ΤΙ ΓΥΡΕΥΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤ ΣΤΗ ΣΘΕ;


Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ


Την περσινή χρονιά με αφορμή την ψήφιση του νόμου υποβάθμισης της δημόσιας Παιδείας 4777 (Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη) ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα συγκροτήθηκε στη Θεσσαλονίκη και με τη μαζικότητα του, αλλά και την ανατρεπτική και ριζοσπαστική του δράση κατόρθωσε να βάλει δύσκολα τόσο στην κυβέρνηση, (η οποία αναγκάστηκε να βάλει προσωρινό φρένο στις διατάξεις του νόμου που σχετίζονταν με την τοποθέτηση ενός νέου αστυνομικού σώματος στα πανεπιστημιακά ιδρύματα – ΟΠΠΙ) όσο και στον αχυράνθρωπό της στο ΑΠΘ, τον πρύτανη Νίκο Παπαΐωάννου. Στο πρόσωπο του πρύτανη άλλωστε η ακροκεντρώα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει βρει τον άνθρωπο που θα συντονιστεί σε απόλυτο βαθμό με την ατζέντα της τόσο σε σχέση με την υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος παιδείας όσο και στην καταστολή των απείθαρχων.

Το κίνημα που αναπτύχθηκε στα πανεπιστήμια, αλλά μπόρεσε σε ορισμένες περιστάσεις να εκφράσει και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα όπως και αγώνες είχε πολύ έντονα ελευθεριακά χαρακτηριστικά, καθώς πέραν πάσης αμφισβήτησης οι αγωνιστές που έλαβαν τις δύσκολες αποφάσεις και υπερασπίστηκαν την κατάληψη της Πρυτανείας, αλλά και το πανεπιστημιακό άσυλο στο σύνολό του προέρχονταν από τον ελευθεριακό χώρο, ενώ και οι φοιτητές που συσπειρώθηκαν στις διάφορες αγωνιστικές πρωτοβουλίες το έπραξαν μέσα από τα ανοιχτά πλαίσια που προώθησαν ως λογική καθολικής συμμετοχής στα κοινά τα σχήματα και οι αγωνιστές και αγωνίστριες με αντιεξουσιαστικούς προσανατολισμούς.

Η οριστική εκκένωση της κατάληψης της Πρυτανείας από ειδικές δυνάμεις καταστολής μπορεί να φάνηκε ως μια ισχυρή επιθετική κίνηση του κράτους, ωστόσο στην πραγματικότητα σήμαινε την αναγκαστική του αναδίπλωση, αφού το κίνημα εμφανίστηκε σε εκείνο το σημείο πιο μαζικό, ενωτικό και δυναμικό από ποτέ. Τα κυβερνητικά σχέδια έπρεπε να πάρουν μια χρονική παράταση και οι κήνσορες της που απεργάζονταν την καταστολή και την υποβάθμιση, την επίταση των ταξικών διαχωρισμών και την αναβάθμιση του ρόλου της ιδιωτικής εκπαίδευσης έπρεπε να περιμένουνε καλύτερες μέρες.

Μετά την παύση των μεγάλων φοιτητικών διαδηλώσεων, οι οποίες μπορεί στη Θεσσαλονίκη να όρισαν νέους συσχετισμούς δύναμης, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να βρουν μιμητές στην Αθήνα και αφού το φθινόπωρο παρήλθε χωρίς μεγάλες κινητοποιήσεις στους εκπαιδευτικούς χώρους και ενώ πλέον τον χειμώνα που διανύουμε η πανδημία εξαιτίας της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισης της δράκας των αμετανόητων κρατικών δολοφόνων έχει αγγίξει νέα ύψη κινδύνου και μαζικής νόσησης, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο αντιεξέγερσης στα πανεπιστήμια. Ξεκινώντας ασφαλώς από τη Θεσσαλονίκη, η οποία έπαιξε ρόλο προπύργιου στις κινητοποιήσεις και εστιάζοντας στους χώρους του ελευθεριακού κινήματος, υπολογίζοντας έτσι ότι θα καταφέρει σημαντικά χτυπήματα στις υποδομές εντός των πανεπιστημίων και θα περάσει ένα μήνυμα ισχύος, ανακάμπτοντας από την περσινή της οπισθοχώρηση, αλλά και φυσικά ότι θα εκδικηθεί τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες, διαλύοντας τους χώρους τους με τυφλό μένος που αντιστοιχεί ακριβώς στην ακροδεξιά της σύνθεση και απεύθυνση. Στην όλη υπόθεση δεν πρέπει ασφαλώς να παραγνωρίζουμε και το ζήτημα της επικοινωνιακής τακτικής, στη βάση της οποίας εντοπίζεται η συντονισμένη αφήγηση κράτους-αστυνομίας και κυρίαρχων ΜΜΕ για καταπολέμηση των εστιών ανομίας και άλλων συναφών φαντασιοκοπιών. Ασφαλώς όποιος είχε την ελάχιστη σχέση με τη λειτουργία της πανεπιστημιακής ζωής στην πόλη γνώριζε ότι το στέκι στο Βιολογικό ήταν στην ουσία μια σχετικά μικρή αίθουσα, η οποία χρησιμοποιούνταν από φοιτητές, αλλά και πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες ως χώρος όπου πραγματοποιούνταν οι αντίστοιχες εκδηλώσεις με ριζοσπαστικό και αλληλέγγυο πρόσημο: από βραδιές οικονομικής ενίσχυσης των απεργών εργατών στη Χαλυβουργία μέχρι live με εκατοντάδες συγκροτήματα τα οποία υποστήριζαν πάντα τους αδύναμους, τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους φυλακισμένους. Ασφαλώς το στέκι ήταν και πολλά ακόμα που δεν χωράνε σε αυτό το σημείωμα, ωστόσο αν δεν ήταν κάτι αυτό έχει να κάνει με τις απειράριθμες ανοησίες που διακίνησαν οι έμμισθοι δημοσιογράφοι που λειτουργούν στην υπηρεσία της κυβέρνησης και του κεφαλαίου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στοχοποιήθηκαν και άλλοι χώροι και αγωνιστές, όπως με τις διάφορες προβοκάτσιες της προηγούμενης περιόδου που έθεταν στο στόχαστρο το πλέον προωθημένο τμήμα του φοιτητικού κινήματος τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του τμήματος του Φυσικού, με κορυφαία εξ αυτών την εισβολή των ασφαλιτών εντός του κτηρίου της ΣΘΕ με άδηλους σκοπούς όμως δηλωμένη πρόθεση να τρομοκρατήσουν και να απειλήσουν το αγωνιστικό υποκείμενο που πρωτοστάτησε στις περσινές κινητοποιήσεις εναντίον του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Η εικόνα αποκαλύπτεται ολόκληρη εάν συνυπολογιστεί η μόνιμη επιλογή της κυβέρνησης να προωθήσει με κάθε ευκαιρία ένα ευρύ κατασταλτικό σχέδιο απενεργοποίησης και εγκλωβισμού του αναρχικού κινήματος, ως αναπόσπαστο τμήμα του συνολικού σχεδιασμού καθυπόταξης των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων. Κι αυτή η πρόθεσή της δεν έχει να κάνει μόνο με τα ιδεολογικά συστατικά της αλλά και με την ανάγνωση της πολιτικής σύνθεσης των αντιστάσεων. Γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση ότι είτε στη Νέα Σμύρνη είτε στην πρυτανεία του ΑΠΘ οι αγώνες με αντιεξουσιαστικό πνεύμα και αναρχικό ορίζοντα ήταν αυτοί που την έθεσαν έστω και προσωρινά στον τοίχο, όταν καμία απολύτως πολιτική δύναμη δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει πειστικά αναχώματα στους εγκληματικούς σχεδιασμούς της, χωρίς να αναφερθούμε καν στους θλιβερούς τσαρλατάνους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι αποτελούν τους πιο έμπιστους τσανακογλείφτες της πολιτικής τους.

Για αυτούς τους λόγους η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να αντικαταστήσει τον αναλώσιμο χαφιέ Χρυσοχοΐδη (ο οποίος με τις ενέργειες του κινήματος είχε εδραιωθεί στη μνήμη του κόσμου ως ένας πρακτορίσκος που κάνει «τη βρώμικη δουλειά» των αφεντικών του), όχι βέβαια για να αναδιαπραγματευτεί την κατασταλτική πολιτική της, αλλά για να την ανανεώσει και να την επαναφέρει πιο δριμεία υπό τις εντολές του γνωστού γυρολόγου και ανθρώπου της εξουσίας Τ. Θεοδωρικάκου. Η επιμονή στην προώθηση της κατασταλτικής ατζέντας πέρα από τη στρατηγική της σημασία για την κυβέρνηση ταυτίζεται επιπλέον κατά περίσταση και με τις ανάγκες της επικαιρότητας, ακόμη κι αν καθίσταται κραυγαλέα η γελοιότητα του να μονοπωλούν τις «ενημερωτικές» εκπομπές τα διαλυμένα από την αστυνομία ντουβάρια του στεκιού στο Βιολογικό, όταν την ίδια μέρα τα κρούσματα έφθαναν σε απίθανους αριθμούς, χιλιάδες άνθρωποι υποδέχτηκαν τον νέο χρόνο άρρωστοι, εκατοντάδες νοσηλεύονταν υπό δυσχερείς συνθήκες στα νοσοκομεία, ενώ άλλοι ξεροστάλιαζαν σε ατελείωτες ουρές υπό βροχή για να κάνουν κάποιον εργαστηριακό έλεγχο, καθώς δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα 60€ που κοστίζει το μοριακό τεστ. Να λοιπόν τι κάνουν τα ΜΑΤ στη ΣΘΕ: καλοπιάνουν τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους του Άδωνη, νανουρίζουν με αφηγήσεις νομιμότητας το κέντρο, κολλάνε στον τοίχο την ιδεολογική και πολιτική αδυναμία μιας εν πολλοίς ανύπαρκτης Αριστεράς που δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη ούτε καν για τους χειροπεδημένους φοιτητές στην ΑΣΟΕΕ και τρομοκρατούν τους αγωνιστές. Και ως καθάρματα που είναι τόσο οι ίδιοι όσο ασφαλώς και οι πολιτικοί τους ταγοί, νομίζουν πως κερδίζουν. Ωστόσο η διαλεκτική των συγκρούσεων είναι σαν τον παλιό γέρο-τυφλοπόντικα συνεχίζει το σκάψιμο υπόγεια. Η διαρκής στοχοποίηση του αναρχικού κινήματος μπορεί να αποφέρει κάποια πρόσκαιρα οφέλη στην κυβέρνηση όμως σε βάθος χρόνου παραχωρεί μοιραία την πολιτική ηγεμονία του ριζοσπαστικού χώρου ακριβώς στο πιο επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο τμήμα της. Η κοινωνική δυναμική αντιπαράθεση θα εκφραστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι φετινές διαδηλώσεις της 6ης Δεκέμβρη επιβεβαίωσαν ότι το πρωταρχικό υλικό υπάρχει και συμπορεύεται ανά περίσταση με το αναρχικό κίνημα, ενεργεί κι αυτό ώστε να δοθούν οι κατάλληλες αφορμές για να εδραιώσει τις κοινωνικές συμμαχίες και αυτό ασφαλώς δεν θα γίνει πάνω από κάποια κάλπη ή πίσω από κάποιο παραβάν, αλλά στον δρόμο του κοινωνικού ξεσηκωμού, όταν θα επιχειρήσει να πάρει πίσω ότι στέρησε στις πληβειακές μάζες η κρατική αντιεξέγερση και η καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Εμείς τι κάνουμε στη ΣΘΕ; Αυτό το σημείωμα θα ήταν κολοβό αν δεν έθετε και αυτό το ερώτημα πέραν του πρώτου που αναφέρθηκε στον τίτλο του. Το αναρχικό κίνημα σε όλη του την έκταση βρίθει από θαρραλέους συντρόφους και συντρόφισσες που έχουν βάλει επανειλημμένα το κεφάλι τους στον ντορβά πολλές φορές, δεν είναι το θάρρος που του λείπει, ακόμη κι αν αρκετές φορές ο φόβος συνυπάρχει στο δωμάτιο. Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται πάντα επίσης και στα κοινωνικά και ταξικά κινήματα όταν αυτά κατορθώνουν να ξεπεράσουν τις γραφειοκρατίες και μπαίνουν σε τροχιά αγώνα και σύγκρουσης. Το ζήτημα ωστόσο παραμένει: πως το θάρρος, η οργή και το πάθος θα μετουσιωθούν σε υλικά που θα βάλουν το κράτος σε θέση άμυνας, πως θα νικήσουν; Οι ριζοσπάστες φοιτητές ακόμα και ο κόσμος που συσπειρώθηκε στις ελευθεριακές πρωτοβουλίες οφείλει να κάνει το βήμα παραπάνω και να οργανωθεί στο αναρχικό κίνημα να συντονίσει με ακόμα πιο έντονο τρόπο τη δράση του με ένα μεγαλύτερο σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης με το κράτος και το κεφάλαιο, συνολικοποιώντας τους αγώνες. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες μας θα πρέπει από τη δική τους μεριά να αποτινάξουν οποιαδήποτε σεχταριστική λογική, το σημαντικό στις κρίσιμες περιόδους δεν είναι να αναδείξουμε έναν μέχρι πρότινος ρευστό αυτοπροσδιορισμό, αλλά -χωρίς ασφαλώς να απολέσουμε τον χαρακτήρα μας- να ανακαλύψουμε νέους συμμάχους και να τους τοποθετήσουμε πλάι στα δικά μας χρώματα στη σκακιέρα της αντιπαράθεσης με το κράτος. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, αν δεν θέλουμε να αναγκαστούμε να βλέπουμε το κράτος να κερδίζει παρτίδες οφείλουμε να κάνουμε τον αναρχισμό μας ένα χρήσιμο ή δυνατόν και απαραίτητο εργαλείο πάλης, προσβάσιμο σε όποιον θέλει να αγωνιστεί. Οργάνωση και αγώνας σε όλα τα μέτωπα: στη γειτονιά, στην εργασία, σε σχολεία και σχολές, έχουμε πολλές μάχες να δώσουμε μα κυριότερα έχουμε έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουμε!