«Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ’ έδειχναν μόνο με το δάχτυλο, κι αυτό αρκούσε. Ύστερα, κάνοντας έναν κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς. Kι όταν ο κύκλος διαλυόταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος, καθ’ όλα αξιαγάπητος κύριος»

Ο πολιτικός κρατούμενος Δ. Κουφοντίνας βρίσκεται για ακόμα μια φορά να διεκδικεί με απεργία πείνας τα αυτονόητα. Βάζοντας μπροστά το σώμα του, το τελευταίο μέσο που του έχει απομείνει, ζητάει την εφαρμογή αυτού του ακραίου, αυταρχικού φωτογραφικού νόμου που δημιουργήθηκε για να συνεχιστεί το έργο της εξόντωσής του.

Κρατικά και κυβερνητικά στελέχη, παπαγαλάκια των συστημικών Μ.Μ.Ε., κάθε λογής ρουφιάνοι δείχνουν την αδιαλλαξία και την εκδικητικότητα τους στο πρόσωπο του Δ.Κουφοντίνα. «Αμετανόητος τρομοκράτης», «δολοφόνος του κοινού ποινικού δικαίου» ακούμε διαρκώς από τα στόματα των εξουσιαστών. Άλλωστε κάθε φορά που σηκώνει το ανάστημα του και πιάνει το νήμα των αγώνων μέσα από τη φυλακή, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματά, την ιστορία, την διαδρομή του, τα ίδια ακούμε.

Ανέκαθεν η εξουσία επιχειρούσε να λυγίσει, να εκμηδενίσει και να ισοπεδώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους με στόχο την εμπέδωση της κυριαρχίας-παντοδυναμίας της. Η ιστορία των αγώνων πρέπει να σβηστεί, όποιος συνεχίζει να αντιστέκεται, να αμφισβητεί, να διεκδικεί πρέπει να εξοντωθεί. Τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις κουρελιάζονται και τσαλαπατώνται από την ολοκληρωτική, νεοφιλελεύθερη, ακροδεξιά κυβέρνηση της ΝΔ. Κάθε φωνή ανυπακοής πρέπει να σβηστεί. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από το δίκιο του ισχυρού και τους νόμους της αγοράς, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το δρόμο της κρατικής-καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από να είσαι ένα γρανάζι της καπιταλιστικής μηχανής. Κι όποιος τολμάει να επιλέξει μια διαφορετική διαδρομή από αυτή, θα ξυλοκοπείται, θα βασανίζεται, θα βρίσκεται σε ομηρία, θα φυλακίζεται. Αυτό επιχειρούν να καταφέρουν το κράτος και τα αφεντικά, σιγή νεκροταφείου στην κοινωνία, στο γύψο οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα.

Και το κίνημα, όλες οι αγωνιζόμενες δυνάμεις, κάθε προοδευτικός και δημοκρατικός άνθρωπος οφείλει να κατανοήσει ότι το ζήτημα του Δ. Κουφοντίνα δεν μπορεί ιδωθεί ξέχωρα απ’ όλα τα άλλα ζητήματα που ανοίγουν γύρω μας. Το ζήτημα της αδιαλλαξίας μιας κυβέρνησης να υλοποιήσει έστω και το δικό της φωτογραφικό νόμο μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή ενός απεργού πείνας δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητο για τις κινηματικές δυνάμεις. Η απεργία πείνας προφανώς είναι και κομμάτι μιας μακροχρόνιας αγωνιστικής διαδρομής του ίδιου του Δ. Κουφοντίνα, υπεράσπισης της ιστορίας και των επιλογών του αλλά αποτελεί και κομβικό σημείο για το πώς θα διαμορφωθεί η κοινωνική πραγματικότητα και το κίνημα στο μέλλον.

Εν μέσω εγκληματικής διαχείρισης της πανδημίας, απαγόρευσης πολιτικής δράσης, ποινικοποίησης οποιασδήποτε μορφής οργανωτικής συγκρότησης και συνδικαλιστικής δράσης, κλιμάκωσης της κατασταλτικής επίθεσης σε οποιονδήποτε αγωνίζεται αλλά και την στιγμή που περνάνε μια σειρά από αντικοινωνικά, αντεργατικά, αντιεκπαιδευτικά νομοσχέδια, το ζήτημα της νίκης της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα θα είναι και μια ανάσα για όλους τους άλλους αγώνες που ξεπροβάλλουν αυτό το διάστημα.

Κι αν το κράτος νομίζει ότι είναι τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να παίζει με τη ζωή ενός απεργού πείνας, οφείλουμε να συνεισφέρουμε ο καθένας από την πλευρά του στο να καταδειχθεί κοινωνικά το ακριβώς αντίθετο. Η σιγή νεκροταφείου πρέπει να σπάει διαρκώς και οι διεκδικήσεις μας να βγαίνουν στους δρόμους. Κι αν δεν μπορούμε να «δώσουμε» λίγο από τον ουρανό που βλέπουμε και έχει στερηθεί στους πολιτικούς κρατούμενους που βρίσκονται κι αυτοί σε απεργία πείνας διεκδικώντας τη δικαίωση του Δ. Κουφοντίνα, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στους εξουσιαστές με κάθε τρόπο ότι υπάρχει και ζεϊμπέκικο…

«Το μεσημέρι είχα ραντεβού με την Πελαγία, μια μοδιστρούλα ολάνθιστο περιβόλι. Είχαμε κανονίσει να την κοπανήσουμε και να πάμε για μπάνιο. Μου στέρησαν αυτή την αιωνιότητα, ένα όμορφο κορίτσι, θάλασσα άσε που πληγώθηκε γιατί θα νόμιζε πως δεν πήγα στο ραντεβού.

Και θέλαν και κουβέντα οι κουφάλες. Με μπάζουν στο γραφείο του διοικητή, με ήξερε από πιτσιρικά. Μου λέει : Ρε Σαλονικέ σε ξέρω από τόσο δα, στα χέρια μας μεγάλωσες. Είσαι καλό παιδί, δουλευτάρης όταν είσαι έξω βέβαια, σ’ αγαπάν οι γυναίκες, τι θέλεις και τραβιέσαι συνέχεια. Δεν κοιτάς και λίγο της ζωή σου, τη μάνα σου που δεν σε χάρηκε και τα τέτοια. Λέω ωραίοι είστε μη σας βασκάνω, εσείς είστε θεατές, δεν με τραβολογάτε εσείς ε; Δεν προσπαθείτε να με συντρίψετε σαν άνθρωπο…
-Εμείς, ορίστε, εγώ δε σου ζητώ να μου υπογράψεις καμία δήλωση, χαμογέλασέ μου απλώς και σου δίνω το λόγο της τιμής μου, παρουσία των κυρίων ότι θα πας αμέσως σπίτι σου χωρίς να σε πειράξει κανείς, απλώς χαμογέλασε…

Η εξουσία των νικητών, το εφιαλτικό κράτος, ζητούσε από μένα τον παρία, που χρόνια και χρόνια προσπάθησε να με εξοντώσει, «απλώς» να του χαμογελάσω…
Του λέω, κοίτα να δεις δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο, θα χαμογελάσω από ευτυχία για την αχρήστευση της βίας, θα χαμογελάσω για τον αδερφό μου τον άνθρωπο, για σας θα μου ήταν πιο εύκολο ένα δάκρυ. Ελπίζω αφού μου το ζητάτε, να καταλαβαίνεται γιατί αρνούμαι να χαμογελάσω… Παρόν στην συζήτηση και ο Αρτέμης. Ήθελε κανα δυο μήνες να βγει στη σύνταξη και τον είχαν μόνιμο χαφιέ στα κρατητήρια. Όπως σου είπα, τον ήξερα από πιτσιρικάς, μια γειτονιά. Ποτέ δε βασάνισε άνθρωπο αντίθετα όπου μπορούσε και πέρναγε από το χέρι του βοηθούσε.

Τώρα λοιπόν ο Αρτέμης ακούει τον διοικητή του που μου ζητάει να χαμογελάσω απλώς και να με αφήσει να πάω σπίτι μου, και εντελώς αυθόρμητα από αγάπη για μένα, γυρίζει παρουσία όλων και λέει: “Χαμογέλα ρε μαλάκα, τι σου ζητάνε;”

Tον κοίταξα στα μάτια και του λέω, τίποτα, ρε Αρτέμη, απλώς, υπάρχει και το ζεϊμπέκικο. Το μάτι του είχε μια γυαλάδα…»