Ο κόσμος των αφεντικών κλυδωνίζεται. Οι οργισμένες κραυγές της εξέγερσης από την καπιταλιστική περιφέρεια έφτασαν στο κέντρο της, ενώ ο εκκωφαντικός θόρυβος του ξεσηκωμού στην καρδιά της Αυτοκρατορίας διέλυσε κάθε αμφιβολία ότι οι «ήσυχες μέρες», αν υπήρξαν ποτέ, ανήκουν στο παρελθόν. Οι εκτιμήσεις των απολογητών του καθεστώτος για την «εξάντληση της αντίστασης» των καταπιεσμένων πετάγονται καθημερινά στα σκουπίδια της ιστορίας.
Η κρατική – καπιταλιστική αποσάθρωση, η ολοκληρωτική χρεοκοπία του συστήματος εξουσίας υπογραμμίζεται ως οικουμενική πραγματικότητα μέσα από τις συνέπειες της πανδημίας του Covid-19, με το βάθεμα της κρίσης του κεφαλαίου. Σε ολόκληρο τον κόσμο, όσο και στο ήδη χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος, η διαπίστωση είναι απλή: όταν λιγοστεύουν τα καρότα περισσεύουν τα μαστίγια. Η αδηφαγία των αφεντικών για όλο και μεγαλύτερα κέρδη δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αυταπάτες περί αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Τα παχυλά κρατικά κονδύλια δεν κατευθύνονται κατευναστικά προς τα πληττόμενα εργατικά τμήματα αλλά επενδύονται ως δωροδοκία στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ώστε αυτά αφενός να παράγουν ακόμη πιο έντονη και αποτελεσματική προπαγάνδα και αφετέρου να σιωπήσουν μπροστά στη σφαγή της κοινωνικής βάσης που έχει ήδη ξεκινήσει.
Το ξύλο στις πλατείες την περίοδο μετά τη λήξη της καραντίνας, η κατοχή των Εξαρχείων, οι εκκενώσεις και απειλές εναντίον των καταλήψεων, το σπάσιμο των διαδηλώσεων, η πρώτη de facto εφαρμογή της απαγόρευσης στη μηχανοκίνητη εργατική πορεία στη Νίκαια στις 11 Ιούνη με τη σύλληψη 46 αγωνιστών, η σκευωρία εις βάρος των συντρόφων Καλαϊτζίδη – Ματαράγκα, οι συνεχόμενες προσαγωγές αναρχικών, η σπατάλη εκατομμυρίων για τον εξοπλισμό των δυνάμεων καταστολής και εν τέλει το ίδιο το νομοσχέδιο για την περιστολή και καταστολή των διαδηλώσεων έχουν ένα κοινό: τον φόβο της εξουσίας απέναντι στις επικίνδυνες τάξεις, απέναντι στο ανάστημα της εξεγερμένης αξιοπρέπειας που μπορούν και σηκώνουν ολοένα οι καταπιεσμένοι πληβείοι του αβίωτου κόσμου της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» αναβαθμίζεται σε μια ενιαία στρατηγική Προληπτικής Αντιεξέγερσης, η οποία βασίζεται ουσιαστικά σε χουντικές διατάξεις. Τα αφεντικά και το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται το κράτος και περιφρουρεί το μονοπώλιο της βίας από αυτό γνωρίζουν πολύ καλά προς ποια ζοφερή κατάσταση κινούν τα πράγματα. Η λεηλασία της εργατικής πλειοψηφίας δεν έχει προηγούμενο ούτε στο πλαίσιο της κρίσης που ξέσπασε το 2010. Η εμπειρία τους από την προηγούμενη φάση του λαϊκού ξεσηκωμού, αλλά και ο τρόμος τους για σφοδρότερη ακόμα σύγκρουση ενός ακηδεμόνευτου, επαναστατημένου και καλύτερα οργανωμένου κοινωνικού και ταξικού κινήματος με την εξουσία τους, βάζει στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων τους την πρόληψη της βίαιης καταστολής. Το νομοσχέδιο αυτό αξιώνει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, ενώ οι ρίζες του βρίσκονται βαθειά μέσα στη χουντική παράδοση της ελληνικής ακροδεξιάς.
Η παρουσία άλλωστε των ΜΑΤ στα νησιά για τη δημιουργία των κλειστών κέντρων κράτησης, η αντίστοιχη στα σύνορα για την αντιμετώπιση της «εισβολής» των κατατρεγμένων μεταναστών και προσφύγων, ο καταλυτικός ρόλος της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της καραντίνας, το σπάσιμο του πανεπιστημιακού ασύλου με την εισβολή των ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ και τον ένοπλο μπάτσο, η διαρκής και εντεινόμενη παρουσία της Αστυνομίας σε όλα τα πεδία του δημόσιου χώρου και της κοινωνικής ζωής καταδεικνύει ότι ο μισθοφορικός στρατός κατοχής του κράτους αναβαθμίζεται σε ολοκληρωτική και πανταχού παρούσα μονάδα επιβολής της στυγνής εξουσίας των αφεντικών. Το ίδιο το νομοσχέδιο κατά των διαδηλώσεων αποδίδει απευθείας στην Αστυνομία εξουσίες εισαγγελέα, αφού μπορεί ο Αστυνομικός Διευθυντής να αποφασίσει κατά το δοκούν ποιες διαδηλώσεις χαρακτηρίζονται ριζοσπαστικές και δύναται να διαλυθούν με τη βία. Είναι προφανές ότι πέρα από τον ευρύτερο στόχο περιστολής της ίδιας της κοινωνικής πάλης, με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο το Κράτος ευελπιστεί να διαλύσει τον ριζοσπαστισμό, βασικός εκφραστής του οποίου υπήρξε διαχρονικά την μεταπολιτευτική περίοδο το αναρχικό κίνημα.
Αυτή η διαχείριση σε συνδυασμό με ένα σύνολο πολιτικών επιλογών δείχνει ότι αποτελεί διακαή πόθο τους το ξερίζωμα της κουλτούρας της ανυπακοής και της εξέγερσης που εκδηλώνεται ως διαρκής δυνατότητα στις κοινωνικές εκρήξεις των από τα κάτω. Η ψήφιση των νομοσχεδίων για την παιδεία και το περιβάλλον ουσιαστικά σε κατάσταση κοινωνικού εγκλεισμού εν μέσω καραντίνας και το χουντικό νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις συγκροτούν ένα σώμα πολιτικών μεταρρυθμίσεων για την ανατροπή εκείνων των όψεων του μεταπολιτευτικού παραδείγματος που συνδέθηκαν με τις μεγαλύτερες λαϊκές – πληβειακές νίκες απέναντι στο τέρας του κρατισμού και του καπιταλισμού που εξοντώνει τους ανθρώπους και (απ)αλλοτριώνει τη φύση.
Η αστική τάξη γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι το βάθεμα της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος επιτάθηκε σε δυσθεώρητα ύψη εξαιτίας και της πανδημίας, η οποία έχει παγκόσμιο χαρακτήρα. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι εκατομμύρια εξαθλιωμένοι δεν θα μπορέσουν από ένα σημείο κι έπειτα να χορτάσουν με την προπαγάνδα των αφεντικών∙ θα πρέπει να αναλάβουν οι ράβδοι των πραιτόρων. Είναι δικό μας καθήκον να προετοιμάσουμε με υπομονή και δυναμισμό την κοινωνική βάση για μια γενικευμένη σύγκρουση με τους δυνάστες της, να αναβαθμίσουμε την επαναστατική οργάνωση εις βάρος των ρεφορμιστικών σχηματισμών που ξεφτιλίζουν και ξεπουλούν τους λαϊκούς αγώνες. Να πείσουμε το κοινωνικό σώμα με το παράδειγμα ανυποχώρητου αγώνα, μπαίνοντας ξανά στην πρώτη γραμμή, στη φυσική θέση κάθε Αναρχικής πρότασης, θέτοντας αναχώματα, στήνοντας οχυρώματα, μετατρέποντας τις κοινωνικές αιχμές σε επαναστατικό υλικό. Αν ζούμε είναι για να πατήσουμε στα κεφάλια των βασιλιάδων.