Με αφορμή τα 84 χρόνια από την Ισπανική Επανάσταση και το ντοκιμαντέρ ‘Memoria Viva’ 

84 χρόνια. Πάλι Κυριακή. Το σύνθημα του ξεσηκωμού με τους συναγερμούς των εργοστασίων. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πως αν υπάρχει μια επανάσταση που να ταιριάζει στη φαντασιακή προσομοίωση του κλασικού μαρξισμού, αυτή ήταν η Ισπανική και όχι η Ρώσικη και την πυροδότησαν οι αναρχικοί και όχι οι μαρξιστές! Αυτή η επανάσταση είναι το πιο πολύτιμο κομμάτι της αναρχικής ιστορίας και γι’ αυτό έχουμε χρέος να τη διασώσουμε από τη λήθη να την εξετάσουμε από όσες περισσότερες οπτικές μπορούμε και να παραδώσουμε τη νέα γνώση στους νεότερους συντρόφους μας. Γι’ αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ότι κάθε φορά που οργανώνουμε μια εκδήλωση για την ιστορία του περασμένου αιώνα δεν είναι το παρελθόν που μας γοητεύει, ώστε να έχουμε ένα καλό λόγο να το πράξουμε, αλλά το μέλλον! Όσο θα έχουμε έστω κι έναν νέο σύντροφο, μια νέα συντρόφισσα, έχουμε τουλάχιστον έναν καλό λόγο να ανατρέχουμε στη μακρά αλυσίδα των αγώνων. Κι αυτήν την αλυσίδα τη διαφύλαξαν με τεράστιο κόπο οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες που μιλούν στο ντοκιμαντέρ, υπερήλικες που αγγίζουν τα εκατό χρόνια ζωής, οι οποίοι μιλούν, σκέφτονται ονειρεύονται και ζουν με την ίδια ιδέα στο μυαλό. Ζωντανές αποδείξεις του για πόσους υπήρξαν ανεξίτηλα τα λόγια του Λιμπέρτο Σαρράου «μπορεί να μην πιστεύω στον Θεό, αλλά πιστεύω στον Παράδεισο, γιατί έχω υπάρξει εκεί», όταν περιέγραφε τις μέρες του ξεσηκωμού, εκείνον τον μακρινό Ιούλη του ’36, όταν η Βαρκελώνη από μια αναπτυσσόμενη βιομηχανική πόλη της Ιβηρικής μετατρέπονταν στο ‘Κόκκινο Ρόδο’ της Υφηλίου. Ωστόσο, όσο κι αν ανασκαλεύουμε την ισπανική γη, τι μπορεί να προσφέρει αυτή η αναζήτηση σήμερα, αν -ακόμα περισσότερο- έχουμε ακόμη στο μυαλό μας την αποστροφή του Σόουζα Σάντος ότι «το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν»;

Στις μέρες μας συνηθίζεται ολοένα και περισσότερο να λέγεται ότι το παρελθόν δεν είναι παρά οι σωροί των ερειπίων μιας διαρκούς ήττας των φτωχών και ταυτόχρονα μια αλληλουχία αναπόδραστων νικών των ισχυρών ώστε να γίνει κατανοητό ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν έτσι ακριβώς ως έχουν –το δυστοπικό παρόν είναι η μόνη και μόνιμη κατάληξη της διαδρομής, και μάλιστα η τελευταία! Πως όμως και ποιος θα σταματήσει όσους πολεμούν το άδικο; Ένα σώμα επέπλεε νεκρό 14 μέρες στη θάλασσα και κανείς δεν το περιμαζεύει, βλέπετε το σε ποιον αιώνα ζούμε είναι σχετικό. Άλλες ημερομηνίες δείχνουν τα ιστορικά βιβλία, τα ημερολόγια των υπουργών και άλλες μετριούνται στα κορμιά των καταδικασμένων… Δεν θα πάρουμε την ίδια απάντηση για τη σημερινή χρονολογία αν ρωτήσουμε ένα ασυνόδευτο παιδί από τη Συρία, μια μωρομάνα από τη Νιγηρία, έναν εργάτη σε εργοστάσιο στη Γου-Χαν, έναν φτωχό μαύρο στην Αμερική, έναν ομοφυλόφιλο στη Ρωσία, μια Αφγανή στη Μόρια, έναν άστεγο στο Παρίσι. Το μόνο που δεν είναι καθόλου σχετικό δεν είναι οι αιώνες και οι ημερομηνίες αλλά το με ποια πλευρά τάσσεσαι, με τους ανθρώπους ή με τους ανθρωποφύλακες, σε όλους τους καιρούς, σε όλους τους τόπους. Κι αυτό είναι ένα χρήσιμο μάθημα ιστορίας, σαν τα διδάγματα που χαρίζουν οι φιγούρες του ντοκιμαντέρ μας.

Κι ας μη νικήσουμε ποτέ – θα πολεμάμε πάντα, ο Βασίλης ένας άνθρωπος ευαίσθητος και εύθραυστος μα ταυτόχρονα μαχητικός και αγωνιστής της ζωής σκέφτηκε τον Σίσυφο χαρούμενο –θέλουμε να σκεφτόμαστε τον Σίσυφο νικητή, να νικά τον μύθο και να ξεκουράζεται ήσυχος, έχοντας στο πλάι του τον βράχο απιθωμένο στο τέλος της αιώνιας ανηφόρας του. Αυτή όμως δεν θα είναι μια προσωπική νίκη, αλλά αυτή που ποθεί καθολικά η καταπιεσμένη ανθρωπότητα.

Σε μια αποστροφή ένας από τους αγωνιστές που μιλούν στο ντοκιμαντέρ παραθέτει συγκριτικά τα επιτεύγματα των αναρχικών εξεγερμένων του 1936 με την τωρινή κατάσταση, καταδεικνύοντας όχι μόνο τον παραλογισμό του καπιταλισμού αλλά και ότι η πρόοδος είναι κάτι σχετικό και σημασία έχει ποια κοινωνική οργάνωση με ποιους στόχους και ποιες σχέσεις είναι επικρατούσα. Ταυτόχρονα, αυτό το απόσπασμα στάθηκε αφορμή και για τις παρακάτω σειρές που κλείνουν αυτό το σημείωμα.

3η δεκαετία του 21ου αιώνα

Σήμερα είδα πάλι –τρίτη μέρα στη σειρά-
την ηλικιωμένη γυναίκα που κοιμάται στην
πόρτα της πολυκατοικίας μας
να στέκεται ανακούρκουδα
μέσα στη λιωμένη κουβέρτα της∙
δεν πανικοβλήθηκα από τη φτώχεια,
τα μπερδεμένα της λευκά μαλλιά,
την πείνα και την αθλιότητα,
αλλά γιατί πριν απ’ όλα τούτα σκέφτηκα
πόσο περίεργο ήταν
που κανείς δεν την είχε διώξει ακόμα...