Σαν σήμερα στις 26 Μάρτη 1969 πεθαίνει ο B. Traven στην πόλη του Μεξικού. Αναρχικός, συγγραφέας, επαναστάτης, εκδότης, διαρρήκτης, ο μυστηριώδης B. Traven αφήνει μεταξύ άλλων παρακαταθήκη ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο, μέσα από το οποίο καταγράφει τη φωνή των καταπιεσμένων. Από το ταξίδι της εξορίας του από τη "γηραιά ήπειρο" μέχρι τη Λατινική Αμερική, από τα μεροκάματα στις βαμβακοφυτείες μέχρι τη ζούγκλα ο B. Traven αποτυπώνει τον αγώνα των προλετάριων απέναντι στην ταξική εκμετάλλευση, τις αδικίες που διαχρονικά υφίστανται οι ιθαγενικοί λαοί. Ο B. Traven, γιός ενός φτωχού κεραμοποιού στην Πολωνία, γίνεται σύντροφος και φίλος ιθαγενικών φυλών, όπως οι Τσελτάλ και οι Λακαντόνες, συμβάλλοντας στην καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης της καταπίεσης των Ινδιάνων στο Μεξικό. Στις 27 Μάρτη 1969 αποτεφρώνεται και η στάχτη του μεταφέρεται στην Τσιάπας, ως τελευταία του επιθυμία. Στις 18 Απρίλη του ίδιου έτους η στάχτη του μεταφέρεται στο Οκοσίνγκο, ένα μικρό χωριό της ζούγκλας το οποίο κατέλαβε ο EZLN το 1994, όπου το τοπικό συμβούλιο διοργανώνει δημόσια εκδήλωση και ακολουθεί η κηδεία του παρουσία εκατοντάδων Ινδιάνων, οι οποίοι παρευρέθηκαν για τον ύστατο αποχαιρετισμό. Η στάχτη του σκορπίστηκε πάνω από τη ζούγκλα, που τόσο πολύ αγάπησε. Προς τιμήν του ένα χωριό στην Τσιάπας μετονομάζεται σε Οκοσίνγκο δε Τράβεν.

 

Btraven1

 

Παρακάτω παραθέτουμε 3 αποσπάσματα από το βιβλίο του B. Traven "Οι βαμβακοσυλλέκτες" από τις ελευθεριακές εκδόσεις Ναυτίλος


"Παντού στον κόσμο, η αστυνομία είναι αυτή που κρατάει τον βούρδουλα και οι κουρελήδες είναι αυτοί που τρώνε τις βουρδουλιές. Και μετά όλοι εκείνοι που με περισσή ξιπασιά στρογγυλοκάθονται σε πλουσιοπάροχα τραπέζια μένουν έκπληκτοι όταν κάποιος τούς ταρακουνάει το τραπέζι, το αναποδογυρίζει και τα κάνει όλα θρύψαλα. Η πληγή που αφήνει η σφαίρα επουλώνεται. Το σημάδι που αφήνει ο βούρδουλας δεν επουλώνεται ποτέ. Σου τρώει τη σάρκα όλο και πιο βαθιά, φτάνει ως την καρδιά και τελικά ως το μυαλό, ώσπου ξεσπά σε μια κραυγή που κάνει τη γη να σείεται: «Εκδίκηση!» [...] Οι βούρδουλες και τα γκλομπ της αστυνομίας στρώνουν το έδαφος για μια επίθεση ικανή να συνταράξει ολόκληρες ηπείρους και να προκαλέσει έκρηξη στα πολιτικά συστήματα. Αλίμονο στους βολεμένους όταν οι μαστιγωμένοι φωνάξουν «Εκδίκηση!» Αλίμονο στους χορτάτους όταν οι πληγές του βούρδουλα φτάσουν βαθιά ως την καρδιά των πεινασμένων και κυριεύσουν το μυαλό των βασανισμένων! Αυτό που με ώθησε να εξεγερθώ, να γίνω επαναστάτης, ήταν η αγάπη για το δίκιο, η λαχτάρα να βοηθήσω τους κολασμένους και τους κουρελήδες. Στη θέα της αδικίας και της απανθρωπιάς γεννιούνται τόσοι επαναστάτες όσοι γεννιούνται κι από την πείνα ή τις στερήσεις."

"Γι' αυτό τον λόγο σπάνιζαν οι απεργοσπάστες στη Μεξικανική Δημοκρατία. Ήταν πασίγνωστο ότι λαμβάνονται δραστικά μέτρα εναντίον τους. Ο πόλεμος είναι πόλεμος και οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να παλέψουν μέχρι να κερδίσουν όχι μόνο μια μάχη, αλλά όλη την εκστρατεία. Σε καιρό πολέμου τα κράτη δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα. Γιατί λοιπόν να μην το κάνουν και οι εργάτες στον δικό τους πόλεμο; Το λάθος που κάνουν οι εργάτες είναι ότι πολλές φορές επιδιώκουν να τους βλέπουν οι άλλοι σαν ευυπόληπτους πολίτες. Δεν ανεβαίνουν όμως στα μάτια κανενός γι' αυτόν τον λόγο."

"Μέχρι και σήμερα που μιλάμε, Γκέιλς, οι γαιοκτήμονες είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι γουστάρουν μ' εμάς τους φτωχοδιάβολους. Όταν δεν βρίσκουν χέρια να μαζέψουν τα μπαμπάκια, γυρνάνε από 'δω κι από ΄κει γκρινιάζοντας ότι θα τους σαπίσει η σοδειά και κατηγορούν την Ένωση Εργατών Γης, ότι αυτοί φταίνε και πρέπει επιτέλους κάποιος να τους διαλύσει. Έπειτα πιάνουν και λένε για "τους άχρηστους τους Ινδιάνους και τους πεόν, που προτιμούν να γίνουν ληστές παρά να δουλεύουν τίμια". Κανένας δεν με ξεγελά εμένα με τέτοιες μαλακίες. Να πάω να μαζεύω μπαμπάκια; Εγώ; Για βλάκα με πέρασες; Καλύτερα να δω τα ραδίκια ανάποδα. Ή να γίνω ληστής… Έχεις δει ποτέ σου φτωχό γαιοκτήμονα εδώ κάτω; Εγώ ποτέ. Μπορεί να δυσκολευτούν λίγο τα τρία πρώτα χρόνια, μόλις όμως δουλευτεί η γη τους, βγάζει περισσότερα κι από χρυσωρυχείο. Αλλά δεν τους φτάνει! Θέλουν να την κάνουν αδαμαντωρυχείο, κλέβοντας τα μεροκάματα των εργατών. Καμπρόνες!"