Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στη συλλογική δουλειά που έγινε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο στην ομάδα βιβλιοθήκης του Αυτοδιαχειριζόμενου Χώρου «Επί τα Πρόσω» στην Πάτρα. Η μελέτη της ιστορικής περιόδου και του εμβρυακού ριζοσπαστικού – επαναστατικού κινήματος έγινε κυρίως μέσα από τα βιβλία «Οι αναρχικοί της Πάτρας και του Πύργου» (Χαρμπίλας Χρήστος, εκδόσεις Opportuna) και «Ο ήλιος της αναρχίας ανέτειλε» (Τρωαδίτης Δημήτρης, εκδόσεις Κουρσάλ).
Αν θέλουμε να μελετήσουμε τους λόγους που οδήγησαν στην εμφάνιση των πρώτων αναρχικών και σοσιαλιστικών ομάδων στον ελλαδικό χώρο αλλά και τους τρόπους με τους οποίους οργανώθηκαν, σίγουρα θα πρέπει να θέσουμε ένα βασικό ερώτημα. Ποιό είναι το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικόμοντέλο που επικρατεί στη χώρα κατά την περίοδο της ανάδυση του ριζοσπαστικού κινήματος, δηλαδή κατά τον 19ο αιώνα;
Το Ελληνικό κράτος, από την ίδρυσή του μετά την επανάσταση του 1821, συγκροτείται με ουσιαστικά και δομικά προβλήματα και αντιθέσεις. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι πως, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των κρατών της Δύσης, δεν έχει βιώσει την περίοδο του Διαφωτισμού και είναι αρκετά καθυστερημένο σε όλους τους τομείς σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το κράτος είναι ουσιαστικά φεουδαρχικό με ισχνή κεντρική διοίκηση και ανύπαρκτη βιομηχανία. Η οικονομία είναι κυρίως αγροτική και κτηνοτροφική και οι κατά τόπους τοπικοί άρχοντες, τσιφλικάδες και προύχοντες είναι απρόθυμοι να παραχωρήσουν τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά τους προνόμια σε μια κεντρική κρατική εξουσία. Από την άλλη, υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός οικονομικά εξαθλιωμένων ακτημόνων που ζούν σε καθεστώς δουλοπαροικίας. Την ίδια στιγμή, το κράτος είναι δεμένο στο άρμα των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), οι οποίες τοποθετούν τον Όθωνα ως βασιλέα, και αρχίζουν να απαιτούν εκσυγχρονισμό και ενδυνάμωση του κράτους κατά τα αστικά πρότυπα της εποχής.
Η πολιτική ζωή στην Ελλάδα είναι δέσμια της αντίφασης εκσυγχρονισμός – ισχυρές φεουδαρχικές δομές. Χαρακτηρίζεται από αστάθεια, αλλεπάλληλη διαδοχή κυβερνήσεων, πελατειακές σχέσεις και ρουσφέτια. Παρά την πίεση των μεγάλων δυνάμεων, μέχρι την εμφάνιση του Τρικούπη, οι κυβερνώντες είναι εξαιρετικά απρόθυμοι να συγκρουστούν με την ισχυρή τάξη των φεουδαρχών και να περιορίσουν τα προνόμιά τους με σκοπό την ενδυνάμωση και τη δημιουργία μιας ισχυρής αστικής τάξης. Η ίδια η αστική τάξη, μέσα σε αυτό το πλαίσιο στρέφεται κυρίως σε μη μεταποιητικούς κλάδους όπως το εμπόριο και η ναυτιλία, δεν επενδύει σοβαρά στη βιομηχανία, και παραμένει μη παραγωγική ακόμα και με αστικούς όρους, γεγονός που την χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα. Από μεριάς της η ντόπια διανόηση είναι ιδιαίτερα προοδευτική για τα δεδομένα της εποχής και είναι από αυτή που έρχονται τα πρώτα σπέρματα σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα.
Ο Όθωνας (βασίλευσε κατά την περίοδο 1832-1862) κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αδυνατεί να ικανοποιήσει οποιαδήποτε τάξη ή κοινωνική ομάδα και καταρρέει το 1862 υπο το βάρος της παλλαϊκής δυσαρέσκειας. Η Πάτρα αποτελεί κέντρο των αντιοθωνιστών. Δύο χρόνια μετά την αποχώρηση του Όθωνα και την διαδοχή του από την δυναστεία των Γκλύξμπουργκ, παραχωρείτε Σύνταγμα, υπο το βάρος της κοινωνικής πίεσης και αναταραχής, το οποίο θεσμοθετεί την καθολική ψηφοφορία και είναι εξαιρετικά προοδευτικό σε σύγκριση με συντάγματα άλλων χωρών.
Ο Τρικούπης (σχημάτισε επτά κυβερνήσεις μεταξύ 1875-1895) είναι ο πρώτος έλληνας πολιτικός που προσπαθεί να εκσυγχρονίσει το κράτος με αστικούς όρους. Με αρωγό τον δανεισμό από τις μεγάλες δυνάμεις, πραγματώνει σιδηροδρομικά έργα, επιχειρεί να ενδυναμώσει την κρατική εξουσία, συγκρούεται με τους φεουδάρχες, στηρίζει το ιδιωτικό κεφάλαιο και δημιουργεί μια ισχυρή Τράπεζα της Ελλάδος. Την εποχή αυτή γίνονται και οι πρώτες υποτυπώδεις προσπάθειες βιομηχανικής ανάπτυξης. Η αδυναμία του Τρικούπη να επικρατήσει ολοκληρωτικά στην σύγκρουσή του με τους φεουδάρχες, καθώς και η ακροβασία του ανάμεσα στα δύο καπιταλιστικά μοντέλα (κρατικός παρεμβατισμός - ελεύθερη ιδιωτική πρωτοβουλία), οδηγεί τόσο στην υπερδιόγκωση του δημοσίου τομέα όσο και στην διαιώνιση των πελατειακών σχέσεων.
Η πρώτη εμφάνιση σοσιαλιστικού λόγου στην Ελλάδα γίνεται το 1833 από τον Φραγκίσκο Πυλαρινό, κατά τη διάρκεια της κηδείας του Αδαμάντιου Κοραή. Η σοσιαλιστική σκέψη και προπαγάνδα στην Ελλάδα δεν εισάγετε από τα κάτω, από τους εργάτες, αλλά από την πολυάριθμη τάξη των διανοούμενων, η οποία είχε παραδοσιακά προοδευτικό προσανατολισμό. Έτσι, οι πρώτες σοσιαλιστικές και αναρχικές ομάδες περιλάμβαναν άτομα προερχόμενα από εύπορες κοινωνικές τάξεις. Σημαντικό ρόλο σε αυτέες τις πρώτες προσπάθειες άρθρωσης σοσιαλιστικού λόγου παίζουν οι Επτανήσιοι διανοούμενοι, καθώς και η μαζική άφιξη ιταλών πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα. Η ύπαρξη τεράστιου αριθμού εξαθλιωμένων ακτημόνων, η προσπάθεια βίαιης αστικοποίησης μεγάλου μέρους του πληθυσμού, η ισχυρή παράδοση τοπικής αυτονομίας και η απροθυμία υποταγής σε μια νέα κεντρική και συγκεντρωτική κρατική εξουσία δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε οι νέες φεντεραλιστικές και αναρχικές ιδέες να βρουν ριζώματα στον πληθυσμό.
Η Πάτρα αποτελεί μια πόλη που εμπεριέχει έντονα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Η οικονομία της βασίζεται στην παραγωγή και το εμπόριο της σταφίδας, γεγονός που δημιουργεί από την μία μια ισχυρή εμπορική ταξη, και από την άλλη μια μεγάλη μάζα πάμφτωχων εργατών γης. Η παρουσία του λιμανιού και η γεωγραφική της εγγύτητα με την Ιταλία αποτελούν παράγοντες που οδηγούν στην πόλη πολλούς Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες (πολλοί εκ των οποίων διέπονται από αναρχικές ιδέες), οι οποίοι επηρεάζουν καταλυτικά τους ντόπιους ριζοσπάστες και συνεισφέρουν στη διάδοση των αναρχικών ιδεών στην περιοχή.
Μέσα σε αυτή την συνθήκη, το 1876 δημιουργείται ο «Δημοκρατικός Σύλλογος Πατρών», ο οποίος τον επόμενο χρόνο εκδίδει την εφημερίδα «Ελληνική Δημοκρατία», μέσω της οποίας προσπαθεί να μιλήσει στις εξαθλιωμένες μάζες σε οικεία για αυτές γλωσσά και να τις εισάγει στις σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδέες. Ο σύλλογος έχει σαφή αναρχικό προσανατολισμό γεγονός που είναι εμφανές τόσο στον λόγο του, όσο και στο ότι επιλέγει την συμμετοχή του στην «Αναρχική Διεθνή» που υπάρχει εκείνη την εποχή (είναι η αντιεξουσιαστική διεθνής που προέκυψε με το συνέδριο του SaintImier το 1872, μετά τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς). Η επιρροή των ιταλών φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός πως ο σύλλογος επιλέγει ως εκπρόσωπο για το συνέδριο της Διεθνούς τον Ιταλό αναρχικό Αntrea Costa. Η δράση του συλλόγου αναδεικνύει την έντονη πολιτική ανάγκη και επιθυμία του για οργανωτική σύνδεση με άλλους αναρχικούς τόσο στον ελληνικό οσο και στον διεθνή χώρο, καθώς και τον διεθνιστικό προσανατολισμό του. Παράλληλα, ο σύλλογος έχει ως κεντρικό στόχο την επιμόρφωσης και οργάνωση των εργατών, την καταπολέμηση της αμάθρειας αλλά και την εμπλοκή με τους αγροτικούς και εργατικούς αγώνες που διεξάγονται. Η δημιουργία του Συλλόγου, η έκδοση της εφημερίδας και συνολικά η δράση που έχει στην περιοχή πυροδοτεί την αντίδραση του καθεστώτος. Οι αστικές και συντηρητικές εφημερίδες του επιτίθονται και λασπολογούν τα μέλη του, ενώ ταυτόχρονα οι αρχές εισβάλλουν σε σπίτια και γραφεία, κατάσχουν την εφημερίδα και συλλαμβάνουν τα μέλη του. Η αλληλεγγύη παίρνει πανευρωπαϊκές διαστάσεις με συμμετοχή σε αυτή και της Διεθνούς, ενώ μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ένα κομμάτι πιο προοδευτικών δυνάμεων της αστικής τάξης υπερασπίζεται τους συλληφθέντες αναρχικούς ακόμα και στην βουλή, σε μια προσπάθεια προσέγγισης και προσεταιρισμού του αναρχικού και σοσιαλιστικού κινήματος εν τη γενέσει του.
Παρά την καταστολή του Δημοκρατικού Συλλόγου, η έκδοση σοσιαλιστικών εφημερίδων στην Πάτρα συνεχίζεται με κυριότερες τις «Φανός» και «Εργάτης». Το διάστημα που ακολουθεί σημαδεύεται από τις πρώτες οργανωμένες ταξικές συγκρούσεις στην Ελλάδα με εμβληματική στιγμή την απεργία των τυπογράφων το 1882. Οι σοσιαλιστικές ιδέες αρχίζουν σιγά σιγά πλέον να γειώνονται στους αγρότες και τους εργάτες και να τους οδηγούν σε αγωνιστική κατεύθυνση. Το 1893 δημιουργείται στην Πάτρα η «Σοσιαλιστική Αδελφότητα», η οποία εμπεριέχει όλες τις σοσιαλιστικές τάσεις της εποχής, προσπαθεί να μεταφέρει το οργανωτικό μοντέλο της Διεθνούς στην ελληνική πραγματικότητα και έχει ισχυρό το αναρχικό στοιχείο. Από την δημιουργία της προσανατολίζεται στην επιμόρφωση των εργατών μέσω της προπαγάνδας και για τον λόγο αυτό οργανώνει διαλέξεις και ομιλίες στο μοναδικό δημόσιο δημοτικό σχολείο της εποχής, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Δεν μένει, όμως, εκεί αλλά αναλαμβάνει δράση με στόχο την οργάνωση της εργατικής τάξης, προωθεί τη δημιουργία σωματείων και έχει ενεργό ρόλο στους αγώνες της εποχής (πρώτες απεργίες και σταφιδικά συλλαλητήρια). Η βίαιη καταστολή και η σύγκρουση των διαφορετικών τάσεων στο εσωτερικό της Αδελφότητας αποτελούν τους κύριους παράγοντες που θα οδηγήσουν στη διάλυσή της. Η αναρχική τάση που προκύπτει από την διάλυση της αδελφότητας, χωρίζεται σε δύο βασικές ομάδες.
Η πρώτη ομάδα με αναρχικό προσανατολισμό που προκύπτει από τη διάλυση της «Σοσιαλιστικής Αδελφότητας» και έχει αξιοσημείωτη δράση είναι η ομάδα «Αρμαγεδδών» που συσπειρώνεται γύρω από τον Ιωάννη Αρνέλλο. Ο λόγος της ομάδας ακροβατεί ανάμεσα στον χιλιαστικό κομμουνισμό και τον αναρχοχριστιανισμό με φανερές επιρροές από τον Τολστόι. Αναγνωρίζοντας το γεγονός πως μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήταν βαθιά θρησκευόμενο, γίνεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η θρησκεία ως ένα δόκιμο επικοινωνιακό πλαίσιο στην απεύθυνση τους προς τις μάζες. Ο λόγος της ομάδας περιστρέφεται γύρω από την διαφθορά των πολιτικών και του κλήρου, την κοινωνική αδικία και ανισότητα. Η σχετική γείωση του Αρμαγεδδών στους ακτήμονες εργάτες γης οδηγεί στην βίαιη καταστολή του, που περιλαμβάνει τόσο συλλήψεις και δίκες των μελών του όσο και λοιδορίες των αστικών εφημερίδων που προσπαθούν να παρουσιάζουν τον Αρνέλλο ως «τρελό».
Η δεύτερη αναρχική ομάδα που προέκυψε από την διάλυση της Σοσιαλιστικής αδελφότητας ήταν αυτή που συσπειρώθηκε γύρω από την εφημερίδα «Επί τα Πρόσω» (1896), εμβληματικά μέλη της οποίας ήταν ο Ιωάννης Μαγγανάρας και ο Δημήτρης Καραμπίλιας. Η ομάδα συνδυάζει θεωρία και πράξη, ενώ ο λόγος και η δράση της χαρακτηρίζεται από κλασικές αναρχικές θέσεις και αντιλήψεις με εμφανή επιρροή από τον Μπακούνιν. Οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην «Επί τα Πρόσω» προσπαθούν να μιλήσουν στον λαό σε μια γλώσσα που να του είναι κατανοητή για αυτό και γράφουν τόσο στην εφημερίδα όσο και στις προκηρύξεις τους στην δημοτική προσπαθώντας να χρησιμοποιήσουν ένα κατανοητό επικοινωνιακό πλαίσιο. Δημιουργούν αναρχική βιβλιοθήκη και μεταφράζουν στα ελληνικά πλήθος αναρχικά βιβλία και μπροσούρες. Δίνουν μεγάλο βάρος στην επιστήμη και στο ρολό που μπορεί να έχει αυτή στον αγώνα του ανθρώπου για την απελευθέρωση του από τα δεσμά τόσο της καταπίεσης όσο και της αμάθεια. Ταυτόχρονα προσπαθούν να συνδεθούν με τους εργατικούς και αγροτικούς αγώνες της εποχής, δημιουργώντας σωματεία και συμμετέχοντας στα σταφιδικά συλλαλητήρια. Η πυκνή δράση της ομάδας την βάζει στο στόχαστρο των από τα πάνω. Οι αστικές εφημερίδες εξαπολύουν λιβέλους εναντίων της προσπαθώντας να προετοιμάσουν το έδαφος για την καταστολή που θα επακολουθούσε.
Η αφορμή που έψαχνε το κράτος για την εξαπόλυση μιας λυσσαλέας καταστολής απέναντι στους αναρχικούς έρχεται με την επίθεση του αναρχικού Δημήτρη Μάτσαλη σε δύο γνωστά μέλη της πατρινής αστικής τάξης το 1896, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκτέλεση του Φραγκόπουλου και τον τραυματισμό του Κόλλα. Παρά το γεγονός πως ο Μάτσαλης αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη της πράξης και διαχωρίζει τη θέση του τόσο από τον «Αρμαγεδδώνα» όσο και από την «Επί τα Πρόσω», το κράτος επιδίδεται σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στους αναρχικούς, με εφόδους σε σπίτια και γραφεία, συλλήψεις, φυλακίσεις και κατασυκοφάντηση των αγωνιστών. Ο ίδιος ο Μάτσαλης, λίγες μέρες αργότερα θα βρεθεί νεκρός στο κελί του, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, πριν προλάβει να φτάσει σε δίκη. Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια απονοηματοδότησης του πολιτικού περιεχομένου των αναρχικών και επιχειρείται από μεριάς του κράτους να ψυχιατρικοποιηθούν τόσο ο Μάτσαλης όσο και ο Αρνέλλος. Από την κατασταλτική μανία δεν γλιτώνουν ούτε τα μέλη της ιταλικής παροικίας, γεγονός που επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο που είχαν στην ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος στην πόλη της Πάτρας. Παρόλα αυτά, η ομάδα συνεχίζει την δράση της παρά τις δύσκολες συνθήκες. Αυτό οδηγεί σε ένα δεύτερο κύμα καταστολής με βάση την απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου η οποία αν και πραγματώνετε από πατριωτικούς κύκλους χρησιμοποιείτε από το κράτος ως αφορμή για μια συνολική επίθεση ενάντιων των αναρχικών. Το τρίτο κύμα καταστολής που αφορμή έχει την υπόθεση Λιόπετα. Το κράτος δεν χάνει την ευκαιρία να εκσυγχρονίσει το νομικό του οπλοστάσιο και να ποινικοποιεί ακόμα και την έκφραση αναρχικού λόγου. Έτσι, υπό το βάρος των συνεχομένων κυμάτων καταστολής οι αναρχικές ομάδες βιώνουν μια σταδιακή οπισθοχώρηση και με τον τρόπο αυτό τερματίζεται, προσωρινά, η πρώτη περίοδος της έντονης αναρχικής δράσης και λόγου στην περιοχή της Πάτρας.