Ανταπόκριση από τη χθεσινή πορεία για τα 51 χρόνια απο την εξέγερση του Πολυτεχνείου στην πόλη του Ρεθύμνου. Με προσυγκέντρωση στο στέκι των Πολιτιστικών Ομάδων, το μπλοκ της ανοιχτής συνέλευσης για την υπεράσπιση του στεκιού κατευθύνθηκε με μικρή πορεία ως την συγκέντρωση του δημαρχείου. Με δεκάδες άτομα να πλαισιώνουν το μπλοκ και τις συλλογικότητες της πόλης (ΕΣΕ, ΑΔΡΕ, Τερμίτες) να στηρίζουν με πλαινά πανό στην κεντρική πορεία και με δυναμικό παλμό, με τα συνθήματα που ακούστηκαν να έχουν αντικατασταλτικό, αντικρατικό και αντιφασιστικό περιεχόμενο, το μπλοκ κατευθύνθηκε, δεύτερο στο σώμα της πορείας, μέσα από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και έπειτα μέσα από την παλιά πόλη μέχρι το στέκι πολιτιστικών ομάδων όπου και κατέληξε η πορεία.
Ακολουθεί η ανακοίνωση της Ανοιχτής Συνέλευσης Υπεράσπισης του Στεκιού Πολιτιστικών Ομάδων για την επαπειλούμενη εκκένωση:
Η δημιουργία δεν μπαίνει σε κλουβί, δε βγαίνουμε απ’ το Στέκι ό,τι κι αν συμβεί!
Στις 5/11, με αφορμή την ανάγκη επικοινωνίας των χρόνιων διεκδικήσεων των Πολιτιστικών Ομάδων (Π.Ο.), παρευρεθήκαμε σε συνάντηση με τη νέα Αντιπρύτανη Διοικητικών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας του Π.Κ., Σοφία Σχίζα. Από την αρχή της συζήτησης, επιχείρησε να καταστήσει σαφή την αυταρχικότερη στάση με την οποία πλέον η διοίκηση του Πανεπιστημίου επιλέγει να μας αντιμετωπίζει. Συγκεκριμένα, με θράσος και με γλώσσα που αποκαλύπτουν τη στοχοπροσήλωση που έχει στον ρόλο της, μας δήλωσε ότι η διοίκηση του πανεπιστημίου θα έχει ξεκάθαρα παρεμβατικό και ελεγκτικό ρόλο στη δράση και τον συντονισμό των ομάδων. Επιπλέον, μας ανέφερε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ αποτελούμε «βιτρίνα του Πανεπιστημίου προς τα έξω», δίνοντάς μας να καταλάβουμε ότι πρέπει να καταστρατηγηθεί ο μέχρι τώρα ανεξάρτητος χαρακτήρας των ομάδων.
Αυτό που βιώσαμε σε αυτόν τον εριστικό και παρατεταμένο μη συμπεριληπτικό μονόλογο ήταν απαξίωση, τρομοκρατία και αλαζονεία. Ελάχιστα ασχολήθηκε με το πραγματικό περιεχόμενο των αιτημάτων μας και αυτό σε μια προφανή προσπάθεια να τοποθετήσει εκείνη την κουβέντα σε ό, τι αφορούσε μονάχα τις επιδιώξεις της. Στην κορύφωση αυτής της ρητορικής, μας ζητήθηκε να παραδώσουμε τα υλικά των ομάδων και να εκκενώσουμε τον χώρο του Στεκιού των Πολιτιστικών. Επικαλέστηκε την θυροκολλημένη σε εμάς -από αρχές Αυγούστου- εντολή εκκένωσης, μιας και το κτίριο είχε κριθεί ακατάλληλο από την ίδια υπηρεσία που δεν είχε φροντίσει να το συντηρήσει. Επιπλέον, μας ανακοίνωσε ότι, μετά το πέρας της συζήτησης, θα ερχόταν αυτοπροσώπως στο Στέκι για να επιθεωρήσει, να καταγράψει και να παραλάβει το υλικό, ακόμα και χωρίς τη συναίνεσή μας. Μετά την άκαμπτη στάση της και, αφού αγνόησε όσα είχαμε να πούμε ή όσα αντιπροτείναμε, επισκέφθηκε πράγματι τον χώρο μαζί με μια υπάλληλο της υπηρεσίας. Ωστόσο, μέλη των ομάδων που βρίσκονταν ήδη εκεί υπερασπίστηκαν τον χώρο, και παρά την ένταση που προσπάθησε να καλλιεργήσει, τελικά αποχώρησε άπραγη.
Στην ουσία, αυτή τη στιγμή, το πανεπιστήμιο θεωρεί δική μας ευθύνη να εκκενώσουμε έναν χώρο, του οποίου την ύπαρξη και τη συντήρηση έχει το ίδιο πρωτίστως αγνοήσει τα τελευταία 7 χρόνια που βρισκόμαστε εδώ. Η χαρακτηριστική φράση της αντιπρυτάνισσας ότι «το στέκι αποτελεί το μεγαλύτερο αγκάθι για το πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο», συμπυκνώνει την αποποίηση της ευθύνης του ιδρύματος να εξασφαλίσει έναν κατάλληλο χώρο για τις π.ο. και τη μετακύλησή της στις ίδιες τις ομάδες. Την ίδια στιγμή που το πανεπιστήμιο αμφισβητεί την θεσμικά κατοχυρωμένη ύπαρξη των ομάδων, δεν έχει μεριμνήσει να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να παρέχει ένα φοιτητικό στέκι. Αυτή η αντιστροφή της πραγματικότητας δημιουργεί μια συνθήκη κατ’ επείγοντος, που παρουσιάζει την επίλυση του προβλήματος σαν κάτι που βαραίνει εμάς, ενώ το ίδιο το κράτος (θεσμός) είναι υπεύθυνο για την πρόκλησή του.
Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί πως το συγκεκριμένο περιστατικό αναδεικνύει μια συνολική αντιδραστική τάση και συντηρητικοποίηση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, επισφραγίζοντας την κατάργηση του ασύλου, η οποία στοχεύει στη συστηματική καταστολή της φοιτητικής αυτενέργειας και των ανεξάρτητων φωνών εντός του πανεπιστημίου. Αυτή η συστηματική προσπάθεια αποτυπώνεται σε πανελλαδικό επίπεδο στις εκκενώσεις φοιτητικών στεκιών και στον περιορισμό ελεύθερων χώρων εντός πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, έχοντας ως στόχο την εξάλειψη της πιο ριζοσπαστικής πλευράς του φοιτητικού κινήματος. Παραδείγματα αποτελούν η εκκένωση χώρων όπως το ιστορικό κτίριο Γκίνη για τη δημιουργία πολιτιστικού χώρου από το ίδρυμα Ωνάση, η παρουσία αστυνομίας στα campus, καθώς και τα χτυπήματα σε καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, όπως το στέκι Primavera, το κυλικείο της Ιατρικής ΑΠΘ, το Στέκι Πολυτεχνείου Κρήτη κ.α. Συχνά, η καταστολή είναι άμεση, ενώ άλλοτε φοράει τον μανδύα της «αναβάθμισης» των χώρων, όταν αυτοί μπορούν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ενδεικτικό παράδειγμα, η πτώση του ασανσέρ των εστιών του ΑΠΘ, σε στιγμή που κανείς δεν βρισκόταν μέσα, γεγονός το οποίο μετά τις κινητοποιήσεις και τις αντιδράσεις που πυροδότησε, οδήγησε σε συλλήψεις φοιτητριών μέσα στον χώρο του πανεπιστημίου.
Εδώ όμως δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε το εξής: η κατάσταση που πάει να εδραιωθεί στα πανεπιστήμια, αποτελεί μόνο μία πτυχή της ευρύτερης, συντονισμένης επίθεσης που εξαπολύει το κράτος σε όλα τα κοινωνικά πεδία, διαμορφώνοντας μια συνθήκη διαρκούς καταπίεσης και βαρβαρότητας. Η συνθήκη αυτή εκδηλώνεται άλλοτε ως άμεση βία και καταστολή, και άλλοτε μέσω της απαξίωσης των ζωών μας, με την ακρίβεια, την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, την κατάρρευση των δημόσιων δομών, την τουριστικοποίηση, την αύξηση των ενοικίων καθώς και τη λεηλασία της γης. Ακόμη και το πανεπιστήμιο λειτουργεί ως επιχείρηση, ανακαινίζοντας τους ιδιόκτητους χώρους του και μετατρέποντάς τους σε ξενοδοχεία ενοικιαζόμενα σε ιδιώτες και μαγαζιά (πχ. Σπίτι της Ευρώπης, προσεχώς Δημητρακάκη). Ειδικά στο Ρέθυμνο, όπου η πόλη κατακλύζεται από τη βιομηχανία του τουρισμού, προς όφελος του ντόπιου κεφαλαίου και των κτηματομεσιτών, εκτοπίζοντας τους κατοίκους και τα φοιτητά και δημιουργώντας μια συνθήκη αποκλεισμού και εξαίρεσης, η ανάγκη για ύπαρξη ενός ανοιχτού κοινωνικού και πολιτιστικού χώρου στο κέντρο της πόλης είναι επιτακτική.
Λίγα λόγια για την ιστορία του στεκιού και τις διεκδικήσεις των Π.Ο.
Από την ίδρυση του Π.Κ. στο Ρέθυμνο, οι πολιτιστικές ομάδες δημιουργήθηκαν με αφορμή την ανάγκη για αδιαμεσολάβητη έκφραση και για σύνδεση με τα κοινωνικά και φοιτητικά κινήματα της εποχής. Μέσα από εμβληματικούς αγώνες και πρωτοβουλίες(π.χ. καταλήψεις Τιμίου Σταυρού, Ξενία, Δημητράκακη) κατάφεραν να αποτελέσουν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της πόλης και να συσπειρώσουν τον φοιτητικό κόσμο, δημιουργώντας μια πολιτιστική παράδοση, που ανατάραξε τα νερά της πόλης φέρνοντας σε επαφή τους ντόπιους με κουλτούρες ανθρώπων από όλη την Ελλάδα και τον κόσμο. Ένα από τα πάγια αιτήματα των ομάδων ήταν η απόκτηση ενός μόνιμου χώρου στην πόλη, που θα φιλοξενούσε όλες τις ομάδες ταυτόχρονα και θα ενίσχυε τη διασύνδεσή τους με την τοπική κοινωνία.
Το 2010, οι πολιτιστικές ομάδες απέκτησαν έναν χώρο στην πόλη, έστω και με ενοίκιο, ο οποίος τους έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξουν πολυποίκιλες δραστηριότητες, ζώντας επτά χρόνια γεμάτα δημιουργία, κοινωνικοπολιτική ζύμωση και πολιτιστική παραγωγή. Ο χώρος αυτός λειτούργησε ως ένας ανοιχτός κόμβος για πρωτοβουλίες, πολιτικές συνελεύσεις και ομάδες που αντιπροσώπευαν την οριζοντιότητα, τον αντιεμπορευματικό χαρακτήρα, και την εναντίωση σε κάθε μια απ’τις κυρίαρχες καταπιέσεις που υφίστανται οι από κάτω. Όμως, το 2017, η δημιουργική αυτή περίοδος τερματίστηκε απότομα, καθώς οι ομάδες αναγκάστηκαν σε έξωση και το πανεπιστήμιο αδιαφόρησε επί της ουσίας για την άμεση αποκατάσταση της στέγασής τους. Από τότε, οι πολιτιστικές ομάδες στεγάζονται σε έναν μικρό και ανεπαρκή χώρο στην οδό Πατριάρχου Γρηγορίου, που είχε παραχωρηθεί ως κληροδότημα στο πανεπιστήμιο, και το οποίο δόθηκε ανεπίσημα για την αποθήκευση του εξοπλισμού, χωρίς θεσμική αναγνώριση και υπό συνεχή αβεβαιότητα. Το αίτημα για μόνιμο χώρο που να ανήκει στο πανεπιστήμιο και να βρίσκεται εντός της πόλης, παραμένει σταθερό και επίκαιρο.
Η σχέση που έχει κατακτηθεί μεταξύ πολιτιστικών ομάδων και πανεπιστημίου μέσα από όλα αυτά τα χρόνια αγώνων, αφορά την υποστήριξη των ομάδων απ’ τη μεριά του ιδρύματος -όπως και οφείλει- σε υλικό επίπεδο, χωρίς παρεμβάσεις ή απαίτηση πλήρους λογοδοσίας για το περιεχόμενο των δράσεων και πρωτοβουλιών μας. Για εμάς, η ιδιότυπη αυτή σχέση επικυρώνει μέσα από τις διαχρονικές μας διεκδικήσεις, το πώς αναγιγνώσκουμε τη σχέση μας με τον θεσμό. Εμείς δεν βλέπουμε ότι υπάρχουμε επειδή υπάρχει το πανεπιστήμιο, αλλά το πανεπιστήμιο και το κράτος υπάρχουν επειδή υπάρχουμε εμείς. Εμείς δημιουργούμε αυτόν τον κόσμο και γι’ αυτό μας ανήκει. Όχι ως δικαίωμα, αλλά ως αυτονόητη φυσική απόρροια της συλλογικής ζωής. Έτσι, αυτή η ιδιότυπη σχέση αφορά την διεκδίκηση να μας επιστρέφει το πανεπιστήμιο αυτό που εμείς του δίνουμε, την επανάκτηση του δημόσιου χώρου και κεφαλαίου προκειμένου να το διαχειριστούμε εμείς, ως ιστορικό υποκείμενο.
Στα πλαίσια της ολοένα και εντεινόμενης καπιταλιστικής επίθεσης, το πανεπιστήμιο ως φορέας του κράτους και της αγοράς, επιβάλλει ένα μοντέλο διαχείρισης που προσομοιάζει όλο και περισσότερο με ιδιωτική επιχείρηση. Με πρόφαση την «εξυγίανση» και τον «εκσυγχρονισμό», απομακρύνει κάθε ζωντανό και ενεργό κύτταρο που δεν μπορεί να του αποδώσει οικονομικό κέρδος ή στάτους, ενισχύει την εξατομίκευση, την εντατικοποίηση και τη διάλυση των κοινοτήτων, προσπαθώντας παράλληλα να εμφανίσει ένα δημόσιο προφίλ που θα ευνοεί της ακαδημαϊκές μπίζνες και τη χρηματοδότησή του. Βλέπει τις πολιτιστικές ομάδες, και κατ’ επέκταση τη φοιτητική κοινότητα, ως ένα ακόμα προϊόν προς εκμετάλλευση, αναζητώντας τρόπους για να την αξιοποιήσει για την προβολή του. Υπαγορεύει το χρηστό ήθος, βαπτίζει το χαμαλίκι και την ανάθεση σε εθελοντισμό και μοιράζει βεβαιώσεις και συστατικές στους πρόθυμους που θα του βγάλουν τη δουλίτσα. Ως εκ τούτου, τα πραγματικά υποκείμενα που δίνουν υπόσταση στον θεσμό (η φοιτητική κοινότητα), αντιμετωπίζονται σαν εργαλεία μιας εταιρείας και μετατρέπονται αντίστοιχα σε εμπόρευμα ή πελάτες.
Δεν έχουμε καμία πρόθεση να επιτρέψουμε την εργαλειοποίησή μας ως «βιτρίνα» και «κοινωνικό πρόσωπο» του ιδρύματος, ούτε την οικειοποίηση της δραστηριότητάς μας από τις επιδιώξεις του πανεπιστημίου. Διεκδικούμε την ανάγκη μας να υπάρχουμε συλλογικά, συνδεδεμένα με την κοινωνία και όχι αποκομμένα σε ένα αποστειρωμένο campus, να εκφραζόμαστε και να δημιουργούμε παράγοντας πολιτισμό αδιαμεσολάβητα και αντιεμπορευματικά, δίχως τις επιταγές του πανεπιστημίου που θέλει να κατευθύνει τη συλλογική ταυτότητα των φοιτητών, μετατρέποντάς τους σε βιτρίνα του.Η στάση μας απέναντι στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας, την εμπορευματοποίηση της φοιτητικής ζωής και την εξαφάνιση των συλλογικών μορφών έκφρασης είναι ξεκάθαρη: αγωνιζόμαστε για αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στη γνώση, για αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στον πολιτισμό, μακριά από τις επιταγές της αγοράς και του πανεπιστήμιου-επιχείρηση. Αγωνιζόμαστε για την επανοικειοποίηση όσων μας ανήκουν.
Απαιτούμε Άμεσα:
- την παραχώρηση ενός από τους ιδιόκτητους χώρους του πανεπιστήμιου μέσα στην πόλη για μόνιμη στέγαση των πολιτιστικών ομάδων. (Όπως κτήριο Δημητρακάκη, σπίτι της Ευρώπης)
- την επισκευή του κτιρίου επί της Πατριάρχου Γρηγορίου, αφ’ ότου έχει εξασφαλιστεί προσωρινά χώρος για στέκι, έστω και με ενοίκιο.
Ανοιχτή Συνέλευση Υπεράσπισης του Στεκιού Πολιτιστικών Ομάδων