Ξαφνικά και απροσδόκητα, το βράδυ της Τετάρτης 16 Φλεβάρη έφυγε για πάντα ο αιρετικός του χώρου των αιρετικών, ο αγωνιστής Γιάννης Μπουκετσίδης αφήνοντας πίσω του για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν ένα απέραντο κενό και μνήμες ατελείωτων αγώνων που σημάδεψαν τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο Γιάννης γεννήθηκε πριν 48 χρόνια σε ένα σανατόριο της Πεντέλης όπου κρατούνταν η εξόριστη μητέρα του αγωνίστρια του ΚΚΕ και εκεί έζησε τα πρώτα του χρόνια. Σε μικρή ηλικία έχασε τον εργάτη πατέρα του, μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία όπου πήγε σε μια τεχνική σχολή και αγωνίστηκε στα πρώτα του νεανικά χρόνια μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Πνεύμα ανήσυχο κι ανυπότακτο ο Γιάννης κατηφόρισε προς τα Εξάρχεια, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και εντάχθηκε στον αγώνα των αντιεξουσιαστών διαπερνώντας τον με τη θυελλώδη προσωπικότητά του.
Ο Γιάννης δεν ήταν από τους πολλούς “περαστικούς” ή τους “περιστασιακούς” αγωνιστές, αλλά ένας ξεχωριστός άνθρωπος, από αυτούς που με ανυπολόγιστο προσωπικό κόστος σε μια μακρά διαδρομή πολλών χρόνων καθόρισαν και τίμησαν τον αγώνα με την υποδειγματική παρουσία τους κι αξίζουν το σεβασμό μας γιατί με τη στάση τους “κράτησαν ζωντανές τις έννοιες της αντίστασης, της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας απέναντι σε έναν πάνοπλο κρατικό μηχανισμό που επιδίωξε με λύσσα την ηθική και τη φυσική τους εξόντωση”.
Πολύ νωρίς ο Γιάννης Μπουκετσίδης βρέθηκε στο στόχαστρο της αστυνομίας που προσπαθούσε λυσσαλέα να καταστρέψει την δυναμική του αντιεξουσιαστικού αγώνα και το πάθος των αγωνιστών. Το Φεβρουάριο του 1980 προσάγεται για εξακρίβωση στοιχείων στην ασφάλεια Πειραιά και κατηγορείται για έναν εμπρησμό της εφορίας στη Νίκαια. Βασανίστηκε άγρια και προφυλακίστηκε. Έμεινε στην φυλακή 8 μήνες και αθωώθηκε οριστικά το 1983 καθώς αποδείχτηκε πως ο εμπρησμός είχε γίνει μια ώρα μετά τη σύλληψή του.
Στο διάστημα που κρατούνταν στον Κορυδαλλό ο Γιάννης πραγματοποίησε μια πολυήμερη απεργία πείνας μαζί με τους επίσης κρατούμενους αγωνιστές Φίλιππα Κυρίτση, Σοφία Κυρίτση και Γιάννη Σκανδάλη ενώ γνωρίστηκε με εξεγερμένους της φυλακής όπως τον Γιάννη Πετρόπουλο και συνδέθηκε με τους αγώνες των φυλακισμένων στους οποίους στάθηκε πάντα αλληλέγγυος.
Εκείνη την πρώτη απεργία πείνας που έκανε απαιτώντας την ελευθερία του ακολούθησε μια ακόμη δραματική απεργία πείνας μερικά χρόνια αργότερα, υποσκάπτοντας ανεπανόρθωτα την υγεία του όπως αποδείχτηκε με τον πρόωρο θάνατό του από καρδιά.
Μετά την αποφυλάκισή του θα θεωρηθεί ύποπτος μεταξύ άλλων και για τον εμπρησμό του “Μινιόν” αλλά δεν θα του απαγγελθούν κατηγορίες.
Αν και από τότε βρισκόταν σταθερά ως ύποπτος στο στόχαστρο των αστυνομικοδικαστικών αρχών που δεν αποδέχονταν εύκολα την κατάρρευση των μεθοδεύσεων και την καταρράκωση του κύρους τους, ο ίδιος πάντως αποποιούνταν την ταυτότητα και το ρόλο του "συνήθη υπόπτου", απαντώντας με χιούμορ και ειρωνεία: "Ύποπτος, ναι. Συνήθης όχι. Δεν είμαι και τόσο συνηθισμένος".
Το 1982 κατηγορείται πάλι, αυτή τη φορά μαζί με άλλους δύο αναρχικούς για τον ξυλοδαρμό ενός ασφαλίτη, ο οποίος εντοπίστηκε και πιάστηκε να παρακολουθεί συνέλευση αναρχικών στο Χημείο, έχοντας μαζί του την υπηρεσιακή του ταυτότητα. Αργότερα όλοι τους θα αθωωθούν.
Το Σεπτέμβρη του 1989 συλλαμβάνεται ξανά, αυτή τη φορά για την υπόθεση Μπακογιάννη αλλά αφήνεται ελεύθερος.
Ο Γιάννης όμως δεν παρέμεινε εσώκλειστος σε ένα στενό πλαίσιο του αντιεξουσιαστικού αγώνα και είχε συμμετάσχει δραστήρια ως αλληλέγγυος και σε αγώνες αντίστασης εργαζόμενων όπως εκείνον όπου είχαν καταληφθεί τα μεταλλεία Μαντουδίου το 1990. Λίγο καιρό αργότερα όταν ο Γιάννης βρέθηκε για μια ακόμη φορά στο στόχαστρο της καταστολής υπήρξαν εργαζόμενοι από το Μαντούδι που δεν τον ξέχασαν και ενίσχυσαν τον αγώνα αλληλεγγύης.
Ήταν το Νοέμβρη του 1990 μετά τον τραυματισμό και τη σύλληψη του Κυριάκου Μαζοκόπου για την υπόθεση της οδού Μαυρικίου. Ο Γ. Μπουκετσίδης συλλαμβάνεται μαζί με τους Σπύρο Κογιάννη και Ροζίνα Μπέρκνερ ως κατηγορούμενοι για "ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως, οπλοχρησία, προμήθεια, κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών, σύσταση συμμορίας, πρόκληση έκρηξης". Κρατούνται για τρεις μήνες στην απομόνωση και προχωρούν σε απεργία πείνας από τις 2 Φλεβάρη '91. Μετά από μια εξαντλητική απεργία που έφθασε στα όρια του θανάτου, στις 3 Μάρτη ανακοινώνεται η αποφυλάκιση της Μπέρκνερ αλλά αυτή συνεχίζει να απεργεί μέχρι την αποφυλάκιση του Μπουκετσίδη και του Κογιάννη που αρνούνται κάθε ιατρική παρακολούθηση. Στις 12 Μάρτη αποφυλακίζονται όλοι. Στη δίκη τον Ιούνη του 1992 ο εισαγγελέας προτείνει την αθώωση των Μπουκετσίδη, Κογιάννη και Μπέρκνερ.
Τον Ιούλιο του 1998 εκδίδει τη μικρή αλλά αριστουργηματική του μυθιστορία “Yerebatan” διανθισμένη με πλήθος από αυτοβιογραφικά του στοιχεία ξεδιπλώνοντας κι αποκαλύπτοντας τις δημιουργικές αναζητήσεις του στο χώρο της λογοτεχνίας.
Παρέμεινε όμως πάντα αλληλέγγυος στους διωκόμενους ανθρώπους και δεν έπαψε ποτέ να δίνει το παρών στους αγώνες όπως στην υπόθεση του Ν. Μαζιώτη. Τον Ιούλιο του 1999 καταθέτει ως μάρτυρας υπέρ του Μαζιώτη στη δίκη του και στο εφετείο του το Γενάρη του 2001 ενώ κατέθετε ο δικαστής διέταξε και τον έβγαλαν "σηκωτό" από την αίθουσα του δικαστηρίου.
Μετά την 29η Ιούνη 2002 και σε όλη την περίοδο που ακολούθησε με τις συνεχείς συλλήψεις αγωνιστών, τα βασανιστήρια, τις σκευωρίες, τις κατασταλτικές μεθοδεύσεις και τις κατασκευές, τα λευκά κελιά και τις τρομοδίκες ο Γιάννης ήταν από τους πρώτους που στάθηκαν απέναντι στην επέλαση της κρατικής τρομοκρατίας κι ήταν συχνά ο ίδιος που φωτογραφιζόταν ως ο επόμενος στόχος της καταστολής μέσα στα ασφαλίτικα σενάρια που αναπαρήγαγαν τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ.
Στις 14 Ιούλη 2003 ο Γιάννης Μπουκετσίδης παρουσιάζεται στο τρομοδικαστήριο του Κορυδαλλού όπου δικαζόταν η υπόθεση της 17Ν, καταθέτοντας ως μάρτυρας του Γιάννη Σερίφη. Μετά από μια μνημειώδη κατάθεση, όπου αναφέρθηκε στις προσωπικές του περιπέτειες με τις διωκτικές αρχές και το ρόλο τους, κι αφού καταρράκωσε το κύρος του τρομοδικαστηρίου κι αρνήθηκε να συμμορφωθεί με συνεχείς υποδείξεις του προέδρου Μαργαρίτη, ο Μπουκετσίδης απομακρύνθηκε βίαια από την αίθουσα.
Προτελευταία εικόνα, ο Γιάννης ξεκλέβει μισή ώρα από τη δουλειά του και τρέχει, όχι για να αράξει, μα για να πάρει από το στέκι Ηλιοτρόπιο στα Εξάρχεια έναν κουβά με κόλλα και να κολλήσει αφίσες αλληλεγγύης στον απεργό πείνας Αλέκο Γιωτόπουλο...
Τελευταία εικόνα, ο Γιάννης σταματά από το τρέξιμο του μεροκάματου και μιλά για τα σχέδια του, το πάθος του για τη φιλοσοφία, μια καινούργια εφημερίδα, ένα κείμενο που δούλευε, γεμάτος σχέδια, αισιοδοξία και αγάπη για τους δικούς του ανθρώπους...
Η γενναία κι ευαίσθητη αναρχική καρδιά του τον πρόδωσε... Ο Γιάννης κηδεύτηκε στις 19 του Φλεβάρη συνοδευόμενος από ένα πλήθος εκατοντάδων ανθρώπων που για μια στιγμή, σαν σ’ ένα στερνό του αστείο τούς ένωσε, αυτός ο μέγας διαλυτικός, για να τον συντροφέψουν μια τελευταία φορά και να του απευθύνουν ως φόρο τιμής τον ύστατο χαιρετισμό.


ΑΝΤΙΟ ΓΙΑΝΝΗ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ. ΘΑ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΣ. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


Ένας σύντροφος
Πηγή: Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης Νο 34, Μάης 2005