Μια σύντομη βιογραφία της Χουάνα Ρούκο Μπουέλα, σημαντικής αγωνίστριας για τη γυναικεία απελευθέρωση και τον αναρχισμό.
«Στην ηλικία των δεκαοχτώ, η αστυνομία με θεωρούσε ένα στοιχείο επικίνδυνο για τη γαλήνη του καπιταλισμού και του Κράτους».
Η Χουάνα Μπουέλα γεννήθηκε στις 19 Απριλίου 1889, κόρη Γαλιθιάνων που είχαν μεταναστεύσει στη Μαδρίτη. Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν τεσσάρων ετών. Η μητέρα της ήταν ράφτρα. Μετανάστευσε από την Ισπανία στην Αργεντινή με τον αδερφό της Κιριάκο, σε ηλικία έντεκα χρονών στις 24 Ιουλίου 1900 και εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Άιρες. Στην ηλικία των δεκαπέντε συμμετείχε στις διαδηλώσεις για την Πρωτομαγιά του 1904, στην πρώτη της επαφή με το εργατικό κίνημα. Έγινε μια πρωτοπόρος μεταξύ των γυναικών εργατριών της Refineria Argentina, του τεράστιου εργοστασίου επεξεργασίας ζάχαρης του Ροσάριο και ήταν η εκπρόσωπός τους στο Συνέδριο της αναρχικής συνδικαλιστικής οργάνωσης, της Περιφερειακής Εργατικής Ομοσπονδίας Αργεντινής (Federación Obrera Regional Argentina, FORA) την ίδια χρονιά. Στο συγκεκριμένο συνέδριο η FORA υιοθέτησε τον αναρχικό κομμουνισμό ως απώτερο στόχο της. Η Χουάνα αυτομορφώθηκε στις βιβλιοθήκες της FORA, ένα ακόμη παράδειγμα του αυτοδιδακτισμού που έχει χαρακτηρίσει το αναρχικό κίνημα. Το 1907 οργάνωσε το Γυναικείο Αναρχικό Κέντρο (Centro Femenino Anarquista) μαζί με τις Βιρχίνια Μπόλτεν (Virginia Bolten), Τερέσα Καποραλέτι (Teresa Caporaletti), Μάρτα Νιουελστάιν (Marta Newelstein) και Μαρία Κογιάσο (Maria Collazo) και άλλες. Αυτό φανέρωνε το φαινόμενο της ανάπτυξης ενός ολόκληρου στρώματος αναρχικών γυναικών που ήταν ομιλήτριες και οργανώτριες στην Αργεντινή· ένα πρώτο κύμα με την Μπόλτεν και μια δεύτερη γενιά με τη Χουάνα και τις άλλες.
Η Χουάνα συμμετείχε στην απεργία των ενοικιαστών στο Μπουένος Άιρες και μαζί με τη Μαρία Κογιάσο μίλησε κατά τη διάρκεια των μαζικών διαδηλώσεων που διαμαρτύρονταν ενάντια στις αυξήσεις των ενοικίων και τις εξώσεις. Τα ενοίκια είχαν τριπλασιαστεί σε πραγματικές όρους από το 1870. 120 χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σ’ αυτό το κίνημα των ενοικιαστών, το οποίο τσακίστηκε από την αστυνομία και τον στρατό. Απελάθηκε στην Ισπανία με τον νόμο περί διαμονής που χρησιμοποιήθηκε επίσης για να φύγουν οι Μπόλτεν και Κογιάσο. Εκεί μετά από σύντομη περίοδο στη Μαδρίτη, μετακόμισε στη Βαρκελώνη όπου γνωρίστηκε με σημαντικούς αναρχικούς αγωνιστές όπως οι Τερέσα Κλαραμούν (Teresa Claramunt), Ανσέλμο Λορένσο (Anselmo Lorenzo) και Λεοπόλντο Μποναφούγια (Leopoldo Bonafulla) και συμμετείχε στις καμπάνιες για την απελευθέρωση του Φρανσίσκο Φερέρ. Ως αποτέλεσμα αυτού έπρεπε να μετακινηθεί στη Μασσαλία και μετά στην Ελβετία. Στην επιστροφή της, επειδή της απαγορευόταν η είσοδος στην Αργεντινή, εγκαταστάθηκε στο Μοντεβιδέο, στην Ουρουγουάη και μαζί με τις Βιρχίνια Μπόλτεν και Μαρία Κολάσι, ηγήθηκε μιας εντατικής προπαγανδιστικής εκστρατείας, ξεκινώντας την εφημερίδα La Nueva Senda. Μίλησε σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την εκτέλεση του Ισπανού ελευθεριακού παιδαγωγού Φρανσίσκο Φερέρ. Ως αποτέλεσμα αυτού δέχθηκε νέες διώξεις. Γλίτωσε από μια επιδρομή της αστυνομίας μεταμφιεσμένη με αντρικά ρούχα. Επέστρεψε μυστικά στην Αργεντινή -μεταμφιεσμένη ως χήρα με το πρόσωπό της καλυμμένο με ένα μαύρο πέπλο- και συμμετείχε σε μια γενική απεργία που οργανώθηκε από τη FORA. Αυτή την περίοδο ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το επίθετο Ρούκο (Rouco) για να αποφύγει τις αρχές. Συνελήφθη και απελάθηκε στην Ουρουγουάη όπου φυλακίστηκε για έναν χρόνο.
Το 1914 αποφάσισε να μετακινηθεί μυστικά στο Παρίσι κι όταν την ανακάλυψαν στο πλοίο εκεί, αποβιβάστηκε στη Βραζίλια. Εγκαταστάθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο για τρία χρόνια όπου συμμετείχε στις δράσεις των αναρχικών κι όπου ο Χουάν Καστινιέιρα (Juan Castiñeira) έγινε ο σύντροφός της. Επέστρεψε για άλλη μια φορά στην Αργεντινή και συμμετείχε στα γεγονότα της Τραγικής Βδομάδας (Semana Trágica). Μαζί με τον σύντροφό της Χοσέ Καρντέγιε (Jose Cardelle) ανέλαβε μια περιοδεία για να μιλήσει στις πόλεις του εσωτερικού, χτίζοντας τη φήμη της ως ομιλήτρια, συγγραφέας και υπερασπίστρια της γυναικείας απελευθέρωσης. Το 1921 ίδρυσε το Κέντρο των Γυναικείων Κοινωνικών Σπουδών (Centro de Estudios Sociales Femeninos) στη Νεκοτσέα και δημιούργησε τη φεμινιστική εφημερίδα Nuestra Tribuna, με υπότιτλο Ιδέες, Τέχνη, Κριτική και Λογοτεχνία. Αυτό ήταν ένα διεθνές αναρχικό έντυπο που εκδιδόταν μεταξύ 1922 και 1923, το οποίο προκάλεσε πολλή κριτική και αντιπαράθεση στους αναρχικούς κύκλους λόγω της ευθείας υποστήριξης του στη γυναικεία απελευθέρωση. Η έκδοση αντιμετώπισε επίσης οικονομικές δυσκολίες και την άρνηση των τυπογράφων του να συνεχίσουν να το τυπώνουν καθώς επίσης και απειλές από την αστυνομία. Το τελευταίο φύλλο εμφανίστηκε τον Νοέμβριο του 1923. Αναγκάστηκε να φύγει από το Μπουένος Άιρες και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ταντίλ το 1924. Το 1928 συμμετείχε το Τρίτο Διεθνές Συνέδριο Γυναικών.
Το πραξικόπημα του Στρατηγού Ουριμπούρου το 1930 την ανάγκασε να σταματήσει τη δράση της. Ο Ισπανικός Εμφύλιος την έκανε να δραστηριοποιηθεί ξανά και οργάνωσε καμπάνιες αλληλεγγύης μεταξύ 1936 και 1939. Τη δεκαετία του 1940 η άνοδος του περονιστικού κινήματος εναντίον του οποίου είχε παλέψει την ανάγκασε για άλλη μια φορά στην αδράνεια. Τη δεκαετία του 1950 συμμετείχε στην Ελευθεριακή Ομοσπονδία Αργεντινής (Federación Libertaria Argentina, FLA). Αρθρογραφούσε στο επώνυμο έντυπο της εξόριστης ισπανικής αναρχικής γυναικείας οργάνωσης Mujeres Libres. Το 1964 εξέδωσε την αυτοβιογραφία της Ιστορία ενός ιδανικού, το οποίο βίωσε μια γυναίκα (Historia de un ideal vivido por una mujer). Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1969 στο Μπουένος Άιρες σε ηλικία 80 ετών.
το πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται εδώ
Μετάφραση από την ομάδα ενάντια στην πατριαρχία της αναρχικής πολιτικής οργάνωσης (ΑΠΟ-ΟΣ)