Αναδημοσίευση από το Άνθος του Κακού
Στις 14 Απριλίου του 1931 οι λαϊκές γειτονιές σε ολόκληρη την Ισπανία γιόρταζαν την πτώση της επταετούς δικτατορίας του Primo de Rivera και την επάνοδο στη δημοκρατία. Ήταν η ημερομηνία γέννησης της Β’ Ισπανικής Δημοκρατίας. Τα συνδικάτα της CNT[1] όμως, ήδη από την επομένη άρχισαν τις ετοιμασίες για την πορεία της εργατικής Πρωτομαγιάς, ενώ διοργάνωσε εκδηλώσεις και ομιλίες για να ακουστεί σε ολόκληρο το σώμα της εργατικής τάξης η στάση που κρατάει η Συνομοσπονδία απέναντι στο νέο καθεστώς. Το γενικό πλαίσιο έδωσε ο Buenaventura Durruti στην πρώτη ομιλία που έκανε προς την Καταλανική εργατική τάξη την Κυριακή 18 Απριλίου:
«Αν ήμασταν Δημοκράτες, θα υποστηρίζαμε ότι η προσωρινή κυβέρνηση είναι ανίκανη να μεταβάλλει σε επιτυχία τη νίκη που της έδωσε ο λαός. Αλλά είμαστε γνήσιοι εργάτες και ως εκπρόσωποί τους λέμε ότι, ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι, δεν θα ξαφνιαστούμε, αν η χώρα βρεθεί αύριο στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου. Δεν ενδιαφερόμαστε καθόλου για την Δημοκρατία, αλλά την δεχόμαστε ως μια αφετηρία για να προχωρήσουμε στον κοινωνικό εκδημοκρατισμό. Αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι αυτή η Δημοκρατία εγγυάται πως η ελευθερία και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι λέξεις χωρίς νόημα. Αν η Δημοκρατία αποτύχει να πάρει στα σοβαρά τις επιθυμίες της εργατικής τάξης, τότε ακόμα και αυτό το μικρό ενδιαφέρον που έχουν γι’ αυτήν οι εργάτες θα μειωθεί στο ελάχιστο, γιατί αυτός ο θεσμός δεν θα ανταποκρίνεται στις ελπίδες που στήριξε πάνω του η τάξη μας στις 14 Απριλίου».
Μέσα σε αυτό το κλίμα πραγματοποιήθηκε και η πορεία της Πρωτομαγιάς στη Βαρκελώνη, στην οποία συμμετείχε και διεθνής αντιπροσωπεία αναρχικών.
«Την Παρασκευή 1η του Μάη του 1931 στις εννέα το πρωί, το κτήριο των Καλών Τεχνών ήταν γεμάτο. Σε μια πλατεία μεταξύ του πάρκου της Ακρόπολης και του μνημείου της Νίκης ένα πυκνό πλήθος προχωρούσε προς την αψίδα του Θριάμβου και σκορπιζόταν σε όλους τους γειτονικούς δρόμους. Πάνω στις τοιχοκολλημένες αφίσες διάβαζες: «Κάτω η Guardia Civil[2]», «Τα εργοστάσια στους εργάτες», «Η γη στους αγρότες», «Ζήτω η CNT-FAI». Σε όλους τους βραχύχρονους λόγους που επέκριναν δημόσια την Δημοκρατία, στο λαό προσφερόταν μόνο μια λύση στα προβλήματά του «να καταλάβει τα εργοστάσια, να τα διευθύνει ο ίδιος και να πάρει τη γη. Η εργατική τάξη μπορεί να το κάνει αυτό. Το μόνο που χρειάζεται είναι η επαναστατική τόλμη». Μετά από αρκετούς λόγους, η περιφερειακή επιτροπή της CNT, αναγνωρίζοντας δημόσια το πρόβλημα της Συντακτικής Συνέλευσης, καθόρισε τη θέση της οργάνωσης: «Το έργο μας δεν σταματάει εδώ, πρέπει να προχωρήσουμε, να προχωρήσουμε θριαμβευτικά για την κατάκτηση του μέλλοντος, του οποίου το μοναδικό νόημα για την εργατική τάξη δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η ολοκληρωτική συντριβή του καπιταλισμού και τους Κράτους. Μόνο μετά απ’ αυτό μπορεί να δημιουργηθεί μια αταξική κοινωνία[3]».
Αλλά βασικά ο χαρακτήρας της διαδήλωσης ήταν ειρηνικός. Μετά από μια πορεία μέσα στην πρωτεύουσα, τελείωσε μπροστά στο ανάκτορο της Generalidad[4], όπου μια αντιπροσωπεία θα έδινε στις αρχές το αίτημα που είχε ψηφίσει ο λαός. Τρία φορτηγά ήταν στην αρχή της πομπής. Πίσω από προχωρούσε η Επιτροπή, η οποία, στο όνομα των Συνδικάτων, ήταν επικεφαλής της διαδήλωσης και την αποτελούσαν ο Santiago Bilbao, ο Francisco Ascaso, ο Durruti και ο Juan Oliver. Αμέσως μετά από αυτούς χωρίς ιδιαίτερη τάξη, προχωρούσε ένα πλήθος, το οποίο ο αστικός τύπος υπολόγισε ότι ανέρχονταν σε περισσότερους από 100.000 ανθρώπους. Οι διαδηλωτές προχώρησαν μέσα από τις κυριότερες λεωφόρους της Βαρκελώνης, έφτασαν στην Plaza de Ctalunya και πηγαίνοντας από το δρόμο της Ramplas , έφτασαν στην αρχή του δρόμου Fevaler όπου μπήκε μόνο ένα αυτοκίνητο, μπροστά από το οποίο ήταν τα μέλη της Επιτροπής. Ήταν 1 το μεσημέρι όταν η εμπροσθοφυλακή της πορείας ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την αστυνομία, που τους απαγόρευσε την είσοδό τους στην πλατεία.
Ένας αξιωματικός της Guardia Civil προχώρησε μπροστά και κρατώντας ένα πιστόλι στο χέρι πλησίασε τα μέλη της Επιτροπής και τα διέταξε να φύγουν. Οι υπόλοιποι άντρες της αστυνομίας στέκονταν πίσω από τον αξιωματικό τους, έχοντας στραμμένα τα όπλα τους προς τους διαδηλωτές. Ο Ascaso πήγε προς το μέρος τους για να συζητήσει με τον αξιωματικό, αλλά αυτός δεν άκουγε τίποτα και απαίτησε από τους διαδηλωτές να διαλυθούν αμέσως. Ο Ascaso με ένα χτύπημα τον αφόπλισε. Ο αξιωματικός βλέποντας ότι είναι άοπλος, οπισθοχώρησε και μαζί του και οι στρατιώτες. Μετά ο Durruti ανεμίζοντας μια κόκκινη και μαύρη σημαία, φώναξε με μια διαπεραστική φωνή: «Κάντε τόπο να περάσει η FAI[5]»
Αμέσως, από τους γύρω δρόμους το πλήθος άρχισε να προχωράει και σ’ ένα λεπτό είχαν καταλάβει την πλατεία Συντάγματος. Τα μέλη της Επιτροπής άρχισαν να προχωράνε αργά προς το κτήριο για να παραδώσουν τα αιτήματα που ψηφίστηκαν στη συγκέντρωση. Αλλά δεν είχαν καν προλάβει να περάσουν την είσοδο όταν οι πόρτες έκλεισαν βίαια. Ένας πυροβολισμός ήρθε μέσα από το κτήριο, ακολούθησε ακόμη ένας και πολύ γρήγορα μια βροχή από σφαίρες κατευθύνθηκε προς τους διαδηλωτές. Οι περισσότεροι από αυτούς έπεσαν στο χώμα ενώ πολλές γυναίκες προσπάθησαν να ξεφύγουν ενώ άρχισαν να στριγγλίζουν. Η σύγχυση μεγάλωνε με τους πυροβολισμούς και υπήρχαν ήδη μερικά θύματα.
Όμως υπήρχαν ομάδες οπλισμένων εργατών μέσα στο πλήθος και αν απαντούσαν στις κυβερνητικές δυνάμεις χρησιμοποιώντας τα πιστόλια τους υπήρχε φόβος να γίνει μακελειό. Τα μέλη της Επιτροπής κατάλαβαν αμέσως ότι αυτή η σύγκρουση, που μόνο κακό μπορούσε να κάνει στους εργάτες έπρεπε να αποφευχθεί. Η γρήγορη αντίδραση του Durruti απέτρεψε την καταστροφή. Σκαρφαλώνοντας σε μια κολόνα, παρά τις σφαίρες που έπεφταν, μίλησε προς τις οπλισμένες ομάδες και σύστησε ηρεμία και αυτοσυγκράτηση. Το θέαμα αυτό ήταν συγκλονιστικό μέσα σ’ αυτήν την δραματική ατμόσφαιρα. Μια σφαίρα τον είχε πληγώσει ελαφρά στο στήθος, και το πουκάμισο του είχε γίνει κόκκινο, αλλά συνέχιζε να μιλάει ασταμάτητα. Για μια στιγμή φάνηκε ότι η φασαρία τελείωνε, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και η πλατεία άρχισε να αδειάζει. Τώρα ο Durruti που ήταν ακόμη σκαρφαλωμένος στην κολόνα, απηύθυνε τις παρατηρήσεις του στις αρχές, τις οποίες και κατηγόρησε για την όλη κατάσταση. Κοντά του ήταν και ο Ascaso, οποίος ήταν πληγωμένος στο χέρι αλλά αρνιόταν τις περιποιήσεις των συντρόφων του. Στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί ένας ανοιχτός χώρος γύρω από τα μέλη της Επιτροπής τα οποία γινόταν ένας σίγουρος στόχος ενώ οι πυροβολισμοί ξανάρχιζαν. Οι ένοπλες επιτροπές δεν συγκρατήθηκαν και απάντησαν στην επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων.
Οι Καραμπινιέροι, που είχαν τον στρατώνα τους πολύ κοντά, βγήκαν έξω και άρχισαν να πυροβολούν κι αυτοί προς το μέρος των διαδηλωτών, σύντομα όμως εμφανίστηκε ένας λόχος πεζικού με επικεφαλής το λοχαγό Miranta που πήρε το μέρος των διαδηλωτών. Ο Durruti ξανανέβηκε στην κολόνα και άρχισε να φωνάζει προς τα στρατεύματα, παρόλο που η Guardia Civil και οι Καραμπινιέροι συνέχιζαν να πυροβολούν. Βλέποντας τον Durruti πάνω στην κολόνα, οι στρατιώτες δίστασαν, αλλά ο λοχαγός τους διέταξε να πυροβολήσουν εναντίον της Guardia Civil και των Καραμπινιέρων. Μια φοβερή ιαχή ακούστηκε στην πλατεία και μέσα σε ένα λεπτό η αστυνομικοί εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τους στρατιώτες και τους διαδηλωτές κύριους της κατάστασης. Ο τελικός απολογισμός της Πρωτομαγιάτικης πορείας ήταν 15 τραυματίες κι ένας νεκρός από την πλευρά των διαδηλωτών και 2 νεκροί και αρκετοί τραυματίες από την πλευρά των δυνάμεων καταστολής[6].
Τη νύχτα οι αναρχικές οργανώσεις έβγαλαν ένα ανακοινωθέν που κατέληγε «…όταν η αστική τάξη δεν μπορεί να βάλει τάξη στην αταξία της, τότε αυτό πρέπει να το κάνουν οι επαναστάτες[7]».
Η Πρωτομαγιά του 1931 στη Βαρκελώνη και τα -λιγότερο γνωστά- γεγονότα που έλαβαν χώρα εκεί αποτελούν άλλη μια αιματοβαμμένη σελίδα στο μεγάλο βιβλίο των αγώνων της παγκόσμιας εργατικής τάξης που έχει χαραχτεί από τις θυσίες των συντρόφων μας στο παρελθόν. Είναι η παρακαταθήκη μας για τους αγώνες του αύριο, από την υπεράσπιση των κεκτημένων μέχρι την τελική απελευθέρωση από το σύστημα εκμετάλλευσης. Για την κοινωνική δικαιοσύνη, τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό και την Αναρχία.
Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο του Abel Paz «Durruti, η κοινωνική Επανάσταση στην Ισπανία 1896-1936» τόμοι Α-Β εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος β’ έκδοση, Δεκέμβριος 1999
[1] Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας. Η συνδικαλιστική οργάνωση των Αναρχικών.
[2] Ειδικό αστυνομικό σώμα, από τα πλέον απεχθή για τους εργάτες λόγω των ωμοτήτων που διέπραξε εναντίον τους.
[3] Solidaridad Obrera, 2 Μαη 1931. Η Solidaritat Obrera (“Εργατική Αλληλεγγύη”) αποτελούσε την καθημερινή εφημερίδα που εξέδιδε η CNT.
[4] Η τοπική κυβέρνηση της Καταλωνίας.
[5] Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής. Η ειδική οργάνωση των αναρχικών.
[6] Μαρτυρία των παρόντων αγωνιστών Tomas Perez και Juan Molina.
[7] Libertaire, 18 Μάη 1931, Παρίσι.
επιμέλεια: Άρης Τσιούμας