«Για έναν εμπόλεμο η χειρότερη κατάσταση είναι εκείνη κατά την οποία βρίσκεται εντελώς αφοπλισμένος. Αν επομένως με μία πολεμική πράξη θέλουμε να αναγκάσουμε τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή μας, πρέπει είτε να τον αφοπλίσουμε πραγματικά, είτε να τον θέσουμε σε συνθήκες τέτοιες που να αισθάνεται απειλούμενος από αυτή την πιθανότητα»1

  Η εξέλιξη της κρατικής κατασταλτικής στρατηγικής σε ότι αφορά τον ελλαδικό χώρο κάθε άλλο παρά έκπληξη θα έπρεπε να προκαλεί. Οι διακηρυγμένοι στόχοι αυτής της επίθεσης, είχαν δημοσιοποιηθεί πριν από την έναρξή της και ο αιφνιδιασμός δεν συγκαταλεγόταν στα χαρακτηριστικά της. Η εμβάθυνση της εξουσιαστικής επιβολής και το άπλωμα του κρατικού ελέγχου μέσω της αλλαγής των συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στο κράτος και τις κοινωνικές και ταξικές αντιστάσεις, συνοψίζουν τον γενικό πολιτικό στόχο, ένα στόχο διαχρονικό ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση επαναπροσδιορισμού των μέσων του, ήδη από το τέλος της εξέγερσης του 2008. Η επιχειρησιακή στρατηγική του ελληνικού κράτους άλλαξε και αυτή, όχι απροειδοποίητα. Οι συγκεκριμένοι στόχοι του γενικότερου σχεδίου προσδιορίστηκαν από νωρίς: Διαδηλώσεις, καταλήψεις, απεργίες, πανεπιστημιακό άσυλο, Εξάρχεια. Ενάμιση χρόνο μετά ο κατασταλτικός στρατός έχει επιχειρήσει και επιτύχει πλήγματα σε όλα τα πεδία άλλοτε σε κάθε πεδίο ξεχωριστά και άλλοτε συνδυαστικά. Η βασική διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν συνίσταται στην μακρόχρονη επιμονή και στην προσαρμογή των επιχειρησιακών σχεδιασμών στους αναδυόμενους επί του πεδίου αστάθμητους παράγοντες. Ακολουθώντας τα πρότυπα επιχειρησιακής σκέψης του Αμερικάνικου και του Ισραηλινού στρατού, το ελληνικό κράτος «προέκρινε την προσαρμοστικότητα εντός ενός πολύπλοκου περιβάλλοντος» τα οποία σύμφωνα με το επιχειρησιακό πρότυπο του Systemic Operational Design το οποίο ακολουθεί, προκρίνουν την επόπτευση των αντιδράσεων, τον εντοπισμό των προβλημάτων και την αντιμετώπισή τους ως σημείων προβληματισμού με βάση τα οποία προκύπτει επιχειρησιακή αναπροσαρμογή.

   Στο προκείμενο τα προβλήματα προέκυψαν από την πληθώρα των αντιδράσεων και την ποικιλομορφία τους κυρίως από την περίοδο του Σεπτεμβρίου του 2019 έως και τις αρχές του Ιανουαρίου του 2020. Μία πανδαισία κινητοποιήσεων, από τις μαζικές διαδηλώσεις και δυναμικές ανακαταλήψεις κτιρίων έως συντονισμένες νυχτερινές δράσεις δημιούργησαν ένα ασταθές και περίπλοκο περιβάλλον εντός του οποίου ο κατασταλτικός στρατός αντιμετώπισε διλήμματα: Mία άκαμπτη συνέχιση των κατασταλτικών επιχειρήσεων δημιουργούσε αντικειμενικά συνθήκες ευρύτερου ξεσηκωμού, πόσο μάλλον που η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού του κατασταλτικού στρατού (σημείωση: δηλαδή τα αφιονισμένα φασιστοειδή των κρατικών συμμοριών που βασάνιζαν και αντιμετώπιζαν ως αιχμαλώτους πολέμου μέχρι και μικροαστούς περίοικους καταλήψεων) δημιουργούσε αμφιβολίες για της δυνατότητες της κατασταλτικής μηχανής να επιβάλει πραγματικά την τάξη, αντιθέτως διαφαινόντουσαν προοπτικές γενικευμένης διασάλευσής της. Μπροστά σε αυτά τα διλήμματα και τις αμφιβολίες ο κατασταλτικός στρατός προτίμησε να μην επιδιώξει μία μάχη με όρους σαρωτικής επιβολής (σχεδόν ταυτόχρονη εκκένωση όλων των κατειλημμένων χώρων πανελλαδικά σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργείου Καταστολής), προκειμένου να μη χάσει τον πολιτικό πόλεμο. Μην θέλοντας λοιπόν να ρισκάρει το κόστος της αποτυχίας σε μία γενική επιχείρηση με τα χαρακτηριστικά του συνολικού και άμεσου αφοπλισμού του εχθρού, με ταυτόχρονη κατοχή των Εξαρχείων και επιχειρήσεις σε δεκάδες σημεία καθώς αυτή πιθανότατα θα απελευθέρωνε νέες δυνάμεις, το ελληνικό κράτος προχώρησε στην επιβολή συνθηκών όπου ο αντίπαλός του αισθάνεται διαρκώς άμεσα απειλούμενος από αυτή την πιθανότητα. Ακολουθώντας με βάση τα νέα επιχειρησιακά πρότυπα και ένα παλιό ρητό και πάλι του Κλαούζεβιτς: O πόλεμος δεν συνίσταται σε μία μόνη κρούση, χωρίς διάρκεια. Σύμφωνα με αυτά τα επιχειρησιακά πρότυπα προκύπτει η δημιουργία ενός στρατηγικού αφηγήματος και η αντιμετώπιση του εχθρού ως ενός οργανικού συστήματος με συγκεκριμένες λειτουργίες. Η επιβολή της νομιμότητας και της τάξης ως στρατηγικού ιδεολόγηματος πηγαίνει χέρι χέρι με την αναγνώριση των δυνατών και των αδύναμων σημείων του αντιπάλου τους, του κινήματος.

  Στον κοινωνικό πόλεμο (αλλά και όχι μόνο) το ζήτημα της διαθεσιμότητας των πόρων μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες. Στο ζήτημα των υλικών πόρων, όπου ο κρατικός μηχανισμός (ή αντίστοιχα ένας ιμπεριαλιστικός στρατός) υπερέχει σχεδόν συντριπτικά και σε αυτό της διαθεσιμότητας των πολιτικών πόρων, του αποθέματος αποφασιστικότητας και βούλησης των αντιπάλων. Αναμφίβολα σε ότι αφορά την πρώτη κατηγορία μία μακροχρόνια εκστρατεία σε αντίθεση με μία κεραυνοβόλα και σύντομη, τείνει να εξαντλεί τα υλικά αποθέματα ενός κινήματος το οποίο αναγκαστικά έχει τους περιορισμούς του κόσμου στον οποίο ανήκει. Του κόσμου των φτωχών και των απόκληρων. Παρόλο που η αυταπάρνηση αλλά και η αλληλεγγύη μεταξύ των καταπιεσμένων μπορεί να κάνει θαύματα, μακροπρόθεσμα η συνεισφορά στο υλικό πεδίο σε ότι αφορά το κίνημα δεν είναι σίγουρα ανεξάντλητη. Είτε στο επίπεδο των οικονομικών δεδομένων, είτε στο επίπεδο της υλικής παρουσίας στα δεκάδες ανοιχτά μέτωπα οι προλετάριοι αγωνιστές σε αντίθεση με τους επαγγελματίες αντιπάλους τους αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα και διαρκώς ζητήματα ατομικής και συλλογικής επιβίωσης, έχουν περιορισμούς χρόνου λόγω της μισθωτής εργασίας, βαρύνονται από νέες συλλήψεις, φυλακίσεις και διώξεις από το διαρκές κυνηγητό της καταστολής και της επιβίωσης. Αυτή η πραγματικότητα ωστόσο δεν είναι αναπόδραστη. Η μαζικοποίηση άρα και η εισροή νέων δυνάμεων, η κινητοποίηση των φυσικών συμμάχων ενός κινήματος με λίγα λόγια το πλάτιασμά του, είναι που δίνει τη δυνατότητα της επιβίωσης και της αντεπίθεσης μέσα σε αυτές τις συνθήκες όχι μόνο γιατί προσφέρει νέες δυνάμεις αλλά γιατί εμψυχώνει και κινητοποιεί τις ήδη υπάρχουσες.

 

«Ο αντάρτης είναι βασικά ένας προπαγανδιστής, ένας αγκιτάτορας, ένας σπορέας επαναστατικών ιδεών, που χρησιμοποιεί τον αγώνα τον ίδιο -την πραγματική φυσική σύγκρουση- σαν εργαλείο για αναταραχή. Ο αρχικός σκοπός του είναι να ανεβάσει το επίπεδο της επαναστατικής προσμονής κι ύστερα της λαϊκής συμμετοχής στο σημείο της κρίσης»2

 

  Είναι αυτό το πλάτιασμα, αυτή η ευρύτητα, που συνεισφέρει θετικά και αποφασιστικά και στο ζήτημα της διαθεσιμότητας της αποφασιστικότητας, της βούλησης. Κάθε πολιτική διακυβέρνηση εκκινεί με τη φόρα της νομιμοποίησης που της προσφέρει η εκλογική διαδικασία, με ένα πολιτικό κεφάλαιο το οποίο αντίστροφα με το υλικό το οποίο διαθέτει, δεν είναι καθόλου ανεξάντλητο. Ο μακροχρόνιος πόλεμος φθοράς λοιπόν αν και εξυπηρετεί τον κρατικό στρατό στο επίπεδο των υλικών πόρων, (θα έπρεπε να) έχει ένα βασικό μειονέκτημα για τον επιτιθέμενο. Εξαντλεί ταυτόχρονα την πολιτική δυναμική του προσωπικού που διαχειρίζεται αυτή την επίθεση για λογαριασμό του κράτους και κινητοποιεί μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια εναντίον του.Ο παράγοντας της πανδημίας αναμφίβολα λειτούργησε ως σημείο καμπής σε αυτή τη διαδικασία. Αν και τους πρώτους μήνες επιβλήθηκε μία de facto σχετική παύση εχθροπραξιών, το κράτος αξιοποίησε αυτή την περίοδο προκειμένου να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, να αντλήσει εκ νέου κοινωνική νομιμοποίηση και να συνεχίσει την επίθεσή του, έχοντας επιπλέον και το πλεονέκτημα, γιατί ως τέτοια αντιμετώπισε μία πανδημία που σήμαινε το θάνατο για εκατομμύρια ανθρώπους, που του προσέφερε ένας θανατηφόρος ιός σε ότι αφορά την διαχείριση του κοινωνικού. Αντίθετα λόγω εγγενών προβλημάτων, ο κόσμος του κινήματος στην ίδια περίοδο βρέθηκε σε δυσμενέστερη θέση και όχι μόνο λόγω της μικρής διαθεσιμότητας υλικών πόρων ή του αντικειμενικού προβλήματος των πραγματικών κινδύνων για την υγεία που συνεπάγονταν οι μαζικές διαδικασίες.

   Η απουσία συνολικότερης οργάνωσης αλλά και ο σεχταρισμός, προβλήματα που ταλανίζουν συνολικά το κοινωνικό και ταξικό κίνημα αλλά και το αναρχικό, η αποσπασματικότητα και η έλλειψη ορμής και έμπνευσης που αποτελούν παραδοσιακά εφόδια των αγωνιζόμενων απέναντι σε ένα ισχυρό αντίπαλο, αποδείχθηκαν εξίσου καθοριστικοί παράγοντες. Το -να κάνουμε- ένα βήμα μπροστά της αρχικής περιόδου που δημιούργησε απώλειες στον επιτιθέμενο κατασταλτικό στρατό, το διαδέχτηκαν τα δύο βήματα πίσω της επόμενης. Από τα Εξάρχεια και το Πολυτεχνείο, ως τις καταλήψεις που εκκενώθηκαν και τους δρόμους που πλημμύρισαν από τον κατασταλτικό στρατό αλλά και την έλλειψη παραγωγής πολιτικού λόγου ικανού να αγγίξει πολύ ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια, υπήρξε υποχώρηση.Κι αν το ζήτημα της δυνατότητας και της πιθανής αναγκαιότητας για συνέχιση της αντεπίθεσης σε εκείνο ακριβώς το σημείο όπου ο αντίπαλος βρισκόταν μπροστά σε διλήμματα και προβληματισμούς αποτελεί πια μέρος ενός πιο μακρινού ιστορικού απολογισμού, το ζήτημα της βέβαιης αναγκαιότητας για την ανάγκη της ανασυγκρότησης σε υλικό αλλά και σε επίπεδο συνείδησης είναι κάτι περισσότερο από επιτακτικό για λόγους επιβίωσης. Αν κάτι έστω και μερικά συγκρατεί τον αντίπαλο -και εύλογα- είναι ακριβώς η δυνατότητα του κινήματος να ανασυγκροτείται την ώρα που δέχεται μία γενικευμένη επίθεση. Είναι τα αντανακλαστικά αλληλεγγύης και συνεργασίας που προκύπτουν σε τέτοιες στιγμές. Αντανακλαστικά που αν μετατρέπονταν σε συνεπή χαρακτηριστικά θα άλλαζαν (και τον έχουν αλλάξει όποτε αυτό συνέβη) το χάρτη των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης. Η εξέγερση τελικά, είναι η εκρηκτική ανάπτυξη των θετικότερων κοινωνικών ταξικών και κινηματικών χαρακτηριστικών, ένα αντισχέδιο στο σχέδιο της οργάνωσης της κοινωνίας από τους από τα πάνω. Κι ενώ ξεσπά σαν κεραυνός, το ηλεκτρικό φορτίο της συσσωρεύεται μέσα από την πύκνωση και τον πολλαπλασιασμό των νεφών της κοινωνικής ανταρσίας

 

   «Στην πληροφοριοποιημένη μητρόπολη το Εκτελεστικό του μητροπολιτικού κράτους προσαρμόζει διαρκώς την κυβερνητική εξουσία του – την επιβολή δηλαδή και την επαλήθευση της συμμόρφωσης στις προκαθορισμένες κατευθύνσεις και νόρμες- ακολουθώντας μία διπλή κατεύθυνση: a) Προσπαθεί να επαναφέρει τον κοινωνικό σχηματισμό ,ο οποίος εξαιτίας της συνθετότητάς του είναι ένα κατεξοχήν «αδια-νοητό σύστημα» σε αυστηρά «νοητά όρια» και επομένως να εντοπίσει και να ελέγξει έναν ελάχιστο αριθμό διαδικασιών μετασχηματισμού συμβατών με τη σταθερότητά του β) προσπαθεί να ουδετεροποιήσει οποιαδήποτε πιθανή εναλλακτική, αλλά ανταγωνιστική προοπτική σε σχέση με τις προεπιλεγμένες διαδικασίες»3

 

  Απέναντι στη δυνατότητα της γενικευμένης ανταρσίας, την όχι μακρινή -λόγω και της συσσωρευμένης οργής εξαιτίας της δεκαετούς και πλέον συστηματικής επίθεσης στο κοινωνικό σώμα-, έγινε η επίδειξη δύναμης με την παρέλαση των κατασταλτικών στρατευμάτων στις 6 Δεκέμβρη και στις 17 Νοέμβρη. Η αναντιστοιχία του αριθμού των διαδηλωτών με τους αριθμούς των πραιτωριανών που ανέπτυξαν στους δρόμους οι κρατικοί μηχανισμοί, δεν ήταν μία κίνηση επίδειξης δύναμης που αφορούσε απλώς τις συγκεκριμένες μέρες. Ήταν μέρος μίας στρατηγικής που επιχειρεί να αλλάξει τον χώρο διεξαγωγής του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού, αλλάζοντας με αυτό τον τρόπο και τον χρόνο, τις διακλαδώσεις των πιθανοτήτων που εμφανιζόμενες ως διακυμάνσεις κατά τον Prigogine, επηρεάζουν την περίπλοκη κοινωνική δομή δημιουργώντας τις δυνατότητες για την συνολική αλλαγή της. Οι κρατικές δυνάμεις κατέκλυσαν το μητροπολιτικό πεδίο, σε μία πρόβα ελέγχου και αποκλεισμού των πιθανών καταστάσεων που προκύπτουν από την τομή, την διακλάδωση που δημιουργεί στο χώρο και στον χρόνο η εξέγερση και οι μαζικές συγκρουσιακές διαδηλώσεις.

  Η εξέγερση του Δεκέμβρη και οι συγκρούσεις στους δρόμους αλλά και η συνολική άνθιση του κινήματος, δημιούργησαν κλυδωνισμούς οι οποίοι έφτασαν μέχρι το σημείο να θέσουν υπό δοκιμασία κεντρικές πολιτικές επιλογές του κράτους και του κεφαλαίου. Το ότι (και το πώς) αυτοί οι κλυδωνισμοί διαμεσολαβήθηκαν για να ενταφιαστούν κάποια χρόνια μετά, είναι ζήτημα ξεχωριστής ανάλυσης και ειδικότερα για τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας σε αυτή. Για το κράτος και το κεφάλαιο η ύπαρξη αυτών των πιθανοτήτων επανεμφάνισης αυτής της αμφισβήτησης, δημιουργεί την βούληση για τη δημιουργία ενός ασφυκτικού κλοιού προκειμένου να μην επαναληφθεί η διαδικασία που τις γέννησε. Η ασφυκτική κατασταλτική παρουσία, οι οξυμένες επιταγές της μισθωτής εργασίας, η διάχυση του ρατσισμού αλλά και η επιθετική προσπάθεια πολιτισμικής αναδιαμόρφωσης της κοινωνικής βάσης θέλουν να διαρρήξουν τα δεσμά κοινότητας ανάμεσα στους καταπιεσμένους, τεμαχίζοντας το μητροπολιτικό πεδίο σε μία δυστοπική ρημαγμένη γη, μια αλληλουχία check-points και χώρων παραγωγής και κατανάλωσης. Οι κατασταλτικές δυνάμεις και τα πολιτικά επιτελεία που τις διοικούν, ακόμα και αν δεν έχουν την πλήρη συνείδηση της ίδιας τους της κίνησης, εκτελούν ωστόσο με συνέπεια τους σκοπούς του οικοδομήματος που υπηρετούν. Ενός οικοδομήματος που λειτουργεί κατά το δυνατόν ενιαία ιδιαίτερα απέναντι στον εσωτερικό εχθρό που αποτελεί την προοικονομία της καταστροφής του. 

  "Από μόνες τους η φτώχεια και η εξαθλίωση δεν ήταν αρκετές επέμενε ο Μπακούνιν…τέτοιου είδους συνθήκες μπορούσαν να προκαλέσουν τοπικές πράξεις εξέγερσης αλλά όχι την κοινωνική επανάσταση. Προκειμένου αυτή να πραγματοποιηθεί οι μάζες έπρεπε να εμπνευστούν από μία παγκόσμια ιδέα, με μια παθιασμένη, σχεδόν θρησκευτική πίστη στο δίκιο τους, γεννημένη στα βάθη του λαϊκού ενστίκτου κι αναθρεμμένη από την σκληρή και πικρή εμπειρία.."4

  Στον καθολικό λόγο της εξουσίας αντιπαρατίθεται ο αποσπασματικός λόγος των ανυπότακτων, κι όχι χωρίς αιτία. Αφενός είναι συχνή η σύγχυση που οδηγεί σε τραγελαφικά αποτελέσματα κυρίως εκεί όπου επικρατεί ένας παράλογος ελιτισμός, που τελικά καταλήγει να αρνείται την επαναστατική προοπτική, παραδιδόμενος έτσι σε προσεγγίσεις που είναι ενστικτώδικα αντιδραστικές, αλλά όχι ανταγωνιστικές (αντιθέτως συχνά αποτελούν υποπροϊόντα του) προς το υπάρχον. Αφετέρου καθώς ο λόγος λειτουργεί ως ένας προβολέας επάνω σε πτυχές της πραγματικότητας, οι επισημάνσεις και η κριτική δεν αρκεί να είναι εύστοχες ή συνεπείς.Mπορεί να παραμένουν εύστοχες και συνεπείς ως προς την ακρίβειά τους, και να μην μπορούν να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν για λογαριασμό της παγκόσμιας ιδέας, γιατί παραμένουν εγκλωβισμένες στην μερικότητα της οπτικής από την οποία εκκινούν, είναι σημαντικές στους μικρούς κόσμους ενός διαρκώς εφήμερου παρόντος που ξεχνά το παρελθόν και το μέλλον, ξεχνώντας τελικά και τον σκοπό.Ένα σκοπό που φέρουν ξανά στο προσκήνιο οι πραγματικά σημαντικές στιγμές της ιστορίας των από τα κάτω που προσφάτως, δεν ήταν και λίγες. Η Αυτοκρατορία είδε τις πόλεις να φλέγονται από ζωή στις εξεγέρσεις στις ΗΠΑ, στο Εκουαδόρ, στη Χιλή, στις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Γαλλία. Όλος ο πλανήτης είδε τους μεγαλοαστούς να συσσωρεύουν πλούτη κι από την άλλη τις αλυσίδες αλληλεγγύης για τα απαραίτητα, την αυτοθυσία εργαζομένων που ρίσκαραν τη ζωή τους για να σώσουν άλλες στα νοσοκομεία, τις απεργίες και τις διαδηλώσεις. Δισεκατομμύρια εξοπλισμών και πάνοπλοι κατασταλτικοί στρατοί, εκατοντάδες μέσα παραπληροφόρησης και συκοφάντησης, στάθηκαν ανίκανα να αποτρέψουν τα πλήθη των καταπιεσμένων που έχοντας κατακτήσει τη συνείδηση μίας κοινής ταυτότητας απέναντι στους δυνάστες τους, αντεπιτέθηκαν. Οι προσπάθειες για τη διαμόρφωση αυτής της κοινής συνείδησης, μαζί με τα πλήγματα ,και την ανάδειξή τους, στην εικόνα παντοδυναμίας που θέλει να επιβάλλει ο εχθρός είναι που δημιουργούν το πρώτο ρήγμα στη θωράκισή του.

  Στον ελλαδικό χώρο, απέναντι στο κρατικό και καπιταλιστικό οικοδόμημα και την επίθεση που έχει εξαπολύσει, αρχικά, η θέση για την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός μεγάλου ταξικού, κοινωνικού και πολιτικού μετώπου παρά τις όποιες πρακτικές δυσκολίες αναπόφευκτα συναντά, είναι μία σωστή θέση: Γιατί στην υλική υπεροπλία του αντιπάλου που θέλει να φθείρει μέχρι να σαρώσει τον κόσμο του αγώνα, αντιπαραθέτει τους άγνωστους και δύσκολα μετρήσιμους παράγοντες της κοινωνικής και ταξικής δυναμικής αντιστρέφοντας την εκστρατεία φθοράς εις βάρος του αντιπάλου. Γιατί οι δεκάδες και εκατοντάδες μικροί κόσμοι της αντίστασης πολλαπλασιάζουν την ισχύ τους όταν συνεργούν. Γιατί τελικά για να είναι πειστική κοινωνικά αλλά και στον κάθε ένα και στην κάθε μία από τους αγωνιζόμενους η δυνατότητα της εφόδου στον ουρανό, της οργάνωσης της κοινωνίας στη βάση της αυτοδιεύθυνσης και της ισότητας είναι απαραίτητη η οργάνωση των ίδιων των φορέων αυτών των ιδεών αλλά και η κινηματική συν-λειτουργία σε πλαίσια συντροφικότητας που χωρίς να παραγνωρίζουν τη πολιτική διαπάλη, επιλέγουν συνειδητά την συλλογικοποίηση. Πλαίσια με βάση τα οποία κάθε μάχη που χάνεται είναι μία μάχη χαμένη για όλους. Και κάθε μάχη που κερδίζεται είναι ένα βήμα που φέρνει πιο κοντά την κατάκτηση του χώρου και του χρόνου της ζωής, από εκείνους που την αγαπούν πραγματικά, από τους επαναστατημένους πληβείους. Είναι αυτό το βήμα που μπορεί να φέρει το επόμενο, την μετατροπή μέσω της επανάστασης της ως τώρα ιστορίας -ως της πάλης ανάμεσα στους καταπιεστές και τους καταπιεσμένους-, σε προϊστορία, προκειμένου να αναδυθεί η αναρχική-κομμουνιστή κοινωνία, η κοινωνία των ελεύθερων ίσων.

 

1  Κλαούζεβιτς, Περί του Πολέμου

2 Ρ. Ταίημπερ, Θεωρία και Πρακτική του Ανταρτοπολέμου

3 R. Curcio, A, Francheschini, Σταγόνες Ήλιου στη Στοιχειωμένη Πόλη

4 Ν. Pernicone, Italian Anarchism, 1864-1892