αναδημοσίευση από το καραβάνι των Ζαπατίστας

Μάιος 2021

Οι στιγμές ήταν δραματικές. Στρυμωγμένο, ανάμεσα στους λυτούς κάβους και την κουπαστή, το ζωύφιο απειλούσε με το δόρυ του το πλήρωμα, ενώ με την άκρη του ματιού του παρατηρούσε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, όπου παραμόνευε ένα Kraken, του είδους «Kraken σκαραμπούκα» – ειδικό στη βρώση σκαθαριών. Οπλίστηκε, λοιπόν, με θάρρος ο ατρόμητος λαθρεπιβάτης, σήκωσε ψηλά στον ουρανό τα πολλαπλά του χέρια και έβγαλε μια απειλητική κραυγή, πνίγοντας τον ήχο των κυμάτων που χτυπούσαν την καρίνα του Βουνού (La Montaña):

Ich bin der Stahlkäfer, der Größte, der Beste! Beachtung! Hör auf meine Worte¡ (εγώ είμαι το σκαθάρι από ατσάλι, το πιο μεγάλο, το καλύτερο. Προσοχή! Ακούστε τα λόγια μου!)

Το πλήρωμα σταμάτησε απότομα. Όχι επειδή τους προκαλούσε ένα σχιζοφρενικό έντομο με μια οδοντογλυφίδα και ένα πλαστικό καπάκι. Ούτε επειδή μιλούσε γερμανικά. Αλλά γιατί το άκουσμα της μητρικής τους γλώσσα, ύστερα από τόσα χρόνια που άκουγαν μόνο ισπανικά των τροπικών ακτών, τους μετέφερε ως δια μαγείας στη γη τους.

Η Gabriela θα έλεγε αργότερα ότι τα γερμανικά του ζωυφίου της θύμιζαν περισσότερο τα γερμανικά ενός ιρανού μετανάστη παρά του Φάουστ του Γκαίτε. Ο καπετάνιος υπερασπίστηκε τον λαθρεπιβάτη, υποστηρίζοντας ότι τα γερμανικά του ήταν απολύτως κατανοητά. Και, επειδή όπου διατάζει ο καπετάνιος δεν κυβερνά η Gabriela[1], ο Ete και ο Karl επιδοκίμασαν, και ο Edwin συμφώνησε, αν και το μόνο που είχε καταλάβει ήταν τη λέξη «κούμπια». Έτσι, αυτό που θα σας αφηγηθώ τώρα, είναι η εκδοχή του ζωυφίου μεταφρασμένη από τα γερμανικά:

***

«Ο δισταγμός των διωκτών μου μου έδωσε χρόνο να ξανασχεδιάσω την αμυντική στρατηγική μου, να διορθώσω την πανοπλία μου (γιατί άλλο πράγμα είναι να πεθαίνεις σε μια άνιση μάχη και άλλο να πεθαίνεις κακοντυμένος), και να εξαπολύσω την αντεπίθεσή μου: μια ιστορία…

Ήταν πριν από αρκετά φεγγάρια, στα βουνά του Νοτιοανατολικού Μεξικού. Αυτοί που ζουν εκεί, είχαν βάλει μια νέα πρόκληση στους εαυτούς τους. Εκείνη την περίοδο, όμως, ζούσαν υπό τη σκιά της αγωνίας και της απογοήτευσης γιατί δεν μπορούσαν να βρουν μεταφορικό μέσο για το ταξίδι τους. Έτσι είχαν τα πράγματα ώσπου έφτασα στα βουνά τους εγώ, ο μεγάλος, ο απερίγραπτος, ο καιταλοιπάς, ο Don Durito de La Lacandona Π.Ι. Ε.Ι. (α)Π. (αν)Ε. (τα αρχικά, όπως όλοι θα πρέπει να γνωρίζουν, σημαίνουν «Περιπλανώμενος Ιππότης Ευπροσάρμοστου Ιππικού Απεριόριστης Ανευθυνότητας»). Μόλις μαθεύτηκε η άφιξή μου, ένα πλήθος από δεσποσύνες όλων των ηλικιών, ακόμα και ηλικιωμένες έσπευσαν, να με προϋπαντήσουν. Αλλά εγώ έδειξα χαρακτήρα και δεν υπέκυψα στη ματαιοδοξία. Προχώρησα προς τα διαμερίσματα του υπεύθυνου της αποτυχημένης αποστολής. Προς στιγμήν μπερδεύτηκα: η αλαζονική μύτη εκείνου που έκανε και ξανάκανε τους αδύνατους υπολογισμούς για να καλύψει τα έξοδα της τιμωρητικής αποστολής εναντίον της Ευρώπης, μου θύμιζε εκείνο τον καπετάνιο που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως SupMarcos, αυτόν που επί χρόνια καθοδηγούσα και εκπαίδευα με τη σοφία μου. Αλλά όχι, αν και έμοιαζε, αυτός που ονομάζεται SupGaleano έχει πολλά ακόμα να μάθει από μένα, τον πιο μεγάλο από τους περιπλανώμενους ιππότες.

Εν ολίγοις, δεν είχαν πλοίο. Όταν έθεσα το σκάφος μου στη διάθεση αυτών των όντων, ο προαναφερθείς Sup, μου απάντησε με σαρκασμό: «μα εκεί χωρά μόνο ένα άτομο, κι αυτό πολύ μικρόσωμο, και είναι… ένα κονσερβοκούτι από σαρδέλες» αναφερόμενος στη φρεγάτα μου, το όνομα της οποίας «Βάλε τα μούσια σου στο μούσκιο»[2] κοσμούσε την αριστερή πλευρά της, στο ύψος της πλώρης. Αποφάσισα να αγνοήσω αυτή την απρέπεια και, προχωρώντας ανάμεσα στο πλήθος που λαχταρούσε ένα μου βλέμμα, ή τουλάχιστον μια μου λέξη, κατευθύνθηκα προς το νησί «Χωρίς όνομα» το οποίο ανακαλύφθηκε το 1999 από τον υποφαινόμενο. Και στην κορυφή του ψηλού παρατηρητηρίου περίμενα υπομονετικά το χάραμα.

Καταράστηκα τότε την κόλαση, κάλεσα θεές από όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, καθώς και την ισχυρότερη όλων: την Κόκκινη Μάγισσα. Εκείνη, την περιφρονημένη από τους υπόλοιπους θεούς, τους παραδομένους στον φανφαρονικό φαλλοκρατισμό του θεάματος. Εκείνη, την απομονωμένη από τις άλλες θεές, τις υποταγμένες στην ψεύτικη ομορφιά του μακιγιάζ και των καλλυντικών. Εκείνη, την κόκκινη μάγισσα, την μεγαλύτερη μάγισσα: Oh, die scharlachrote Hexe! Oh, die ältere Hexe!

Βέβαιος ότι οι πιθανότητες να βρουν ένα αξιοπρεπές σκάφος αυτά τα παράξενα όντα που αυτοαποκαλούνται ζαπατίστας, ήταν ελάχιστες, ήξερα καλά ότι μόνο η πιο ισχυρή από τις μαγικές δυνάμεις θα μπορούσε να τους βγάλει από το αδιέξοδο και να τους βοηθήσει να τηρήσουν το λόγο τους. Ergo, κάλεσα την μεγαλύτερη μάγισσα, αυτή με τα πορφυρά ρούχα, που έχει τη δύναμη να αλλάζει την πιθανότητα να συμβεί κάτι. Εκείνη έκανε τους υπολογισμούς της, είπε τις ιστορίες της και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, πράγματι, η πιθανότητα να βρεθεί σκάφος ήταν σχεδόν μηδενική. Είπε τα εξής:

«Ωστόσο δεν μπορώ να κάνω τίποτε εάν δεν υπάρχει αίτημα. Και όχι οποιοδήποτε αίτημα. Πρέπει να είναι από κάποιον Τιτάνα, από ένα ον μεγαλοπρεπές και μεγαλόψυχο που με τη χάρη του προστατεύει εκείν@ς που χρειάζονται ένα μαγικό γεγονός.»

«Και ποιος καλύτερος από εμένα;», φώναξα. Η κυρά με την κρεμεζί κάπα σήκωσε το χέρι απαιτώντας να σιωπήσω. «Δεν τελείωσα», ψιθύρισε. «Αυτός ο Τιτάνας πρέπει να ρισκάρει τη ζωή, την περιουσία και τη φήμη του στην οδύσσεια που αυτά τα όντα σκοπεύουν να πραγματοποιήσουν. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να τους συνοδεύσει ενθαρρύνοντάς τους με την καλοσύνη του, και μαζί τους, αν και όχι δίπλα τους, να αντιμετωπίσει προκλήσεις και βάσανα. Δηλαδή, να είναι αλλά και να μην είναι εκεί.».

Συμφώνησα, αφού μοναδική μου περιουσία είναι οι άθλοι μου, ρισκάρω τη ζωή μου υπάρχοντας και μόνο, όσο για τη φήμη μου, αυτή βρίσκεται στα υπόγεια του κόσμου.

Η αδελφή μάγισσα έκανε, λοιπόν, αυτό που συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις: άναψε τον υπολογιστή της, συνδέθηκε με έναν διακομιστή στην Γερμανία, πληκτρολόγησε κι εγώ δεν ξέρω ποιο ξόρκι, άλλαξε ένα διάγραμμα πιθανοτήτων αυξάνοντας το ποσοστό από σχεδόν μηδέν σε 99,9%, πληκτρολόγησε ξανά και ένας θόρυβος ακούστηκε από τον εκτυπωτή, μαρτυρώντας το χαρτί που έβγαινε από αυτό. Αφού προηγουμένως θαύμασα τον εκσυγχρονισμό στη συντεχνία των κόκκινων και άλλων μαγισσών, πήρα το φύλλο, όπου υπήρχε μια και μόνη πρόταση:

«Αν είσαι ο τιτάνας από ατσάλι, βρες τον όμοιό σου, γιατί από αυτό εξαρτάται εκείνο που λείπει».

Τι σήμαινε αυτό; Πού θα μπορούσα να βρω κάτι ή κάποιον, όχι βέβαια παρόμοιο, αλλά να πλησιάζει έστω και ελάχιστα τη μεγαλειότητά μου; Δεν υπάρχουν πολλοί Τιτάνες. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το Wikipedia από τα κάτω και αριστερά είμαι ο μοναδικός εν ζωή. «Από ατσάλι» λοιπόν. Ο άντρας από ατσάλι; Αμφιβάλλω. Δεν νομίζω ότι η κόκκινη μάγισσα θα πρότεινε ένα αρσενικό. Τότε, μια γυναίκα ή ένα θηλυκό από ατσάλι.

Περιπλανήθηκα πολύ. Ταξίδεψα από την Παταγονία ως την μακρινή Σιβηρία. Διέσχισα μονοπάτια με τον αξιοπρεπή Μαπούτσε, ούρλιαξα με την ματωμένη Κολομβία, διέτρεξα την πονεμένη αλλά επίμονη Παλαιστίνη, πέρασα θάλασσες βαμμένες με το μαύρο πόνο των μεταναστών και επέστρεψα, ακολουθώντας τα βήματά μου, πιστεύοντας, εσφαλμένα, ότι η αποστολή μου είχε αποτύχει.

Αλλά, όταν αποβιβάστηκα στη γεωγραφία που ονομάζουν «Μεξικό», κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Ένα πλοίο σε γαλαζοπράσινα νερά δεχόταν τις επισκευές και τα μπαλώματα που του έκανε το πλήρωμά του. «Stahlratte», έγραφε στο πλάι. Και αφού είχα συναντήσει την κόκκινη μάγισσα στη Γερμανία των από κάτω, και στη γλώσσα της αυτή η λέξη σημαίνει «ποντικός από ατσάλι», αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου. Περίμενα, με σώφρονα υπομονή, τη νύχτα και τις σκιές να σκεπάσουν τη μοναξιά του πλοίου. Σκαρφάλωσα με επιδεξιότητα στην πλώρη, κατά μήκος της δεξιάς πλευράς και έφτασα στο σημείο που βρίσκεται το κέντρο διοίκησης ή διακυβέρνησης του πλοίου. Εκεί, ένας άντρας καταριόταν στα γερμανικά με βρισιές και βλασφημίες που θα σκανδάλιζαν ακόμα και την ίδια την κόλαση. Έλεγε κάτι για τον πόνο που του προκαλούσε να αφήσει θάλασσες και περιπέτειες. Ήξερα τότε ότι το πλοίο μετρούσε τις τελευταίες του μέρες και ο καπετάνιος και το πλήρωμα είχαν εφιάλτες για μια ζωή σε σταθερό έδαφος. Οι κόκκινες μάγισσες όλου του κόσμου συνωμοτούσαν υπέρ εμού και της τύχης μου. Αλλά όλα εξαρτιόνταν από μένα, το σκαθάρι από ανοξείδωτο ατσάλι, τον πιο μεγάλο από τους περιπλανώμενους ιππότες, τον καιλοιπά, για να βρω «εκείνο που έλειπε». Περίμενα λοιπόν να σταματήσει ο καπετάνιος τα παράπονα και τις κατάρες του. Όταν σώπασε και το μόνο που του έπνιγε το λαιμό ήταν ένα αναφιλητό, σκαρφάλωσα στο τιμόνι, στάθηκα απέναντί του και του είπα: «Εγώ, Don Durito, εσύ ποιος;» Ο καπετάνιος χωρίς να διστάσει απάντησε: «Εγώ καπετάνιος, εσύ λαθρεπιβάτης», ενώ κράδαινε μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό απειλώντας να συνθλίψει έτσι την πανέμορφη και λεπτή σιλουέτα μου. Τότε λοιπόν συστήθηκα με βροντερή φωνή. Ο καπετάνιος δίστασε και σιώπησε, βάζοντας στην άκρη την εφημερίδα ή το περιοδικό.

Μετά από αυτό, μερικές μόνο φράσεις ήταν αρκετές για να καταλάβουμε και οι δύο ότι ήμασταν άνθρωποι του κόσμου και της περιπέτειας λόγω κλίσης και επιλογής, όντα διατεθειμένα να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε πρόκληση όσο φοβερή και τρομερή κι αν ήταν.

Έχοντας πλέον κερδίσει ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου, του μίλησα για την ιστορία της εν εξελίξει οδύσσειας, η οποία αργότερα θα γέμιζε τα χρονικά των μελλοντικών ιστοριών, του πιο επικίνδυνου και μη αναγνωρισμένου καθήκοντος: του αγώνα για τη ζωή.

Του είπα λεπτομερώς για το πλοίο που κατασκευάστηκε καταμεσής των βουνών που για νερό είχε μόνο αυτό της βροχής να του δίνει νόημα και λόγο ύπαρξης. Του είπα για εκείν@ς που είχαν αποφασίσει να προχωρήσουν σε μια τέτοια αποκοτιά, για τους θρύλους που μιλούν για ένα βουνό που αρνείται να φυλακίσει τα πόδια του στη γη, για μύθους και θρύλους των μάγιας με τη φωνή των αυτοχθόνων.

Ο καπετάνιος άναψε ένα τσιγάρο, πρόσφερε και σε μένα ένα το οποίο όμως αρνήθηκα, βγάζοντας την πίπα μου. Μοιραστήκαμε τη φωτιά και τον καπνό του ταμπάκο.

Ο καπετάνιος έμεινε σιωπηλός και μετά από αρκετές ρουφηξιές είπε κάτι σαν: «μα την πίστη μου, τι τεράστια τιμή θα ήταν να συνταχθεί κανείς σε ένα τόσο ευγενικό και παράλογο αγώνα». Και πρόσθεσε: «προς το παρόν δεν έχω πλήρωμα, μια και έχουμε πλέον αποσυρθεί, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξουν άντρες και γυναίκες που θα έρθουν γοητευμένοι και μόνο από την ιστορία. Πήγαινε στους δικούς σου και πες τους να βασίζονται σε μας ως αυτό που είμαστε, άνθρωποι και πλοίο.»

Αφού τελείωσα την ιστορία μου, στράφηκα σε εκείνους που απειλούσαν να με πετάξουν στη θάλασσα: «Να πώς εσείς, οι απλοί θνητοί, ξεκινήσατε αυτή την περιπέτεια. Γι’ αυτό αφήστε με ήσυχο και γυρίστε στις δουλειές σας και σε ό,τι κάνετε, γιατί εγώ πρέπει να προσέχω το Kraken να μην ενοχλήσει το σπίτι και το δρόμο μας. Για το λόγο αυτό κάλεσα τους φίλους μου τα ψάρια που θα το κρατήσουν μακριά».

***

Και τσακ, εκείνη τη στιγμή φωνάζει κάποιος από το κατάστρωμα: «Δελφίνια!» και όλ@ς ανέβηκαν οπλισμένοι με φωτογραφικές μηχανές, κινητά ή μόνο με τα έκπληκτα μάτια τους.

Πάνω στη σύγχυση ο Durito, ο μεγαλύτερος από τους Τιτάνες, ο μοναδικός άξιος ήρωας για την τέχνη, ο συνεργός των μάγων και των μαγισσών, ξεγλίστρησε σκαρφαλώνοντας ξανά στο παρατηρητήριο απ’ όπου έψαλε ύμνους που, ορκίζομαι, επαναλαμβάνονταν από τα δελφίνια που, μέσα από κύματα και φύκια, χόρευαν για τη ζωή.

***

Αργότερα, στο δείπνο, ο καπετάνιος επιβεβαίωσε την ιστορία του ζωυφίου. Και από εκείνη τη στιγμή το έντομο έπαψε να είναι «το έντομο» και πλέον ονομάζεται, «Durito Stahlkäfer», «Durito, το σκαθάρι από ατσάλι».

«Μια ακόμα ρίγα στην τίγρη», θα έλεγε ο μακαρίτης SupMarcos, τρία μέτρα κάτω από το κατάστρωμα, εεε, κάτω από τη γη, ήθελα να πω.

Τώρα, η Gabriela διορθώνει, συντροφικά, την γερμανική προφορά του Stahlkäfer. Από τον ώμο του Ete, ο Durito ανεβαίνει στην κορυφή του ψηλότερου ιστού. Συνοδεύει τον Carl στο τιμόνι του πλοίου διασκεδάζοντάς τον με ιστορίες τρομερές και φοβερές. Από το κεφάλι του Edwin, επιβλέπει το ξεδίπλωμα και το καλάρισμα των πανιών. Και τα χαράματα μοιράζεται με τον Καπετάν Ludwig τον καπνό και το λόγο.

Και, όταν η θάλασσα μαίνεται και ο άνεμος δυναμώνει τη γεμάτη λαγνεία πολιορκία του, ο Stahlkäfer, το λαμπρότερο παράδειγμα των περιπλανώμενων ιπποτών, ψυχαγωγεί τη Μοίρα 421 με απίστευτους μύθους. Όπως αυτόν που μιλά για την παράλογη ιστορία ενός βουνού που έγινε πλοίο για τη ζωή.

Βεβαιώνω.

SupGaleano.

Πλανήτης Γη.

Σημείωση: Το βίντεο των δελφινιών που κάλεσε ο Stahlkäker τραβήχτηκε από τη Lupita, γιατί η ομάδα στήριξης της Επιτροπής «Έκτη», που ήταν επιφορτισμένη με αυτή την αποστολή, ήταν απασχολημένη… ξερνούσε. Ναι, το ξέρω πολύ ενοχλητικό. Πλέον αποστολή της Μοίρας 421 είναι να στηρίξει την ομάδα στήριξης. Και ακόμα πρέπει να διασχίσουν τον Ατλαντικό (αναστεναγμός).

[1] Παραλλαγή του παροιμίας «Όπου διατάζει ο καπετάνιος δεν κυβερνά ο ναύτης».

[2] Πρόκειται για την παροιμία: «Όταν βλέπεις να κουρεύουν τα μούσια του γείτονά σου, βάλε τα δικά σου να μουλιάζουν». Αντίστοιχη της «Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, περίμενε τη φωτιά και στο δικό σου».

 Μουσική: «Η Μάγισσα», son jarocho, ερμηνευμένη από τους Sones de México Ensamble, με τον Billy Branch. Εικόνες: μέρος του ταξιδιού του Βουνού, άφιξη και αποβίβαση στο Cienfuegos της Κούβας. Η Μοίρα 421 συγκεντρώνεται για να διαβάσει την ιστοσελίδα του Enlace Zapatista.

για περαιτέρω υλικό (φωτογραφίες) στο λινκ αναδημοσίευσης