Οι σκοτεινές προφητείες του Νευρομάντη... ή αλλιώς, η επιβεβαίωση του κυβερνοπάνκ στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική δυστοπία
Αν οι ποιητές είναι οι μη αναγνωρισμένοι νομοθέτες του κόσμου, οι συγγραφείς της Επιστημονικής Φαντασίας είναι οι γελωτοποιοί των Αυλών του. Είμαστε οι σοφοί τρελοί που ξέρουμε να πηδάμε, να κάνουμε καραγκιοζιλίκια, να λέμε προφητείες, να ξυνόμαστε δημόσια. Μπορούμε να παίζουμε με τις μεγάλες ιδέες γιατί η φανταχτερή πολυχρωμία των φτηνών καταγωγών μας, μας κάνει να φαινόμαστε άκακοι. Εμείς οι συγγραφείς ΕΦ έχουμε κάθε δικαίωμα να κάνουμε σάλτους στον αέρα, χωρίς να παίρνουμε και καμιά ευθύνη. Ελάχιστοι νιώθουν την υποχρέωση να μας παίρνουν στα σοβαρά, ωστόσο οι ιδέες μας διαποτίζουν τον σύγχρονο πολιτισμό, αόρατες σαν υπόγεια ακτινοβολία.
Μπρους Στέρλινγκ
Από τη γέννησή της, η Επιστημονική Φαντασία είχε αναλάβει έναν ρόλο «προφητικό». Συγγραφείς που μπορούσαν να «προβλέψουν» την πορεία των πραγμάτων, να πιάσουν τον παλμό ενός κόσμου και μιας κοινωνίας μακριά – και μπροστά – από την εποχή τους, ορισμένες μάλιστα φορές ακόμα και να εμπνεύσουν την εξέλιξη του υπάρχοντος, δέχθηκαν την επίθεση ή/και την απαξίωση του λογοτεχνικού κατεστημένου των καιρών τους. Τσουβαλιάστηκαν και λοιδορήθηκαν ως παραλογοτεχνία, ως φθηνά αναγνώσματα που είχαν να προτάξουν μόνο φαντεζί φαντασιώσεις και κενή περιεχομένου δράση για να ενθουσιάσουν πρόσκαιρα το αναγνωστικό κοινό, μακριά από τις αξίες και την αισθητική αυτού που η κάθε περίοδος θεωρούσε «κλασική λογοτεχνία». Και πάντα, κάθε φορά, αργά ή γρήγορα επιβεβαιώνονταν. Από τον πρωτοπόρο Ιούλιο Βερν και τους κορυφαίους του είδους Άρθουρ Κλαρκ και Ισαάκ Ασίμωφ, ως τους πιο σύγχρονους Μάικλ Μούρκοκ και Ούρσουλα Λε Γκεν (αμφότεροι δηλωμένοι αναρχικοί, και αναγνωρισμένοι στο είδος ως οι σημαντικότεροι συγγραφείς των γενιών τους), πολλοί ήταν οι λογοτέχνες που δημιούργησαν έργα μέσα από τα οποία έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον της ανθρωπότητας, συζήτησαν για την ανθρώπινη ηθική και φύση χρησιμοποιώντας φανταστικές αλληγορίες (σημαντική και χαρακτηριστική η έννοια του «ξένου» και του «διαφορετικού» μέσω της κοινής χρήσης των ρομπότ ή των εξωγήινων σε πολλά λογοτεχνικά έργα), ή έχτισαν λογοτεχνικές ουτοπίες στις οποίες περιέγραψαν τους ιδανικούς κατ’ εκείνους κόσμους και κοινωνίες όπου η ανθρωπότητα, βάσει της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης, έχει καταφέρει να εξελίσσεται χαράζοντας πορεία πάνω σε ανθρωπιστικές αξίες και όχι με μόνο γνώμονα το κέρδος και τον ατομισμό. Η αναγωγή στο μέλλον – ένα μέλλον που πολλές φορές έχει συναντηθεί με το δικό μας πραγματικό παρόν ή παρελθόν, προσδίδοντας στα βιβλία αυτά τη λεγόμενη «προφητική» διάστασή τους – είναι ένα όχημα που οι συγγραφείς της Επιστημονικής Φαντασίας χρησιμοποίησαν τόσο ευφάνταστα όσο και προσεκτικά, επιδεικνύοντας πίσω από τους περίπλοκους (συχνά δε και αυθαιρέτους) τεχνολογικούς όρους, πίσω από τις εξωγήινες φυλές και τη μεταμοντέρνα, φουτουριστική αισθητική, ένα βαθύ και ειλικρινές ενδιαφέρον για τον Άνθρωπο και τον κόσμο του. Και, καθώς η φαντασία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της προόδου και όχι της συντήρησης, τα έργα αυτά – αν όχι απαραίτητα και οι δημιουργοί τους – είχαν αναπόφευκτα μια προοδευτική, ακόμα και ριζοσπαστική, κατεύθυνση.
Κι όμως, ανάμεσα στους τόσους αναγνωρισμένους, βραβευμένους, γνωστούς, κλασικούς πια συγγραφείς, κανένας δεν έπιασε περισσότερο τον παλμό του παρόντος από τον παρακατιανό, βήτα διαλογής, βωμολόχο και λούμπεν Γουίλιαμ Γκίμπσον. Δίκαια χαρακτηρισμένος ως «προφήτης», ο συγγραφέας του Νευρομάντη και του Εικονικού Φωτός ήταν – αν όχι ο πρώτος, σίγουρα ο πιο επίμονος – που κατέβασε τη λογοτεχνία της Επιστημονικής Φαντασίας από τα άστρα, από τα ταξίδια στο υπερπέραν και από τον μακρο-κόσμο. Την άρπαξε άκομψα από τον λαιμό, την αποκαθήλωσε από τα υψηλά ιδανικά και τις εντυπωσιακές προβλέψεις της, και την κατακρήμνισε στη γη. Και γράφοντας με απλό, καθημερινό λεξιλόγιο, με πένα που δεν αξίωσε λογοτεχνικότητα (αν και διέθετε πολλή από αυτή), μίλησε για ζητήματα που δεν θα απασχολούσαν τον κόσμο μόνο στο μέλλον. Προβάλλοντας στις σελίδες του ένα φουτουριστικό παρόν, ασχολήθηκε με τα ζητήματα που ήδη απασχολούσαν τους αναγνώστες της εποχής του, και που σήμερα, είκοσι και τριάντα χρόνια αργότερα, πανηγυρικά αποδεικνύεται πως απασχολούν το παρόν της ίδιας της κοινωνίας.
Οι ήρωες του Γκίμπσον είναι λούμπεν κατακάθια που παραδόξως διατηρούν (έστω και υποτυπωδώς) την ταξική τους συνείδηση. Παλεύουν να επιβιώσουν σε έναν, όπως ο ίδιος τον χαρακτήριζε, μετα-καπιταλιστικό (επί της ουσίας, καπιταλιστικότατο όπως τον ξέρουμε σήμερα) κόσμο με μηδαμινή κοινωνική ηθική και διαχυμένο κοινωνικό κανιβαλισμό, όπου οι αστυνομικοί είναι διεφθαρμένοι ως το κόκκαλο, τα κράτη ελέγχονται πλήρως από ισχυρές ανώνυμες εταιρείες και η επιστήμη και η τεχνολογία (εξελιγμένες σε τέτοιο βαθμό, ώστε πλέον επηρεάζουν αναπόφευκτα κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων) βρίσκονται στην υπηρεσία μιας οικονομικής-ταξικής ολιγαρχίας που, φτιασιδωμένη από τη λάμψη των υποτακτικών της ΜΜΕ και προστατευμένη από ιδιωτικούς στρατούς και υπέρμετρα βίαια σώματα ασφαλείας, φροντίζει να τις χρησιμοποιεί για την ανανέωση και ανακύκλωση του status quo. Ο κόσμος του Γκίμπσον μαστίζεται από πανδημίες και φυσικές καταστροφές τις οποίες κυβερνήσεις και καπιταλιστικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται για να περνάνε νόμους που ενισχύουν την κυριαρχία τους, για να διαχύουν τον φόβο στην κοινωνική μάζα, για να προχωρούν σε ανάπλαση ολόκληρων περιοχών εγκλωβίζοντας τους φτωχούς σε πανάκριβα διαμερίσματα-κουτιά ή να τους εκτοπίζουν σε εκτός αστικού κέντρου και αποκομμένα από τον πυρήνα της οικονομικής ζωής προάστια, εκεί όπου είναι περισσότερο ακίνδυνοι. Είναι ένας κόσμος που κατοικείται από φανατισμένους θρησκόληπτους φτωχούς, συνωμοσιολόγους, πόρνες-σκλάβες και νταβατζήδες-μαφιόζους, ένοπλους γιάπηδες στις υπηρεσίες πολυεθνικών, αδίστακτους ατομικιστές που αφομοιώνουν και αναπαράγουν σαπισμένες αξίες άνωθεν φορεμένες με μόνο στόχο να διασπούν και να διαλύουν από τα μέσα την όποια ταξική αντίσταση. Οι καταληψίες δημόσιων χώρων, οι φτωχοί που δεν μετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, οι οροθετικοί, οι αντιστασιακοί, οι ομοφυλόφιλοι, οι μετανάστες, δεν κουβαλούν καμία απολύτως κοινωνική αξία – αντιμετωπίζονται σαν κατσαρίδες που πρέπει να εξαφανιστούν για να μη λερώνουν τη λαμπερή μόστρα που προβάλλουν οι ειδήσεις και οι ψυχαγωγικές εκπομπές. Και οι πρωταγωνιστές του Γκίμπσον, ποτέ επαναστάτες, πάντοτε όμως αδύναμοι, ταξικά υπό, στριμωγμένοι στα σχοινιά προσπαθώντας να επιβιώσουν, βρίσκονται αντιμέτωποι με βρώμικους μπάτσους, ιδιωτικούς πράκτορες εταιρειών, άγριες συμμορίες των δρόμων που φέρνουν κανιβαλικές λογικές και που η βία τους βοηθά απλά στη διαιώνιση της εξουσίας.
Ο ορισμός «Κυβερνοπάνκ» αυτού του υπο-είδους Επιστημονικής Φαντασίας περιγράφει επί της ουσίας ακριβώς αυτό: έναν κόσμο όπου η εξαιρετικά ανεπτυγμένη ηλεκτρονική τεχνολογία ενυπάρχει σε μια κοινωνία με εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο και με χαμένη την όποια αίσθηση ταξικότητας και συνόλου. Όπως έχει χαρακτηριστικά και εύστοχα περιγραφεί εν συντομία, μια κοινωνία «High Tech – Low Life». Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτό, μια κοινωνία στην οποία εν μέρει ζούμε ήδη. Και που είναι στο χέρι μας – ακόμα περισσότερο, που είναι καθήκον μας – να μην της επιτρέψουμε να ολοκληρωθεί.
Κάπου εδώ, ήρθε η ώρα να ξεφύγουμε από τη λογοτεχνική ανάλυση.
Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανημαρκίας, και δεν χρειάζεται να είναι κανείς παρατηρητικός ή ευφάνταστος για να αντιληφθεί τόσο την ηθική έκπτωση που προσπαθούν να μας διαποτίσουν όσο και τον κατασταλτικό οργασμό στον οποίο βρίσκονται εξίσου το τέρας και η σκύλα που το γέννησε. Η επάνοδος της Δεξιάς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σε συνδυασμό με την – ατυχή αλλά εξαιρετικά βολική για την κυριαρχία – εξάπλωση της πανδημίας του COVID-19, μας φέρνουν βίαια απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα στην οποία κάθε υπόνοια κοινωνικού συμβολαίου, δικαιώματος και ελευθερίας κατακρεουργούνται δίχως προσχήματα στον βωμό της «ασφάλειας», της ατομικής επιβίωσης και, τελικά, της ισχυροποίησης μιας ήδη δυνατής καθεστηκυίας τάξης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις (με την Ελλάδα να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού) δεν ενδιαφέρεται καν να διατηρεί καλογυαλισμένη τη βιτρίνα της ούτε άθραυστο το (αστικο)δημοκρατικό προσωπείο της. Έννοιες όπως ο δημόσιος χώρος και το δημόσιο αγαθό, ο συνδικαλισμός και η συλλογική διεκδίκηση (έννοιες και πράγματα που έχουν κερδηθεί με αιματοβαμμένους αγώνες), ταυτόχρονα γραφικοποιούνται και επανανοηματοδοτούνται, έτσι ώστε να ταιριάζουν στο νέο καθεστώς, ώσπου εν τέλει να ξεθωριάσουν και να ξεχαστούν, μαζί με την ίδια την ιστορική μνήμη που ως τώρα τις συντηρούσε. Ζητήματα που αναδεικνύονται τα τελευταία χρόνια (όπως το έμφυλο, ο ρατσισμός, η εκμετάλλευση των ζώων), αποκόπτονται μεθοδικά από τη συνολική εικόνα, αντιμετωπίζονται ξεκομμένα, αφομοιώνονται από την κυριαρχία και καταλήγουν ακίνδυνα, ενώ η όποια ενασχόληση με αυτά απεκδύεται κάθε ταξικότητας και περιορίζεται σε πλαίσια lifestyle, την ίδια στιγμή μάλιστα που στον πραγματικό κοινωνικό ιστό εντείνονται ως προβλήματα παρά εξομαλύνονται. Και φυσικά, η πολιτικοποίηση και η στράτευση στον αγώνα ενοχοποιούνται, αρχικά στην προπαγάνδα της κυριαρχίας, έπειτα στην κοινωνική συνείδηση, και τελικά στο ίδιο το νομικό οπλοστάσιο της εξουσίας, ως ιδιώνυμο. Η αλλαγή εποχής προωθεί μια νέα μορφή πολίτη, η δημιουργία του οποίου είναι ζητούμενο για την κυριαρχία εδώ και δεκαετίες: ενός ανθρώπου χαρακτηρισμένου από πλήρη ατομικισμό και κοινωνική απάθεια, πρόθυμου να δεχθεί τα πάντα με βάση τη δική του προσωπική επιβίωση και έναν εξαιρετικά χαλαρό και αλλοτριωμένο ηθικό κώδικα. Έναν πολίτη για τον οποίο δυστοπικά μυθιστορήματα – από το 1984 του Όργουελ και τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο του Χάξλεϋ μέχρι τα περισσότερα έργα του προαναφερόμενου κυβερνοπάνκ είδους – έχουν προειδοποιήσει και συνεχίζουν να προειδοποιούν. Έναν πολίτη που έχει αφομοιώσει την ήττα.
Όμως, υπάρχουν και οι ευτοπίες. Οι ευτοπίες του μέλλοντος, που έχουμε καθήκον να προτάξουμε απέναντι στις δυστοπικές ονειρώξεις της κυριαρχίας. Κόντρα στα σχέδιά τους για έναν κόσμο δίχως μνήμη, δίχως συλλογικότητα, να προτείνουμε την αλληλεγγύη και τη μαχητική αντίσταση. Κόντρα στον παραλογισμό και τον σκοταδισμό (που ενδύονται τεχνοκρατικό μανδύα παραμένοντας στην ουσία τους συντηρητικές και αντι-ανθρωπιστικές αγκυλώσεις), να παραθέσουμε τις ορθολογικές και ανθρωπιστικές αξίες της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας. Κυρίως, ενάντια στη στρατηγική Tabula Rasa που επιχειρεί να τελειώσει την Ιστορία και να την ξαναγράψει από την αρχή, να επιμείνουμε κρατώντας ζωντανή τη μνήμη των αγώνων, των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων του χθες, των ανθρώπων που έπεσαν μαχόμενοι για να κερδίσει ολόκληρη η ανθρωπότητα το αυτονόητο προνόμιο να ζει δίχως έναν μόνιμο ζυγό, χωρίς η δυναμική, η παραγωγικότητα και η φαντασία να μετριούνται με γνώμονα το κέρδος και την προσφορά στην εξουσία των λίγων. Δυστυχώς, διανύουμε μια περίοδο όπου τίποτα δεν θεωρείται δεδομένο και που, έπειτα από προσεκτική καλλιέργεια του φόβου και της ανασφάλειας, κάθε τι κεκτημένο εδώ και αιώνες υφαρπάζεται με τη βία. Έχουμε όμως ιστορικό χρέος να σταθούμε απέναντι στη βαρβαρότητα. Έχουμε ιστορικό χρέος να μην καταδικάσουμε, όχι μόνο εμάς τους ίδιους αλλά και τις γενιές που θα ακολουθήσουν, στο σκοτάδι της καπιταλιστικής καταπίεσης και του κοινωνικού κανιβαλισμού. Τελικά, έχουμε ιστορικό χρέος να παραμείνουμε άνθρωποι.
Και αναφερόμενος σε ανθρωπιστικές αξίες, θεωρώντας πως τέτοιες έννοιες έχουν σημασία και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να μετατραπούν σε γραφικές, κλείνω παραθέτοντας μια φράση από το βιβλίο Κόμης Μηδέν του Γκίμπσον: «Και, για μια στιγμή, κοίταξε ίσια μέσα σε εκείνα τα απαλά γαλάζια μάτια και γνώριζε, με εκείνη την ενστικτώδη βεβαιότητα των θηλαστικών, ότι οι υπερβολικά πλούσιοι δεν ήταν πλέον διόλου ανθρώπινοι».
*Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί ούτε κάποιο άρθρο βιβλιοκριτικής ούτε μεστή πολιτική ανάλυση, περισσότερο μερικές σκέψεις που έχουν δημιουργηθεί στο μυαλό ενός αναγνώστη που βλέπει – με θλίψη και οργή αλλά δίχως έκπληξη – τον κόσμο στον οποίο ζει να προσομοιάζει επικίνδυνα σε δυστοπίες που θα έπρεπε να παραμείνουν αυστηρά λογοτεχνικές…