Τον τελευταίο χρόνο έχουμε έρθει αντιμέτωποι με μια σειρά μεταρρυθμίσεων και νομοσχεδίων, που στόχος τους είναι η προσαρμογή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των κρατικών αυτών επιδιώξεων αποτελεί η λέσχη του ΑΠΘ.
Παρόλο που η λέσχη του πανεπιστημίου λειτουργούσε τα προηγούμενα χρόνια σύμφωνα με τις δημόσιες ανάγκες (παρέχοντας δηλαδή δωρεάν σίτιση) από το 2013 παραχωρείται στα χέρια μεγάλων εργολαβικών εταιριών. Αυτό για το κράτος εξυπηρετεί έναν διττό ρόλο. Αφενός οδηγεί στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας – με συμβάσεις αορίστου χρόνου για τους εργαζόμενους και αμφίβολή την ανανέωση τους - και αφετέρου επιδιώκεται έμμεσα η μετατροπή της σίτισης σε ένα καλοπληρωμένο αγαθό.
Πιο συγκεκριμένα, εργολαβία και πρυτανικές αρχές μεθοδεύουν την ιδιωτικοποίηση της φοιτητικής μέριμνας βάζοντας σε εφαρμογή το μέτρο ‘κάρτα σίτισης’. Ουσιαστικά η κάρτα σίτισης αποτελεί ένα μέσο για τους κρατικούς μηχανισμούς να ελέγχουν την πρόσβαση των φοιτητών στην λέσχη του ΑΠΘ και να περιορίζουν τις διανομές φαγητού.
Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί πως η εργολαβία της λέσχης επικαλείται ορισμένα ‘αναγκαία’ κριτήρια που οφείλει να πληροί ένας φοιτητής, προκειμένου να δικαιούται την έκδοση της εν λόγω κάρτας. Οι προϋποθέσεις για δωρεάν σίτιση βασίζονται κατά κύριο λόγο στο οικογενειακό εισόδημα, το οποίο εμπεριέχει τόσο το φορολογητέο εισόδημα όσο και τα φορολογούμενα ποσά. Όλα αυτά – εννοείται- πως συνοδεύονται με μια ατελείωτη γραφειοκρατία και μια πληθώρα δικαιολογητικών που πρέπει να στείλει ο κάθε φοιτητής στη διοίκηση της λέσχης, η οποία εν συνεχεία θα αξιολογήσει κατά πόσο ο φοιτητής δικαιούται δωρεάν φαγητό.
Οι προβληματικές σε αυτό το σημείο είναι αρκετές. Από τη μια αναπάντητο παραμένει το ερώτημα κατά πόσο αυτή η ‘διαδικασία αξιολόγησης’ διατηρεί έναν αξιοκρατικό χαρακτήρα, ενώ από την άλλη δεν γίνεται λόγος για τους εκατοντάδες πρωτοετείς φοιτητές, οι οποίοι αυτομάτως αποκλείονται από την διαδικασία έκδοσης κάρτας, καθώς δεν έχουν ακόμα ενεργοποιήσει τον φοιτητικό ιδρυματικό λογαριασμό τους. Βασικότερη προβληματική ωστόσο αποτελεί το γεγονός ότι σταδιακά οι μη έχοντες κάρτα σίτισης θα πληρώνουν αντίτιμο, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο φαγητό της λέσχης (ένα μεθοδευμένο πρότυπο ιδιωτικοποίησης που ήδη βρίσκει εφαρμογές στις σχολές ΠΑΜΑΚ και ΔΙΠΑΕ).
Όσο κ’ αν προσπαθούν να παρουσιάσουν την κάρτα σίτισης ως ένα μέσο για ‘ηθικό’ διαμοιρασμό του χρήματος, εμείς γνωρίζουμε καλά πως δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά: περαιτέρω πανεπιστημιακός έλεγχος, εξάλειψη της φοιτητικής μέριμνας και προσαρμογή της λέσχης στις ανάγκες του κεφαλαίου.
Σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης και ακρίβειας, όπου οι τιμές στα βασικά αγαθά έχουνε φτάσει στα ύψη, κράτος και αφεντικά προσπαθούν να οξύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και να μετακυλήσουν την κρίση στις πλάτες της φοιτητικής μέριμνας. Το φαγητό δεν είναι εμπορεύσιμο αγαθό και η πρόσβαση στην σίτιση είναι κοινωνική ανάγκη όλων, όπου δεν χωράνε διακρίσεις, αξιολογήσεις και αποκλεισμοί. Ο δημόσιος χαρακτήρας του πανεπιστημίου αποτελεί ένα κεκτημένο αγώνα, το οποίο καμία εργολαβία και καμία διοίκηση δεν μπορεί να μας στερήσει. Κανένας έλεγχος και κανένας περιορισμός δεν θα γίνει ανεκτός. Με όπλο μας την αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη βάζουμε τις ανάγκες μας μπροστά και αρνούμαστε να ακολουθήσουμε τα πρότυπα ελέγχου και αποκλεισμού που προσπαθούν να μας επιβάλλουν.
Αναρχική Συνέλευση Φοιτητ(ρι)ών Quieta Movere