Εισήγηση της δικηγόρου Άννυς Παπαρρούσου, συνηγόρου της οικογένειας του Ζακ Κωστόπουλου, στην εκδήλωση με θέμα «Ενάντια στην κρατική και καπιταλιστική βαρβαρότητα, τον κοινωνικό κανιβαλισμό και την έμφυλη βία», που πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουλίου του 2019 από την «ομάδα ενάντια στην πατριαρχία» της ΑΠΟ, στο πλαίσιο του 2ου Ελευθεριακού Φεστιβάλ κοινωνικής, ταξικής και διεθνιστικής αλληλεγγύης που διοργάνωσε η Αναρχική Πολιτική Οργάνωση - Ομοσπονδία Συλλογικοτήτων, στους χώρους του ΜΙΘΕ, στην Αθήνα.
Για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου- Εισήγηση της δικηγόρου Άννυς Παπαρρούσου
"Η υπόθεση της άγριας θανάτωσης του Ζαχαρία Κωστόπουλου δεν αφορά μόνο τη δικαστική της εξέλιξη. Αποτελεί την πιο απτή απόδειξη ότι το κυρίαρχο μεσοαστικό αφήγημα που απαντάται ως «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» περιλαμβάνει πρακτικές βίαιης εξόντωσης όποιου δεν εντάσσεται στο πιο πάνω στερεότυπο. Ο συνδυασμός της αστικής βίας που έχει αποδέκτη τον πιο αδύναμο με την παγιοποιημένη αστυνομική βία είναι θανατηφόρος. (...)"
(…) Σε ό,τι αφορά την άγρια θανάτωση του Ζαχαρία Κωστόπουλου, θα διερευνούσα κυρίως το λόγο της βάναυσης συμπεριφοράς αυτών των δύο πολιτών… γιατί ως προς τους αστυνομικούς η μεθοδολογία της βίας μάς είναι γνωστή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Ζακ πέθανε κατά την επιχείρηση της «σύλληψής» του. Νεκρός μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ερώτημα γεννάται για την άνεση με την οποία έδρασαν ο κοσμηματοπώλης και ο μεσίτης. Από πού άντλησαν τη σιγουριά της κάλυψής τους; Αυτό το παραθέτω γιατί όλη αυτή η βία εκδηλώθηκε ενώπιον πάρα πολλών μαρτύρων, ενδεχομένως και αστυνομικών, μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Γιατί σε αυτόν τον βασανισμό, σε αυτήν τη φρικτή επίθεση προχώρησαν με την απόλυτη βεβαιότητα ότι δε θα έχουν συνέπειες, ότι οι αρχές θα τους στηρίξουν και θα τους καλύψουν κι ότι η πράξη τους θα μείνει ατιμώρητη. Αυτό είναι ένα ζήτημα.
Εξετάζοντας τώρα πάλι τα δεδομένα της υπόθεσης αυτής, διαπιστώνω ότι η δράση τους αποτελεί την έκφανση μιας εξουσίας που θεωρούν πως τους ανήκει. Με το λιντσάρισμα αυτό θεωρούν ότι τον τιμωρούν ως φορείς μιας εξουσίας που δεν τους έχει απονεμηθεί ρητά, αλλά που την αντλούν από την ταξική τους θέση, η οποία αντιπαρατίθεται με τα ταξικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του Ζακ. Στην πρώτη φάση του εγκλήματος, οι φορείς της εξουσίας είναι αυτοί οι δύο, ως εκπρόσωποι της κυρίαρχης μικροαστικής τοξικής ιδεολογίας. Αποτελούν τους αρχετυπικούς εκπροσώπους της μέσης κοινωνίας που ως φορέας της χυδαίας καπιταλιστικής κουλτούρας προτάσσει την εγωιστική προσέγγιση του κόσμου με λάβαρο την ιδιοκτησία.
Στη δεύτερη φάση, με την εμπλοκή των αστυνομικών, έχουμε την ανάπτυξη μιας πρωτοφανούς αγριότητας που ασκείται πάνω σε έναν ημιθανή αιμόφυρτο άνθρωπο, χωρίς να απασχολεί αν το αποτέλεσμα θα είναι ο θάνατός του. Αυτό είναι το κεφάλαιο της αστυνομικής βίας με τα σταθερά ταξικά και αντικοινωνικά χαρακτηριστικά της. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα και υπόκεινται σε μια τυπολογία που πολλές φορές την έχουμε διαπιστώσει, μόνο που βέβαια εδώ οδήγησε σε αυτό τον βασανιστικό θάνατο.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Πριν να κυκλοφορήσει το βίντεο που κατέγραφε τα περιστατικά στο «Πρώτο Θέμα», το οποίο και πουλήθηκε έναντι 500 ευρώ από μια γυναίκα που βιντεοσκόπησε τη σκηνή, είχε σχηματιστεί μια δικογραφία στην οποία δεν υπήρχε καμία αναφορά για τα συμβάντα. Τα δεδομένα εκείνης της πρώτης δικογραφίας είχαν ως εξής: «Ότι κάποιος ληστής, μπήκε μέσα σ’ ένα κοσμηματοπωλείο να το ληστέψει, μετά προσπάθησε να βγει έξω, έπεσε στα τζάμια, κόπηκε και πέθανε». Αυτή ήταν η δικογραφία που είχε σχηματιστεί. Από την κυκλοφορία του βίντεο και μετά, βεβαίως, τα πράγματα άρχισαν να διαφοροποιούνται, διότι έπρεπε και η αστυνομία να κινηθεί προς άλλη κατεύθυνση.
Επομένως, βλέπουμε εδώ ότι υπήρξε μια ευκολία στο να σχηματιστεί μια δικογραφία στην αρχή, η οποία δεν κατέγραφε μια ανθρωποκτονία που είχε συμβεί μπροστά στα μάτια εκατό τουλάχιστον ανθρώπων! Υπήρχε δηλαδή μια δυνατότητα, την οποία η αστυνομία προφανώς και την εκμεταλλεύτηκε. Μετά, βέβαια, τα γεγονότα ανέτρεψαν εκείνη την κατασκευή και έπρεπε οι αρχές να προχωρήσουν σε μια πιο ρεαλιστική αποτύπωση των περιστατικών. Το γεγονός αυτό μας κάνει να σκεφτούμε ότι ο συγκεκριμένος μηχανισμός έχει τεθεί σε εφαρμογή πάρα πολλές φορές. Με ποια έννοια; Ανεξιχνίαστοι θάνατοι φτωχών ανθρώπων, τοξικομανών, άστεγων ίσως να αντιμετωπίστηκαν από τις αρχές με τον ίδιο τρόπο. Ίσως να ήταν θάνατοι που προκλήθηκαν από τέτοιες βίαιες συμπεριφορές. Αυτό που είδαμε όμως είναι ότι υπήρχε ένας μηχανισμός έτοιμος να καλύψει το έγκλημα. Υπήρχε μια ομερτά, η οποία συγκροτήθηκε και από τους ανθρώπους στον περιβάλλοντα χώρο... Και βεβαίως είναι και ο ρόλος των αστυνομικών που αναλαμβάνουν δράση μετά και ο οποίος δεν είχε καταγραφεί. Όλα αυτά ήρθαν στην επιφάνεια μέσω βίντεο που τραβήχτηκαν από ιδιώτες, ορισμένοι εκ των οποίων δεν ήρθαν ποτέ να καταθέσουν ως μάρτυρες και να πουν τι είδαν, αλλά, τέλος πάντων, διέθεσαν τα βίντεο – έναντι αμοιβής, φυσικά… Μία ελεγκτέα πράξη, η οποία στην ουσία, ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, οδήγησε στην αποκάλυψη μιας αλήθειας.
Η στάση της κρατικής μηχανής συνολικά – και δεν μιλάω μόνο για την αστυνομία – απέναντι στη δολοφονία αυτή έχει επίσης μια τυπολογία που μας θυμίζει τη στάση του κράτους και των αρχών απέναντι στις πολιτικές δολοφονίες. Δηλαδή ολιγωρία, καθυστέρηση, ανάσχεση της διαδικασίας και απόκρυψη στοιχείων. Όταν έχουμε μια ανθρωποκτονία – ή ακόμα και σε ήσσονος σημασίας αδικήματα – αυτό που κάνει η αστυνομία, αυτό που είναι υποχρεωμένη να κάνει, ακολουθώντας τα πρωτόκολλα και τις νομικές δεσμεύσεις που έχει, είναι τουλάχιστον να αποκλείει τον χώρο, να συλλέγει στοιχεία, να απευθύνεται στα μαγαζιά που διαθέτουν κάμερες ώστε να κατάσχει το υλικό και να απευθύνεται σε μάρτυρες. Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε. Δεν ξέρω αν θυμάστε χαρακτηριστικά ότι ο κοσμηματοπώλης – αυτό ήταν πριν από την αποκάλυψη του βίντεο – ήταν σε θέση, δεν τον εμπόδισε κανείς, να σφουγγαρίζει και να σκουπίζει το κοσμηματοπωλείο, προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία του απρόσκοπτα.
Όλα αυτά συνήθως δεν γίνονται. Γίνονται μόνο όταν το κράτος έχει λόγο να αντιδρά και να θέλει να αποκρύψει στοιχεία. Γιατί έγινε αυτό; Η μία διάσταση προκύπτει από την προσωπικότητα του ίδιου του Ζακ, ο οποίος ήταν κοινωνικά ανοιχτός, είχε φίλους, είχε μια ταυτότητα την οποία υπερασπιζόταν, ήταν υπερήφανος για αυτήν… Σε ταξικό επίπεδο, ήταν φτωχός. Ένας άνθρωπος, ο οποίος, με την κατάταξη που θα έκαναν αυτοί που τον εξόντωσαν, θα ήταν ένας άνθρωπος από αυτούς που δεν αξίζει και πολύ να ζήσουν. Και για αυτόν τον λόγο η εξόντωση ήταν τόσο βάρβαρη. Βεβαίως εγώ θεωρώ ότι ανεξάρτητα από το ποιος ήταν, το γεγονός και μόνο αυτής της βάρβαρης θανάτωσης, με αυτόν τον τρόπο, θα αρκούσε για να κινητοποιήσει μια κοινωνία η οποία είναι ευαίσθητη και αντιδρά αμέσως – πράγμα που έγινε. Αργότερα αποκαλύφτηκε η ταυτότητα του νεκρού που έθετε υπόνοιες για τις περαιτέρω διαστάσεις που μπορούσε να έχει η δολοφονία του, όπως π.χ. ρατσιστικά κίνητρα· διαστάσεις οι οποίες όμως σε δικαστικό επίπεδο δεν αναδείχθηκαν ποτέ, λόγω της ένδειας των στοιχείων της δικογραφίας όπως καταγραφές από κάμερες, μάρτυρες κλπ. Μας λείπει ένα κομμάτι που θα εξηγούσε γιατί ο Ζακ αναγκάστηκε να μπει μέσα στο κοσμηματοπωλείο, γιατί βρέθηκε σε μια τέτοια κατάσταση… Όλα αυτά, μολονότι θα μπορούσαν κάλλιστα να καλύπτονται από καταγραφές, γιατί βρισκόταν σε ένα κεντρικό σημείο της Αθήνας όπου έχει πάρα πολλές κάμερες. Το υλικό αυτό δεν αναζητήθηκε ποτέ, δεν υπήρχε αντίστοιχη καταγραφή στη δικογραφία. Και στην ουσία έχουμε τα περιστατικά, αλλά δεν έχουμε τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε αν ο άνθρωπος αυτός μπήκε μέσα στο μαγαζί διωγμένος και κυνηγημένος, όπως έλεγαν πολλοί, εξαιτίας της ταυτότητάς του, της σεξουαλικής ταυτότητάς του, οπότε ως θύμα της επίθεσης επιλέχθηκε με κίνητρα ρατσιστικά. Όλα αυτά έχουν μεγάλη νομική σημασία και είναι στοιχεία τα οποία περιμένουμε να αναδειχθούν τουλάχιστον στη δίκη.
Η ανάκριση διήρκεσε αρκετούς μήνες. Κάναμε συνεχή αιτήματα στον ανακριτή… Υπήρχε ένας άνθρωπος-κλειδί στην όλη υπόθεση, ο οποίος ήταν πολύ σημαντικός γιατί ήταν παρών στα περιστατικά από την αρχή μέχρι το τέλος: ένα πρόσωπο με κίτρινη μπλούζα, το οποίο βρίσκεται σε μια καταγραφή πριν από το περιστατικό και στο τέλος βρίσκεται ανάμεσα στους αστυνομικούς οι οποίοι δεν το διώχνουν και δεν ενοχλούνται από την παρουσία του. Και μετά από την επεξεργασία του υλικού που έκανε η διεπιστημονική ομάδα Forensic Architecture, αποκαλύφθηκε ότι κρατούσε ένα κλομπ. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που γνωρίζαμε πολύ καλά ότι έχει άμεση σχέση με το περιστατικό, είχε γίνει ένα αίτημα στον ανακριτή να απευθυνθεί στην αστυνομία να τον βρει, να έρθει να καταθέσει. Το έκανε. Η αστυνομία τού απάντησε την αμέσως επόμενη μέρα ότι δεν είναι δυνατόν να βρεθεί. Όταν η Forensic Architecture έκανε μια ανασύνθεση του οπτικού υλικού και αυτό κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, τότε οι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν και η ταυτότητά του βεβαιώθηκε, έγινε δηλαδή γνωστό το ποιος είναι και τότε αναγκάστηκε να πάει να καταθέσει ως μάρτυρας στον ανακριτή. Τώρα τι εισέφερε αυτός; Τίποτα απολύτως. Και κατά κάποιον τρόπο ήμασταν βέβαιοι ότι, εφόσον δεν είχε έρθει από την αρχή να καταθέσει, η κατάθεσή του δε θα είχε πλέον αξία.
Επίσης, υπάρχει το γεγονός ότι αυτή η δολοφονία συνέβη σε μια περιοχή της Αθήνας όπου το περιβάλλον δεν είναι σαφές. Καταρχήν, δεν είναι οικιστικό, δεν μένουν άνθρωποι εκεί. Αναπτύσσονται διάφορες δραστηριότητες που ελέγχονται ως προς τη νομιμότητά τους. Το έγκλημα έγινε λοιπόν εκεί όπου, όπως φάνηκε, υπήρχε ένα εγκαθιδρυμένο πλαίσιο ανοχής και συναίνεσης σε μία γκάμα συμπεριφορών που αλλού ίσως να μην ήταν ανεκτές. Και αυτό λειτούργησε. Και λειτούργησε σε πολλά επίπεδα. Λίγοι μάρτυρες και μάρτυρες με πολύ συγκεκριμένα προσωπικά χαρακτηριστικά θέλησαν αυτοβούλως να έρθουν και να καταθέσουνε στην ανάκριση. Από τους πολλούς περαστικούς που κατέγραφαν το περιστατικό – και αυτά τα έχουμε σε οπτικό υλικό – με κάμερες, με κινητά τηλέφωνα κλπ., δεν εμφανίστηκε ποτέ κανείς. Και αυτό παρότι έγινε έκκληση από την οικογένεια και να έρθουν να καταθέσουν και να χορηγήσουν το οπτικό αυτό υλικό αυτό στην ανάκριση. Κανείς δεν το έκανε. Αυτό με κάνει να σκεφτώ ότι μιλάμε πλέον για μια εγκαθιδρυμένη κατάσταση, ένα δίκτυο σχέσεων, που μια χαρά δρα και λειτουργεί μέσα στο κέντρο της Αθήνας, σαφώς προστατευμένο από την αστυνομία, έχοντας τη δυνατότητα να συμπεριλάβει τέτοια εγκλήματα και με δεδομένη τη συγκάλυψη. Τώρα εδώ βεβαίως το σύστημα αστόχησε, βγήκε το βίντεο και όλο αυτό το δίκτυο δεν μπόρεσε να λειτουργήσει μέχρι το τέλος.
Η στάση του κράτους απέναντι στη διαχείριση αυτής της δικογραφίας ήταν απολύτως εχθρική από την αρχή μέχρι το τέλος. Και εκείνο που επίσης είναι χαρακτηριστικό στις περιπτώσεις αυτές, όπου υπάρχει αυτό το κρατικό ενδιαφέρον για την υπόθεση και τη δικογραφία, είναι ότι γίνεται μια αντιστροφή των ρόλων του θύτη και του θύματος. Από την αρχή, ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος ήταν «ο ληστής που μπήκε στο κατάστημα να ληστέψει», παρόλο που και στην κοινή πεποίθηση των ανθρώπων αλλά και στη νομική αποτύπωση της πράξης, η ληστεία προϋποθέτει να έχεις έναν άνθρωπο μπροστά σου τον οποίον θα τον απειλήσεις για να του αποσπάσεις κάτι υλικό. Ήταν σαφής έτσι η κατεύθυνση και η ένταση της κατασυκοφάντησης, διότι «ληστεία» άρχισε από την αρχή να ονομάζεται, ως «ληστεία» αποτυπώθηκε στο τέλος και στη δικογραφία. Έτσι μεταδιδόταν από τα ΜΜΕ: «ο ληστής με το μαχαίρι που μπήκε μέσα στο κατάστημα για να σκοτώσει». Ακόμα κι αν αυτό δε στηρίχθηκε από τα πραγματικά δεδομένα – διότι δεν βρέθηκαν αποτυπώματα ούτε στην ταμειακή μηχανή, ούτε στα συρτάρια, ούτε πουθενά, ούτε έλλειπαν πολύτιμα αντικείμενα που είχε ο κοσμηματοπώλης – παρ’ όλα αυτά, συνεχίστηκε η εμμονή με τη «ληστεία». Αυτό δεν ήταν χωρίς αποτέλεσμα γιατί για ληστεία υποτίθεται ότι κλήθηκαν οι αστυνομικοί. Ως ληστής καταγράφηκε στη δικογραφία. Και σαν να είχαμε να ελέγξουμε τις ποινικές ευθύνες ενός νεκρού, το δικαστικό συμβούλιο, με βούλευμά του, έδωσε τη δυνατότητα στις αρχές να ανοίξουν το τηλέφωνό του και να δουν τις κλήσεις που είχε πραγματοποιήσει προηγουμένως, αν και το δικό μας αίτημα ήταν να γίνει άρση απορρήτου των κατηγορουμένων, προκειμένου να δούμε αν είχαν σχέσεις μεταξύ τους, αν μίλησαν μεταξύ τους πριν ή μετά – αν υπήρχε, δηλαδή, μια πιο συγκεκριμένη υποδομή για μια τέτοιου τύπου δολοφονική πράξη. Ωστόσο όχι. Ανοίχθηκε το τηλέφωνο του νεκρού για να δουν με ποιον συνομιλούσε πριν. Και πρέπει να σας πω ότι η αιτιολογία του σχετικού βουλεύματος ήταν ότι διερευνάται αν υπήρχαν άλλοι συνεργοί στη ληστεία! Ανήκουστες ενέργειες… Σε αυτό βεβαίως συνέδραμαν πάρα πολύ τα ΜΜΕ, σε όλα τα επίπεδα. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε ακραίους χειρισμούς. Αν θυμάστε, υπήρξε ακόμα και γκάλοπ: «Συμφωνείτε με την πράξη του κοσμηματοπώλη ή διαφωνείτε;» Πολύ αργά επίσης κινήθηκαν και οι μηχανισμοί ελέγχου. Τελικά το ΕΣΡ επέβαλε ένα πρόστιμο σε έναν σταθμό και τελειώσαμε εκεί.
Ως προς την ένορκη διοικητική εξέταση, είναι σαφές ότι όταν έχεις έναν θάνατο ο οποίος οφείλεται και στην αστυνομική βία η ΕΔΕ είναι υποχρεωτική. Παρ’ όλ’ αυτά δεν υπάρχει ακόμη πόρισμα. Ευθύνες έχει και ο διασώστης του ΕΚΑΒ που βρισκόταν εκεί και ο οποίος δεν τον συνέδραμε καθόλου και τον άφησε στην ουσία να πεθάνει. Στη συγκεκριμένη φάση λοιπόν που αφορά τους αστυνομικούς, έχουμε αποτυπωμένη αυτή τη συμπεριφορά, αυτή τη βιαιότητα, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ ό,τι δικαιούνται να κάνουν οι αστυνομικοί, και δεν κινείται ο εσωτερικός μηχανισμός της αστυνομίας για να τους αποδώσει ευθύνες, παρόλο που υπάρχει αίτημα πολύ έντονο από την οικογένεια να εκδοθεί τέλος πάντων ένα πόρισμα, να καταδικάσει και η ΕΛ.ΑΣ. με έναν τρόπο αυτές τις συμπεριφορές, οι οποίες, επαναλαμβάνω, ήταν ακραίες και δολοφονικές.
Η υπόθεση αυτή θεωρώ ότι έχει πάρα πολλές διαστάσεις. Ανέδειξε μεγάλες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, με έναν τρόπο, όπως γίνεται στις περιπτώσεις όπου η σημασία των πράξεων έχει πολλαπλάσιες διαστάσεις από αυτό που καταγράφεται εκείνη τη στιγμή. Από ένα κομμάτι του κόσμου το οποίο δεν μπορεί να θεωρήσει ότι είναι ανεκτές αυτού του τύπου οι συμπεριφορές, οι αντιδράσεις ήταν άμεσες. Οδήγησαν σε μία πίεση που έχει τελικά μια κατάληξη, η οποία αποτυπώνεται ακόμα και στο μη προφανές γεγονός ότι αποδόθηκαν εντέλει κακουργηματικές κατηγορίες και στους τέσσερις αστυνομικούς. Η οικογένεια, μέσω των δικηγόρων, έχει κάνει μηνύσεις σε όλους τους αστυνομικούς και στον ΕΚΑΒίτη, του οποίου η συμπεριφορά ήταν απολύτως αρνητική. Δεν τήρησε τα δικά του πρωτόκολλα σε καμία περίπτωση. Άφησε τον άνθρωπο να χαροπαλεύει χωρίς να του προσφέρει καμία προστασία από τους αστυνομικούς που τον κλωτσούσαν ενώ ήταν αιμόφυρτος, πεσμένος και σε πλήρη αδυναμία να προβάλει την οποιαδήποτε αντίσταση. Σε ποινικό επίπεδο, έπρεπε όλοι οι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν για ανθρωποκτονία όπως άρμοζε με βάση τα πραγματικά περιστατικά και όχι μόνο για θανατηφόρο σωματική βλάβη.
Η οικογένειά του είναι συντετριμμένη και από τον τρόπο με τον οποίο τον σκότωσαν. Και όταν υπάρχει και η οπτική καταγραφή είναι ακόμα χειρότερο. Αυτό που ζητάει είναι δικαίωση. Η δικαίωση σε αυτή την περίπτωση θα έρθει με την καταδίκη των κατηγορουμένων.
Τα στάδια της υπόθεσης σας τα περιέγραψα. Αν ενδιαφέρεστε για περισσότερες λεπτομέρειες, και αν γίνει συζήτηση, μπορώ να σας πω κι άλλα. Αλλά θέλω να πω ότι αυτό το έγκλημα για μένα έχει καταγραφεί ως ένα φρικτό ταξικό έγκλημα. Και όταν λέω ταξικό εννοώ ότι εμπερικλείει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που εδραιώνουν σε ιδεολογικό επίπεδο την ταξική διάσταση. Οι άνθρωποι αυτοί τον αντιλήφθηκαν ως έναν εχθρό, ως ένα άτομο εκτός της δικής τους κοινωνίας και ως ένα πρόσωπο που δεν άξιζε να ζήσει. Και για αυτό τον σκότωσαν. Η υπόθεση της άγριας θανάτωσης του Ζαχαρία Κωστόπουλου δεν αφορά μόνο τη δικαστική της εξέλιξη. Αποτελεί την πιο απτή απόδειξη ότι το κυρίαρχο μεσοαστικό αφήγημα που απαντάται ως «ησυχία, τάξις και ασφάλεια» περιλαμβάνει πρακτικές βίαιης εξόντωσης όποιου δεν εντάσσεται στο πιο πάνω στερεότυπο. Ο συνδυασμός της αστικής βίας που έχει αποδέκτη τον πιο αδύναμο με την παγιοποιημένη αστυνομική βία είναι θανατηφόρος. Η καταδίκη των ενόχων σε δικαστικό επίπεδο πρέπει να είναι μονόδρομος, η καταδίκη όμως της ιδεολογίας τους είναι όχι μόνο το διακύβευμα αυτής της δίκης αλλά και το ζητούμενο από το κίνημα που από την πρώτη στιγμή έδωσε το παρών και αντιτάχθηκε σε αυτή τη βαρβαρότητα. Έστω κι αν η συνέχεια δοθεί στις δικαστικές αίθουσες, το στοίχημα είναι να μην περάσει αυτός ο θάνατος στη λήθη. Έχουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε τον Ζακ όπως και κάθε άνθρωπο που πεθαίνει ή υποφέρει γιατί η ύπαρξή του δεν εντάσσεται αρμονικά στον κυρίαρχο καπιταλιστικό ανορθολογισμό.