Μια πρώτη μετεκλογική αποτίμηση

Με περίπου δύο μήνες να έχουν περάσει από τις τελευταίες εκλογές, μπορούμε να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα, να εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο σε ορισμένες αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια των τελευταίων διαδικασιών της Αναρχικής Πολιτικής Οργάνωσης (6ο Συνέδριο, 5ο Ελευθεριακό Φεστιβάλ Κοινωνικής, Ταξικής, Διεθνιστικής Αλληλεγγύης) και να αγγίξουμε το φάσμα των προοπτικών για το μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, στόχος του συγκεκριμένου κειμένου είναι να εστιάσει στο ζήτημα της οργάνωσης κι όχι σε κάποια μετεκλογική ανάλυση, η οποία έχει τον ρόλο της εισαγωγής σε μια ευρύτερη πολιτική συγκυρία.
Καταρχάς, το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαίωσε μια σειρά πραγμάτων, κατ’ ακολουθία παρόμοιων διεργασιών που συντελούνται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Αρχικά, επισφραγίστηκε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το πέρασμα από ένα διαχειριστικό μοντέλο δικομματισμού σ’ αυτό μιας αδιαμφισβήτητης και ακλόνητης μονοκομματικής κρατικής διαχείρισης. Το πρότερο μοντέλο, το οποίο κυριάρχησε κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, άρχισε να κλονίζεται ήδη από την εξέγερση του 2008, η οποία έδειξε μια προοπτική η οποία δεν μπορούσε να ελεγχθεί από καμιά δύναμη ενσωμάτωσης των διαφόρων κομματικών μηχανισμών της καθεστωτικής αριστεράς και ο κλονισμός αυτός έγινε αρκετά βαθύτερος τα χρόνια που ακολούθησαν με το ξέσπασμα μιας κρίσης σε πολλαπλά επίπεδα η οποία κορυφώθηκε την περίοδο 2010-2012. Όλο αυτό το διάστημα που ακολούθησε μέχρι σήμερα δοκιμάστηκαν -και απέτυχαν- διάφορα μοντέλα κρατικής διαχείρισης από κυβερνήσεις συνεργασίας που εμπεριείχαν όλο το πολιτικό φάσμα μέχρι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις, φτάνοντας στην κατ’ επίφαση «αριστερή» διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που βασίστηκε σε μια σειρά προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί από μερίδα της κοινωνικής βάσης και καπηλεύτηκε την κινηματική ορμή των προηγούμενων χρόνων, εκμεταλλευόμενη προφανώς και την απουσία σημαντικών οργανωτικών δομών του αναρχικού κινήματος (οι οποίες εκείνα τα χρόνια έκαναν τα πρώτα τους βήματα), του πιο δυναμικού κομματιού όλης αυτής της κοινωνικής κινητοποίησης. Η τράπουλα ανακατεύτηκε πολλές φορές, διάφορες συνταγές δοκιμάστηκαν, όλες τους απέτυχαν όπως ήταν αναμενόμενο, επιφέροντας βαριές συνέπειες για τις ζωές και τις συνθήκες διαβίωσης των πληβειακών στρωμάτων.
Αυτό που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι μια σταθερή και ατράνταχτη επιλογή των κυρίαρχων στρωμάτων σχετικά με το μοντέλο κρατικής διαχείρισης. Ενός μοντέλου σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το οποίο βασίζεται ιδεολογικά στο δόγμα της «μη εναλλακτικής», ελέγχει απόλυτα το σύνολο των ΜΜΕ, βασίζεται σ’ έναν ολοένα και αυξανόμενο στρατό καταστολής που χτυπάει με μανία κάθε εστία κοινωνικής και ταξικής αντίστασης, την ίδια ώρα που οι ζωές συγκεκριμένων πληθυσμών (Ρομά, μετανάστες) χάνουν την αξία τους και μπορούν ανά πάσα στιγμή να αφαιρεθούν. Στηρίζεται μεν στον κλασικό κορμό του ελληνικού συντηρητισμού και της ακροδεξιάς παράδοσης (εκκλησία, πελατειακά δίκτυα κτλ.), έχει δε την ευελιξία να αφομοιώνει και να ενσωματώνει διεκδικήσεις καταπιεσμένων κοινοτήτων που δεν αναπτύσσονται προς μια επαναστατική ή τουλάχιστον ριζοσπαστική κατεύθυνση, δηλαδή δίπλα σε υπουργούς με σκληρό ακροδεξιό-ναζιστικό παρελθόν φιγουράρουν πολιτικοί που δηλώνουν ανοιχτά την ομοφυλοφιλία τους. Ο λόγος της εξουσίας αλλάζει, οι τακτικές και οι μέθοδοί της το ίδιο, επομένως πρέπει να ανιχνεύσουμε αυτές τις αλλαγές και τα καινούρια μοντέλα που ανακύπτουν, προκειμένου να οργανώσουμε καλύτερα τις αντιστάσεις μας και τις κινήσεις μας.
Επίσης, επιβεβαιώθηκε μια σταθερή καθίζηση των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων κατ’ αντιστοιχία με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ενώ υπήρξε και μια σημαντική άνοδος των δυνάμεων της ακροδεξιάς. Το τελευταίο ήταν απολύτως αναμενόμενο και δεν ξέρουμε γιατί εξέπληξε τόσο πολύ κόσμο, δεδομένου ότι οι κινητοποιήσεις με ακροδεξιά χροιά του προηγούμενου διαστήματος είτε πρόκειται για τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό είτε για τις συγκεντρώσεις ενάντια στους εμβολιασμούς κτλ. κάπου έπρεπε να εκβάλουν πολιτικά και δεν γινόταν όλο αυτό να εκφραστεί μόνο μέσω του κυβερνώντος κόμματος. Το ζήτημα είναι να δούμε και να αναλύσουμε περαιτέρω τα χαρακτηριστικά αυτών των σχηματισμών και κυρίως να αντιμετωπίσουμε την επιρροή τους ιδιαίτερα στις λαϊκές συνοικίες των πόλεων, όπου το σημαντικό είναι να αυξήσουμε εμείς και να καθιερώσουμε την παρουσία μας εκεί κι όχι να κάνουμε «πυροτεχνηματικού» τύπου κινήσεις. Ένας σημαντικός παράγοντας επίσης είναι το ποσοστό της αποχής, το οποίο όπως ήδη εκφράστηκε από διάφορες τοποθετήσεις των συλλογικοτήτων της ΑΠΟ, δεν μας λέει τίποτα αν δεν συνδυαστεί με δομές κοινωνικής αυτοοργάνωσης από τα κάτω, με την περαιτέρω οργάνωση στη βάση σε όλα τα επίπεδα. Θα ήταν αφελές να πανηγυρίζαμε γι’ αυτό, όπως αντίστοιχα κάνει το Κομμουνιστικό Κόμμα με το παραπάνω 2% που πήρε. Η πραγματική αντιπολίτευση έτσι κι αλλιώς γίνεται στον δρόμο.

Το ζήτημα της οργάνωσης στο σήμερα: μια υπαρκτή πραγματικότητα

Κι εδώ προφανώς ερχόμαστε στο κομβικό ζήτημα που είναι αυτό της οργάνωσης των αναρχικών στο σήμερα. Στον ελλαδικό χώρο η οργανωτική προσπάθεια είναι κάτι σχετικά καινούριο (χωρίς να παραβλέπουμε φυσικά τις προσπάθειες που έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες) κι είναι λογικό να συναντά προβλήματα λόγω του γεγονότος αυτού, αλλά παράλληλα είναι κι άλλες τόσες οι προοπτικές που ανοίγονται μπροστά της. Παρατηρούμε όλο και περισσότερο το ζήτημα της οργάνωσης να επανέρχεται στον κινηματικό διάλογο, κάποιες φορές με όρους είτε μη συλλογικούς είτε που απαξιώνουν ή δεν αναφέρουν καν το οργανωτικό μοντέλο της ΑΠΟ, θεωρώντας το ως αποτυχημένο, είτε προωθώντας δυστυχώς διάφορες αφορμαλιστικές θεωρήσεις που απαξιώνουν την συντονισμένη πολιτική και κοινωνική παρέμβαση των αναρχικών.
Αρχικά, θα πρέπει να διευκρινίσουμε το τι εννοούμε ως οργάνωση: Μια οργάνωση μελών; Μια ομοσπονδία συλλογικοτήτων; Ένα πολιτικό μέτωπο ομάδων και ατόμων; Μια οργανωμένη σύγκρουση; Μια συνέλευση που ξεκινάει στην ώρα της; Τι απ’ όλα αυτά; Έπειτα, πρέπει να δούμε τι έχει συμβεί ως σήμερα, από ποια θέση μιλάει ο καθένας και τι προτείνει. Καλές οι νέες και φρέσκιες προσπάθειες, αλλά οι πολιτικές προτάσεις δεν πέφτουν από τον ουρανό, δεν ξεκινάνε όλα από το μηδέν, τουναντίον υφαίνονται από το κλωστήριο της κινηματικής εμπειρίας, της αυτοκριτικής, της συμμετοχής στους αγώνες, των λαθών που κάνουμε αλλά κυρίως μέσα από τη δέσμευση και την ευθύνη γι’ αυτά που λέμε και γι’ αυτά που κάνουμε. Κι αυτό ακριβώς είναι το σημαντικότερο όταν μιλάμε για οργάνωση: δέσμευση, ευθύνη, ταπεινότητα, δουλειά μυρμηγκιού, μακριά από εντυπωσιασμούς και κινήσεις που γίνονται απλώς για να γίνουν. Ο Δεκέμβρης του ’08 και η περίοδος που ακολούθησε αυτού έδειξαν ακριβώς τόσο τη δυναμική του αναρχικού κινήματος και την επικαιρότητα των ελευθεριακών ιδανικών όσο και το έλλειμμα πολιτικής συγκρότησης των δυνάμεων του αναρχικού κινήματος, με τα διάφορα ρεφορμιστικά κομμάτια εκ αριστερών να εκμεταλλεύονται το γεγονός αυτό και να αντλούν ανενόχλητα πολιτική υπεραξία υπό τον μανδύα της «μη πολιτικής» και της «μη ιδεολογίας». Γι’ αυτό ακριβώς και η ΑΠΟ είναι παιδί του Δεκέμβρη, επειδή αποτέλεσε το ώριμο προϊόν μιας ενδελεχούς και αυτοκριτικής ανάλυσης σχετικά με το πώς θα πάει μπροστά ο ευρύτερος αντικρατικός αγώνας και το ίδιο το αναρχικό κίνημα.
Ένα δεύτερο επίπεδο είναι προφανώς η ίδια η οργανωτική δουλειά. Το ενιαίο σχέδιο, η σύνδεση των επιμέρους αγώνων και πεδίων, η παρέμβαση σ’ αυτά ως αναρχικοί κι όχι η εξαφάνισή μας μέσα σε απολίτικες λογικές στα πλαίσια του «κοινωνικού», οι οποίες έχουν δείξει πολλάκις πόσο αφομοιώσιμες είναι από τις διάφορες δυνάμεις του ρεφορμισμού και της ενσωμάτωσης. Άλλο πράγμα είναι η επίκληση στην κοινωνική επανάσταση κι άλλο πράγμα η αγνόηση της πολιτικής εκ μέρους μας, σαν να μην υπάρχει. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος αλλαγής των συνειδήσεων των αγωνιστών, δημιουργίας μιας νέας κουλτούρας, η οποία θα μπολιάζει τα παλιά αγωνιστικά στοιχεία με αυτά της συνεπούς κοινωνικής και λαϊκής απεύθυνσης, της δουλειάς σε όλα τα πεδία, της ηθικής διάπλασης, της πραγματικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Μόνο έτσι αντιμετωπίζονται παθογένειες όπως τα διευρυμένα δίκτυα κουτσομπολιού και της εύπεπτης κριτικής, τα οποία ανθίζουν μέσα στα αφορμαλιστικά πλαίσια και αποτελούν ακριβώς φυτώριο για διάφορες «περσόνες». Γιατί ακριβώς όταν η ευθύνη για το οτιδήποτε είναι συλλογική, τότε τα λόγια, οι πράξεις, οι κινήσεις μετριούνται πολύ καλύτερα, ενώ αλλάζει και η ευρύτερη σχέση ατόμου-συνόλου, καθώς το άτομο αναπτύσσεται μέσα από τη συλλογική συνύπαρξη και την προσφορά στο σύνολο κι όχι το αντίθετο, δηλαδή να απομυζά αυτό που θέλει και να εξαφανίζεται μετά από λίγο. Έτσι, μέσω της σταθερής και συνεπούς οργανωτικής δουλειάς, όχι μόνο ξεπερνιούνται τα εμπόδια που θέτει η σποραδική και σπασμωδική δράση, αλλά επίσης αφενός δίνει μια σημαντική μάχη απέναντι στον πάντα υπαρκτό κίνδυνο του ρεφορμισμού και της αφομοίωσης των αγώνων (όπως φάνηκε στις πρόσφατες κινητοποιήσεις στον καλλιτεχνικό χώρο) και αφετέρου, υπάρχει η δυνατότητα της ουσιαστικής αναβάθμισης και της όξυνσης του αγώνα σε περιπτώσεις όπου υπάρχει μια σημαντική συσπείρωση κόσμου στον δρόμο, όπως για παράδειγμα οι πορείες για το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη ή ο πνιγμός εκατοντάδων μεταναστών στην Πύλο.
Ένα τρίτο επίπεδο, επομένως, είναι ακριβώς η δημιουργία μιας νέας αγωνιστικής-αναρχικής ταυτότητας. Αυτό προφανώς δεν πρόκειται να γίνει μέσα σε μια μέρα, αλλά βρίσκεται σε απευθείας διάλογο και συνοδοιπορία με τις μέχρι τώρα οργανωτικές διαδικασίες. Γιατί οι διαδικασίες αυτές δεν αποτελούν μια θεωρητική άσκηση στο χαρτί, αλλά μια πραγματωμένη προσπάθεια, με σάρκα και οστά, με τα καλά και τα κακά της, με τη σημαντική συνεισφορά που έχει ως τώρα σε διάφορα πεδία του αναρχικού-αντικρατικού αγώνα και με τα λάθη τα οποία και προφανώς έγιναν και θα γίνουν. Μια σημαντική αλλαγή στην αγωνιστική ταυτότητα και κουλτούρα μπορεί να επέλθει μόνο αν κρατάει σφιχτά από το χέρι όλη αυτή την προσπάθεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε ούτε αγνοούμε άλλες αντιλήψεις που υπάρχουν εντός του κινήματος. Ίσα-ίσα, ο πλουραλισμός μπορεί να προσφέρει πολλά, αρκεί οι διαδικασίες να πραγματοποιούνται σε μια ειλικρινή-πολιτική βάση και να έχουν ως στόχο την προώθηση του αγώνα κι όχι την εκπλήρωση ατομικών επιδιώξεων και προσωπικών φιλοδοξιών.
Όσον αφορά όμως τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που έχουν μια αναφορά στον κοινωνικό αναρχισμό και στον ελευθεριακό κομμουνισμό, είναι στ’ αλήθεια σημαντικό αν όχι να πλαισιώσουν την οργανωτική προσπάθεια, τουλάχιστον να συμπράξουν πολιτικά με την κουλτούρα που αυτή φέρει, δηλαδή αυτή της συντονισμένης παρουσίας των αναρχικών σε όλα τα πεδία, της σταθερής παρουσίας τους εκεί με πολιτικά-ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, την προσπάθεια εντέλει αναβάθμισης του αναρχικού «χώρου» σε αναρχικό κίνημα. Μόνο έτσι θα αντιμετωπιστούν όλες οι παθογένειες που έχει συσσωρεύσει ανά τα χρόνια η παρουσία των αναρχικών στον ελλαδικό χώρο και οι οποίες έχουν άμεση συνάφεια τόσο με τη στιγμή της εμφάνισης του σύγχρονου αναρχικού κινήματος και του τρόπου συγκρότησής του όσο και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τόπου. Οι παθογένειες αυτές έχουν να κάνουν με την παροδικότητα των κινήσεων, τις αποσπασματικές δράσεις που δεν συνδέονται μεταξύ τους και οι οποίες δεν έχουν πίσω τους ούτε κάποια σκέψη ούτε κάποιον υπολογισμό σχετικά με τη χρησιμότητα, τις επιδράσεις ή τις επιπτώσεις τους, σχετικά την προώθηση του αγώνα σε τελική ανάλυση. Κι εδώ (και όχι μόνο) είναι που κρίνεται εντέλει το εγχείρημα της οργάνωσης, στο πώς αλλάζει συνθήκες και στο πώς αντιμετωπίζει ιδεοληψίες και πρακτικές που έχουν πλήξει σε τεράστιο βαθμό το αναρχικό κίνημα τα προηγούμενα χρόνια.
Κι αυτά είναι σημαντικό να αναφέρονται, γιατί πλέον δεν μπορούμε να πηγαίνουμε πάντοτε σύμφωνα με την πεπατημένη ούτε να ανακυκλώνουμε αβίαστα και ασυλλόγιστα όσα έκαναν οι αναρχικοί δεκαπέντε χρόνια πριν. Δεν βρισκόμαστε εκεί. Η συνθήκη σήμερα είναι κρίσιμη, το σύστημα αναδιαρθρώνεται με ταχύτατους ρυθμούς τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, συνθήκη που επιτάχυνε ιδιαίτερα το ξέσπασμα της πανδημίας. Μέσα στη συγκεκριμένη συνθήκη είναι λογικό να αναδιαρθρωθούν και τα χαρακτηριστικά των κινημάτων, κάτι που είναι ήδη ορατό στον ελλαδικό χώρο με μια σειρά νεοφιλελεύθερων, lifestyle αφηγημάτων να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να κοιτάμε στο μέλλον, να βλέπουμε το τι έρχεται, να μπορούμε να ανανεώνουμε τις θεωρίες και τις κινήσεις μας, αλλά όχι να πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων την εμπειρία των κινημάτων είτε αυτή μας έρχεται από εκατό χρόνια πριν είτε από δέκα. Εμπνεόμαστε από το παρελθόν και το εξετάζουμε προσεκτικά για να μάθουμε από τα λάθη μας, δημιουργούμε στο παρόν και αντιστεκόμαστε στην επίθεση κράτους και κεφαλαίου, κοιτάμε πάντα το μέλλον, αναλύοντας συλλογικά κι εξετάζοντας μεθοδικά αυτό που βρίσκεται μπροστά μας. Για να αλλάξει επιτέλους η τελείως ανισόρροπη αναλογία μεταξύ «οργανωμένων» και «ανοργάνωτων» που διαφαίνεται στα μαζικά αναρχικά μπλοκ. Για να δοθούν στον κόσμο του αγώνα περισσότερες δίοδοι συμμετοχής στο οργανωμένο αναρχικό κίνημα και προσφοράς στον ίδιο τον αγώνα μέσα από οριζόντιες διαδικασίες.
Η αναρχική οργάνωση στον ελλαδικό χώρο έχει κάνει τα πρώτα της σημαντικά και σταθερά βήματα τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια. Παραμένει ένα ανοιχτό στοίχημα και είναι ξεκάθαρα συνδεδεμένη με το τι χαρακτηριστικά θέλουμε εντέλει να έχει το κίνημα. Αν θέλουμε να προκρίνουμε τη συνέπεια, την κοινωνική απεύθυνση, τη δημιουργία δομών, την ηθική διάπλαση και την όξυνση του αγώνα, πρέπει και να επιλέξουμε τι είδους κίνημα θέλουμε. Στο χέρι μας είναι.