Ω, ευγενικοί μου άνθρωποι, η ζωή είναι σύντομη… Αν ζούμε, ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων [1]

 

«Ο κάθε άνθρωπος που εμβολιάζεται ουσιαστικά σώζει ζωές. Περιορίζει τη διασπορά του ιού, δίνει το παράδειγμα. Ειδικά για το επίπεδο των πολιτικών είναι πολύ σημαντικό να διασώσουν και τη ζωή τους. Σε έναν πόλεμο σώζεις πρώτα τον βασιλιά»[2].

Αθηνά Λινού, μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων

 

Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε όλοι το επικοινωνιακό σόου που έχει στήσει ο κρατικός μηχανισμός γύρω από το ζήτημα των εμβολίων. Οι ελάχιστες πρώτες δόσεις που έφτασαν στη χωρά τα Χριστούγεννα, οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με τις εκατομμύρια δόσεις που υποτίθεται ότι θα προμηθευόταν η χώρα κάθε μήνα, έτυχαν μιας θριαμβευτικής υποδοχής στην οποία συμμετείχαν κρατικοί αξιωματούχοι, μέσα ενημέρωσης αλλά και δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού προκειμένου να εγγυηθούν, δήθεν, την ασφαλή μεταφορά των εμβολίων. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση άδραξε την ευκαιρία και έκανε λόγο για την «αρχή του τέλους» του κορονοϊού και για την αντίστροφη μέτρηση που έχει ήδη ξεκινήσει. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική και καταλαβαίνουμε όλοι ότι ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε το κράτος να παρουσιάσει το όλο ζήτημα αποτελεί μια προσπάθεια άθλιας προπαγάνδας, μια προσπάθεια να παρουσιάσει τον εαυτό του ως τον απόλυτο εγγυητή της υγείας και της ελευθερίας του κοινωνικού συνόλου.

Την επομένη ξεκίνησαν και επίσημα οι εμβολιασμοί στη χώρα. Πρώτοι στη σειρά βρίσκονταν οι πολιτικοί αρχηγοί και άλλα μέλη της πολιτικής ηγεσίας με σκοπό να αποτελέσουν παράδειγμα για τον υπόλοιπο πληθυσμό και να περιορίσουν τη συνωμοσιολογία και την καχυποψία του κόσμου. Αμέσως μετά από αυτούς, η διαδικασία θα συνεχιζόταν με βάση τα πρωτόκολλα, τα οποία ορίζουν ότι προτεραιότητα έχουν οι υγειονομικοί και όσοι ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς κρατικοί αξιωματούχοι κάθε λογής, μαζί με μέλη των οικογενειών τους σε αρκετές περιπτώσεις, άρχισαν να παρελαύνουν έξω από τα εμβολιαστικά κέντρα και να παίρνουν προτεραιότητα έναντι των υγειονομικών. Το μέγεθος αυτής της αθλιότητας αποδεικνύεται περίτρανα από τα όσα συνέβησαν την Τρίτη στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στο οποίο αναβλήθηκε ο προγραμματισμένος εμβολιασμός των εργαζομένων και τη θέση τους πήραν υπουργοί και βουλευτές.

Είναι γεγονός ότι καθ’ όλη την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, το κράτος δεν χάνει ευκαιρία να δείξει την περιφρόνησή του για την υγεία και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η αντικοινωνική και εγκληματική πολιτική που ασκείται όμως, δεν θα μπορούσε παρά να υποστηρίζεται και από τα κρατικά διορισμένα μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας. Οι άνθρωποι που απαρτίζουν αυτή την επιτροπή ανήκουν όλοι στο βαθύ καθηγητικό πανεπιστημιακό κατεστημένο, δεν αποτελούν ιατρούς της πρώτης γραμμής στη μάχη με τον ιό και όπως είναι λογικό μοιράζονται το ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο με αυτούς που τους διόρισαν. Έτσι, με κάθε ευκαιρία δικαιολογούν και νομιμοποιούν τη θανατοπολιτική των κυρίαρχων. Από τις αντεπιστημονικές δηλώσεις της Ε. Γιαμαρέλλου πως ο ιός δεν κολλάει με τη θεία κοινωνία και τις δακρύβρεχτες τοποθετήσεις του Σ. Τσιόδρα με τις οποίες έκανε λόγο για «ατομική ευθύνη» ενώ την ίδια στιγμή δήλωνε πως είναι αδύνατο να αυξηθούν τα λεωφορεία για να μην συνωστίζεται ο κόσμος, μέχρι τις προκλητικές αναλύσεις του Γκίκα Μαγιορκίνη σύμφωνα με τις οποίες ο συνωστισμός 15 μαθητών σε μια σχολική αίθουσα δεν διαφέρει από το συνωστισμό 25 ατόμων, οι έγκριτοι αυτοί καθηγητές κατάφεραν να δικαιολογήσουν πλήρως τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκαν για τις συγκεκριμένες θέσεις. Την κορωνίδα όμως των αντιδραστικών δηλώσεων από τη μεριά της επιτροπής αποτελούν τα όσα δήλωσε το πρωί της Δευτέρας σε τηλεοπτικό σταθμό η καθηγήτρια επιδημιολογίας Αθηνά Λινού και τα οποία παρατίθενται αυτολεξεί στην αρχή του παρόντος άρθρου. Ουσιαστικά, αυτό που μας λέει η κυρία Λινού είναι πως υπάρχουν κάποιες ζωές που αξίζουν να βιωθούν πολύ περισσότερο από κάποιες άλλες. Στις πρώτες, στις άξιες να βιωθούν, ανήκουν οι ζωές των κυρίαρχων, όσων απαρτίζουν τον κρατικό μηχανισμό, αυτών που με τη δράση τους αποτελούν τον πραγματικό εχθρό της κοινωνίας, των κυβερνητών και των «βασιλιάδων». Στη δεύτερη κατηγορία, στην κατηγορία αυτών των οποίων οι ζωές δεν έχουν δα και τόση αξία, ανήκουν όλοι οι υπόλοιποι: οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί, όσοι υφίστανται την κρατική καταπίεση και δεν ασκούν κάποιου είδους εξουσία, οι πληβείοι, η «πλέμπα». Φυσικά, οι δηλώσεις έμειναν στο πρώτο σκέλος, ωστόσο το δεύτερο αποτελεί την φυσική συνέχειά τους.

Στον αντίποδα όλων αυτών των επιστημόνων – απολογητών της εξουσίας βρίσκονται οι αγωνιζόμενοι υγειονομικοί, οι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης της πανδημίας. Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι έχουν πάρει θέση στον διαρκή κοινωνικό και ταξικό πόλεμο με την πλευρά των από τα κάτω, των καταπιεσμένων, δίνουν μάχη από την αρχή της υγειονομικής κρίσης προκειμένου να προστατεύσουν την ζωή του κοινωνικού συνόλου. Τοποθετώντας ως υπέρτατη αξία την ανθρώπινη ζωή και την προάσπιση των ταξικών τους συμφερόντων, δουλεύουν καθημερινά στα νοσοκομεία και ζητάνε τα αυτονόητα: ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, μαζικά τέστ, δωρεάν διάθεση όλων των απαραίτητων μέσων ατομικής και συλλογικής αυτοπροστασίας. Στην αδιαφορία και τις λοιδορίες που λαμβάνουν ως απάντηση από την κυβέρνηση αντιτάσσουν τους συλλογικούς αγώνες μέσα από τα σωματεία και προσπαθούν να αποκαταστήσουν την αλήθεια, η οποία είναι πως το κράτος και το κεφάλαιο φέρουν ακέραια την ευθύνη για τις εκατόμβες νεκρών που βλέπουμε καθημερινά.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σταθούμε και να κάνουμε μια παρένθεση όσο αφορά το ζήτημα της συνωμοσιολογίας για την οποία τόσο πολύ «κόπτεται» το κράτος. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εγκληματική διαχείριση και οι παλινωδίες από τη μεριά των κυρίαρχων είναι ο κύριος παράγοντας για τη μαζική διάδοση των αντικοινωνικών αυτών θεωριών. Η υποστήριξη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων στις κρατικές επιταγές, η διαπλοκή που χαρακτηρίζει ορισμένα από τα μέλη της και η απόσταση που τα χωρίζει από την κοινωνία αποτελούν πολλαπλασιαστικό παράγοντα. Ωστόσο, πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στους επιστήμονες που απαρτίζουν την ιατρική κοινότητα, καθώς αυτή, όπως αποδεικνύεται παραπάνω, δεν αποτελεί μια ενιαία ενότητα που διεκδικεί την αναγνώρισή της ως κάτι ανώτερο, αλλά αντίθετα αποτελείται από διακριτά τμήματα. Κάποια εξ αυτών υποστηρίζουν τους εκμεταλλευτές, κάποια άλλα συντάσσονται με τους εκμεταλλευόμενους αντιλαμβανόμενοι την ταξική τους θέση. Τους πρώτους δεν τους εμπιστευόμαστε καθόλου όταν υποτάσσουν την επιστήμη στα πολιτικά συμφέροντα. Τους δεύτερους τους εμπιστευόμαστε γιατί το συμφέρον τους είναι το συλλογικό συμφέρον. Σε κάθε περίπτωση εμπιστευόμαστε τα δεδομένα, γιατί η επιστήμη μέσω της έρευνας προχωράει. Για αυτόν και για άλλους πολλούς λόγους που δεν αποτελούν κομμάτι του παρόντος άρθρου, η συνωμοσιολογία πρέπει να σταματήσει και να δώσει τη θέση της στην κοινωνική και ταξική συνείδηση.

Κλείνοντας, μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα που προέκυψε με τα εμβόλια φανερώνει πως υπάρχουν δύο κόσμοι σε σύγκρουση. Από τη μια πλευρά βρίσκεται το κράτος (και οι απολογητές του), το οποίο αδιαφορώντας πλήρως για την προστασία της ανθρώπινης ζωής αρνείται να λάβει τα στοιχειώδη μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας και χρησιμοποιεί την υγειονομική κρίση προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία του, μέσω της όξυνσης της καταστολής και της ψήφισης θεμελιωδών αντικοινωνικών και αντεργατικών νομοσχεδίων, αλλά και να διαμορφώσει ευνοϊκότερους όρους εκμετάλλευσης των εργαζομένων από το κεφάλαιο. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η κοινωνική πλειοψηφία, οι εργαζόμενοι και οι καταπιεσμένοι, οι οποίοι από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκαν τη σοβαρότητα της κατάστασης και έλαβαν όλα τα μέτρα ατομικής και συλλογικής αυτοπροστασίας. Οι άνθρωποι της κοινωνικής βάσης, το κίνημα, τα σωματεία, οι οργανώσεις και οι συλλογικότητες ήταν αυτοί που διεκδίκησαν και ακόμα διεκδικούν την αντιμετώπιση της πανδημίας με γνώμονα την αλληλεγγύη και την αγάπη για την ανθρώπινη ζωή, μια διεκδίκηση η οποία περνάει μόνο μέσα από τον αγώνα για την ανατροπή του υπάρχοντος άδικου και εκμεταλλευτικού συστήματος, του κράτους και του κεφαλαίου. Εκεί λοιπόν όπου οι κυρίαρχοι μας λένε πως «σε έναν πόλεμο σώζεις πρώτα τον βασιλιά», εμείς τους απαντάμε πώς «μόνο ο λαός θα σώσει το λαό» και πως όπως έλεγε ο Σαίξπηρ «Αν ζούμε, ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων».

Αναφορές:

[1] Σαίξπηρ, Ερρίκος Δ’

[2] Πηγή δήλωσης