Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί μια σύντομη κατάθεση «συλλογικών σκέψεων» από προσωπική σκοπιά για την ημέρα της 17 Νοέμβρη όπως βιώθηκε τουλάχιστον στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Αφιερωμένο στους καρδιακούς συντρόφους και συντρόφισσες και σε όσους συνεχίζουν να αγωνίζονται απέναντι στο απάνθρωπο Κτήνος.
17 Νοέμβρη 2020
«Αποφασίζομεν και διατάσσομεν την καθυπόταξη και τη σύλληψη όσων ατίθασων και ανυπάκουων προς τις κεντρικές εντολές, οι οποίες απαγορεύουν αυστηρώς και καθέτως τη συνάθροιση αγωνιζομένων υποκειμένων, ακόμη κι αν τηρούνται τα υγειονομικά μέτρα πρόληψης των τελευταίων, διότι ως κυβερνώντες είμαστε οι μόνοι διαχειριστές της κοινωνικής ειρήνης και εύρυθμης λειτουργίας της ζωής των υπηκόων μας.»
Παρά τις αυστηρές εντολές του υπουργού καταστολής του πολίτη, κάποιοι ατίθασοι και ανυπάκουοι επιλέξαμε να βρεθούμε στο δρόμο από το πρωί. Οι αϋπνίες των προηγουμένων ημερών εξαιτίας της εξουσιαστικής αναγγελίας της κυβέρνησης και της νέας δυστοπικής πραγματικότητας που εξ’ αντικειμένου μας επιβαλλόταν από τους υπερόπτες δυνάστες μας, υπερκεράστηκαν από την αγωνία και τον ενθουσιασμό που μας κατέκλυζε για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, κιόλας από το προηγούμενο βράδυ.
Πως θα μπορούσαμε να κάτσουμε στα σπίτια της καραντίνας;
Πως θα μπορούσαμε να μην κατέβουμε στο δρόμο τη συγκεκριμένη μέρα;
Από τότε που θυμόμαστε τους εαυτούς μας να βαδίζουμε στο δύσβατο μονοπάτι της πολιτικής, χέρι χέρι μαζί με την αγαπημένη μας Αναρχία, δεν έχουμε χάσει καμιά 17 Νοέμβρη , θα λείπαμε σ΄αυτή;
Όχι δεν είμαστε υγειονομικός κίνδυνος, μήτε αρνούμαστε την ύπαρξη της πανδημίας, παρά μόνο δεν εμπιστευόμαστε και για αυτό αμφισβητούμε την διαχείριση της από τα κάλπικα τσογλάνια του κράτους. Και η εκδήλωση αυτή θα μπορούσε να λάβει μέρος μόνο εκεί που ανήκουμε.
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ!
Διότι αυτόν ακριβώς θελήσανε να μας κλέψουνε οι καταπιεστές μας.
Διότι στον Δρόμο γεννηθήκαμε, και σε αυτόν θα αφήσουμε την τελευταία μας πνοή.
Ο φόβος δεν ήταν επιλογή. Ή τουλάχιστον δεν τον αφήσαμε να βγει μπροστά. Τον κρατούσαμε σφιχτά από τον ψευδογεροδεμένο φράκο του, με τόση δύναμη και θάρρος, που όσοι κατάφεραν και μας είδαν πραγματικά, μπόρεσαν και παρατήρησαν πως δεν ήμαστε αυτοί που φοβόντουσαν· ο ίδιος ο φόβος δείλιασε.