Αυτός εδώ ο κόσμος που ζούμε, μπορεί να είναι πολύ μικρός, πολύ όμορφος ίσως μερικές φορές, μα για τη σύντομη ανθρώπινη ιστορία έχει σημειώσει δυσανάλογα πολλές σφαγές.
Έχει ποτίσει αίμα παντού, βαθειά στη γη. Οι περισσότερες -αν όχι όλες- σφαγές που έχουν γίνει, έχουν βέβαια ένα κοινό. Ποιο είναι αυτό το κοινό λοιπόν ανάμεσα στους κατασφαγιασμένους Κονγκολέζους, τους αυτόχθονες της Αμερικής, των Αζτέκων, των Αφρικανών σκλάβων και φυσικά το ολοκαύτωμα των Εβραίων; Δεν είναι σίγουρα ούτε κάποιος αιμοδιψής ημίτρελος ηγεμόνας, ούτε φυσικά κάποιος de facto και αόριστα “βάρβαρος” λαός. Το κοινό ανάμεσα στις μεγαλύτερες σφαγές όλου του κόσμου είναι το ότι ήταν νόμιμες. Όχι απλά νόμιμες, αλλά πολλές φορές μάλιστα ξεκάθαρες κρατικές πολιτικές προσταγές. Για να γίνει αυτό βέβαια, χρειάστηκε να προηγηθεί και η πλήρης απαξίωση των μελλοντικών θυμάτων ως μη ανθρώπων, ως όντων κατώτερων και ασήμαντων, έτσι ώστε να είναι πιο εύπεπτη κοινωνικά η εξόντωσή τους.
Σήμερα συμπληρώνονται τα 76 χρόνια από την απελευθέρωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης Άουσβιτς – Μπίρκεναου, για το οποίο όσα και να γνωρίζει κανείς μονάχα όταν το επισκεφθεί θα αντιληφθεί τη νεκρική σιγή που άφησαν να πλανάται στην ατμόσφαιρα οι χιλιάδες επί χιλιάδων άνθρωποι που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν εκεί. Οι φρικαλεότητες των ναζί θα στοιχειώνουν για πολλά χρόνια ακόμα την ανθρωπότητα. Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό κάποιου όταν ακούει τη λέξη «ναζί» είναι ο Αδόλφος Χίτλερ. Κυριαρχεί η αντίληψη ότι η πηγή του κακού ήταν μονάχα ένας άνθρωπος, και αυτό συμβαίνει διότι όταν το κακό προσωποποιείται, μικραίνει ο όγκος του, καθώς και οι ευθύνες για τις θηριωδίες. Φαίνεται να παραμερίζεται (ηθελημένα ίσως;) πως το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα ανέβηκε στην εξουσία και ο Χίτλερ έγινε Καγκελάριος, στις 30 Ιανουαρίου 1933 , όχι με κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα, αλλά με εκλογές, κανονικά και δημοκρατικά. Πολλά πρόσωπα μάλιστα από την «υψηλή κοινωνία» της Γερμανίας (γιατροί, δικηγόροι, αξιωματικοί της αστυνομίας, τραπεζίτες, δικαστές) στήριξαν το ναζιστικό καθεστώς ένθερμα, συμμετείχαν μάλιστα ενεργά στην υλοποίηση της «Τελικής Λύσης», καθώς και επωφελήθηκαν οικονομικά από αυτήν, και όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, μα μετά την πτώση του συνέχισαν κανονικά τις ζωές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι οι πέντε από τους ένδεκα χιλιάδες πεντακόσιους δικαστές της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στελέχωναν τα δικαστήρια του χιτλερικού καθεστώτος1 . Μονάχα προς το τέλος του πολέμου, εκεί που ήταν ξεκάθαρο πλέον πως η Γερμανία θα ηττηθεί, άρχισαν πολλοί να κατακρίνουν την εξόντωση των Εβραίων και να προσπαθούν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα, όχι από κάποια ξαφνική κρίση ανθρωπισμού, μα για να γλιτώσουν από τις επικείμενες επιπτώσεις.
«Γιατί η αλήθεια είναι τελείως αντίθετη προς τη διαβεβαίωση του Δρ. Αντενάουερ , ότι δηλαδή “μόνον ένα σχετικά μικρό ποσοστό των Γερμανών υποστήριξαν τον ναζισμό” και ότι “η μεγάλη πλειονότητα των Γερμανών βοηθούσαν με μεγάλη προθυμία τους Εβραίους συμπολίτες τους, όποτε μπορούσαν” (τουλάχιστον μια γερμανική εφημερίδα, η Frankfurter Rundschau, υπέβαλε καθυστερημένα το προφανές ερώτημα - «γιατί τόσοι άνθρωποι που θα πρέπει να γνώριζαν το παρελθόν του Άιχμαν κράτησαν το στόμα τους κλειστό;» - και έδωσε την εξ ίσου προφανή απάντηση: “Επειδή ένιωθαν κι αυτοί ένοχοι”)»2.
Το να υπακούει κανείς τυφλά στους νόμους και στις κρατικές προσταγές, το να «κάνει απλά τη δουλειά του» μπορεί να οδηγήσει σε εξίσου τρομακτικά αποτελέσματα. Στην Ελλάδα το πιο εκκωφαντικό παράδειγμα αποτελεί το μεταναστευτικό ζήτημα. Χιλιάδες άνθρωποι μέσα στην τελευταία δεκαετία είτε έχουν πνιγεί στο αιγαίο, είτε αν κατάφεραν και γλίτωσαν από τον πνιγμό έχουν αντιμετωπίσει τα μαχαίρια των νεοναζί, τους τραμπουκισμούς της αστυνομίας, τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Περνώντας τη Μεσόγειο, στον τρανό δυτικό πολιτισμό, άφησαν πίσω την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Ζούνε σε ένα καθεστώς εξαίρεσης, στοιβαγμένοι στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έχτισαν πρόχειρα για αυτούς τα φιλεύσπλαχνα ευρωπαϊκά κράτη, αργοπεθαίνοντας από τις κακουχίες μέρα με τη μέρα, μη μπορώντας η φωνή τους να φτάσει στα αφτιά των ανθρώπων που «δεν ήξεραν, δεν έμαθαν ποτέ».
Για αυτό και εμείς οι αναρχικοί έχουμε βάλει στόχο να μην κοιτάξουμε ποτέ «τη δουλειά μας», μα να γίνουμε η φωνή και η οργή όλων των καταπιεσμένων. Να χτυπήσουμε στη ρίζα του κακού. Στο κράτος, το κεφάλαιο και την εξουσία, να διαμορφώσουμε έναν κόσμο χωρίς σφαγείς, χωρίς αφέντες και χωρίς δούλους. Γιατί μόνο έτσι θα σταματήσει πια η ιστορία να είναι μία ιστορία δολοφόνων. Τέλος, όπως γράφει και ένας σύντροφος, «στην πολιτική δεν υπάρχουν αθώοι∙ αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι είμαστε όλοι το ίδιο ένοχοι».
1 Χάννα Άρεντ - Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ - Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, εκδόσεις Νησίδες
2 από το ίδιο βιβλίο