ανήκω πουθενά ..."
Εκείνη την εποχή η ασυμβίβαστη Κατερίνα είχε μηνύσει τον Αρκουδέα για άγριο ξυλοδαρμό στο θέατρο Λυκαβηττού από την αστυνομία.
Και το 1991 έλεγε: " Έχω ένα παράπονο... Άκου το. Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζώσα είμαι εγώ...".
Μα πιο πολύ μιλούν γι’ αυτήν τα ποιήματά της γεμάτα από πόνο, οργή, πάθος και απέραντη ευαισθησία... Γιατί πάνω από όλα, η Κατερίνα Γώγου είναι ποιήτρια, μια ξεχωριστή φωνή μέσα στην ποίηση, η “αιώνια έφηβος, η οργισμένη, η πιο σπαρακτικά ραγισμένη φωνή της γενιάς της”. Μια φωνή που αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από τους ανυπότακτους νέους κάθε εποχής.
Και δεν ξεχάστηκε ποτέ...
Οra Νihil, Δεκ. 2005
______________________
Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.
...............................................................
Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει
μ’αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά
είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-
ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει
γυρίζει γυρίζει γυρίζει
...............................................................
Άσπρη είναι η αρία φύλη
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.
...............................................................
Σ’ όσους σπάσανε και σ΄όσους κρατάνε
Κουρελιασμένοι απ' τ' αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δω
και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία στην τελετουργία των
ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής σκέπασε
οριστικά τις βυθισμένες πόλεις.
...............................................................
Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
πούχουν στο κατώι πύλινα δοχεία
λίγη ώρα μακρυά απ’ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό είν’ όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα.
Άλλα έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα
γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα "μη χάνεσαι"
και συ μου είπες "ναι μωρέ"
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου "μωρέ".
...............................................................
25 Μαΐου.
Ένα πρωί
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ’ όνειρο της επανάστασης
μες στην απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες στην απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις-
Προβοκάτορας.
...................................................................
Κάνω προσπάθεια να “γράψω”...
Του λόγου μου το αληθές, όταν διαβάζεις
αυτές τις γραμμές
Θα 'ναι να 'χω πετάξει.
Στις αράδες μου μπλέκονται
αγριοφράουλες και βατομουριές
χιλιόμετρα που πέφτουν επάνω μου δε μ'
αφήνουν να προχωρήσω...
Αυτός ο κατακερματισμένος μανδύας,
σκισμένος από αέρηδες
κι από βροχές, αυτός ο άσπρος
σταλαγμίτης το σώμα μου
μπλέκεται μέσα στα ανυπόδετα πόδια μου,
εκθέτει τη χωρίς
ανθρώπινη ανταπόκριση ψυχή μου.
Κάνω προσπάθεια να γράψω...
Οι δρόμοι της πολυαγαπημένης πόλης
μου, φίδια τώρα της γνώσης
μου παραδώσανε της πόλης τα κλειδιά, με
εκπαιδεύσανε με μάθανε
όσο με σφίγγουνε ν' ανοίγομαι, τώρα με
σφίγγουνε, ανοίγω...
Τώρα σε λίγο δε θα μπορέσεις να με
πιάσεις πια, αν μπορέσεις
κυνήγα με, δε θα με βρείς στους δρόμους
της πια, με προφυλάνε
με κρύβουνε ανεβαίνω...
Σε λίγο αν κοιτάξεις λυπημένος το βράδυ
στον ουρανό ψηλά
θα 'μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο
θα πέφτω.
Ίσως κάνω λάθος που θέλω να γράψω για
να κρατηθώ.
είναι ίσως γιατί νωμίζω πως δεν πρόλαβα
να πώ Ευχαριστώ
κι αντί για πεφτάστρο που πρέπει να γίνω
και να χαθώ
σαν άνθρωπος αντίθετα ακόμα να
σκέφτομαι
και θέλω ρόδο αγάπης να γίνω...
Αναδημοσίευση από το Αναρχικό Δελτίο, νο 37, Δεκέμβρης 2005