Ήταν πρωί, η ώρα που όλα τα παιδιά ξυπνούσαν για να ετοιμαστούν και να πάνε στο σχολείο. Κάθε μέρα, λίγο πριν φύγουν από το σπίτι τους, τα μεγάφωνα σε όλη τη χώρα εξέπεμπαν ένα αυστηρό μήνυμα, μια γυναικεία φωνή είχε αναλάβει να υπενθυμίζει στον πληθυσμό και δη στα παιδιά, που μέσα στον ενθουσιασμό τους ξεχνούσαν τις όποιες οδηγίες, πως τα παιχνίδια ήταν απαγορευμένα. Κάθε είδους παιχνίδια, για μικρούς και για μεγάλους, παιχνίδια σκέψης, παιχνίδια των δρόμων, αυτά που χρειάζονταν φαντασία και αυτά που απαιτούσαν την ύπαρξη πολλών ανθρώπων. Η Βιολέτα ένα 12χρονο κορίτσι, ιδιαίτερα έξυπνο και με ανησυχίες, κάθε φορά που άκουγε αυτό το εκκωφαντικό μήνυμα του μεγάφωνου, που για κακή της τύχη βρισκόταν ακριβώς δίπλα από το σπίτι της, έκλεινε τα αυτιά της και κοιτώντας της γιαγιά της με βλέμμα σκανταλιάρικο, βγάζανε τη γλώσσα τους προς την κατεύθυνση της γυναικείας φωνής, πιο συντονισμένα από κάθε προηγούμενη φορά. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως αυτή η φωνή δεν ήταν κάποιας γυναίκας που γνώριζε, ήταν βέβαιη πως δεν έμοιαζε με αυτούς, με τον κόσμο που συναναστρεφόταν η μικρή μας πρωταγωνίστρια, σίγουρα δεν έμοιαζε με την γυναίκα που δούλευε στο μπακάλικο, ούτε με την γειτόνισσα στο απέναντι σπίτι, με την καθαρίστρια του σχολείου, με τις συναδέλφισσες της μαμάς της στο εργοστάσιο υφαντουργίας, με τις μεγαλύτερες ξαδέρφες της και με τη δασκάλα της. Και αφού λοιπόν δεν έμοιαζε με όλες αυτές, έσπαγε το κεφάλι της να φανταστεί πώς είναι, μα μάταια, κάθε φορά έφτιαχνε μια διαφορετική εικόνα, επηρεασμένη από αυτές τις γυναίκες που υποχρεωνόταν να βλέπει κάθε απόγευμα στην τηλεόραση, αυτές που έλεγαν τα νέα, με ένα από αυτά τα ακριβά κοστούμια. Και ήταν υποχρεωμένη να βλέπει, γιατί όσα χρόνια μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό της, αυτή ήταν η οδηγία από το υπ. Παιδείας “Τα παιδιά πρέπει να ενημερώνονται, να γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο, να προετοιμάζονται να γίνουν υπεύθυνοι πολίτες”.

Αφού λοιπόν η Βιολέτα έτρωγε το πρωινό της, χαιρετούσε την γιαγιά της και έφευγε για το σχολείο. Στο σχολείο την πρώτη ώρα τα παιδιά μιλούσαν για όσα άκουσαν από τη γυναίκα με το ακριβό κουστούμι το προηγούμενο απόγευμα, ύστερα ξεκινούσαν τα μαθηματικά, η ιστορία, η γλώσσα και τα θρησκευτικά. Κάθε δεύτερη μέρα είχαν γυμναστική, έβγαιναν λοιπόν στο προαύλιο και το ένα παιδί πίσω από το άλλο περπατούσαν σε απόσταση για μισή ώρα, ύστερα στο τέταρτο που είχε απομείνει για την ολοκλήρωση του μαθήματος ανεβοκατέβαιναν τα πελώρια σκαλιά, που βρίσκονταν μπροστά από το γραφείο του διευθυντή. “Η φυσική άσκηση είναι ιδιαιτέρως σημαντική, παιδιά, αλλά αυτή που το άτομο ασκεί κατά μόνας, αυτή που δεν ρέπει εις τα παιχνίδια και την ατίθαση φαντασία, αυτή που μέσα από την λογική και τα όρια διαμορφώνει φυσικώς και ατομικώς δυνατούς ανθρώπους” επαναλάμβανε ο διευθυντής κάθε φορά και λίγο πριν λήξει το μάθημα της γυμναστικής. Τότε η Βιολέτα κοιτούσε τον δάσκαλο γυμναστικής, προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο της, ενθυμούμενη εκείνη την εκδρομή στο άλσος, όπου κρυφά και ύστερα από μια υπόσχεση πως κανείς δεν θα το μάθει, ο δάσκαλος της γυμναστικής είχε αποκαλύψει μέσα από το φαρδύ μπουφάν του μια μικρή κόκκινη μπαλίτσα και τους είχε δώσει την ευκαιρία να παίξουν για 10 ολόκληρα λεπτά, όσο το άλσος δεν είχε άλλους επισκέπτες. Κανένα από τα παιδιά δεν είχε αποκαλύψει αυτό το μυστικό που όλοι μοιράζονταν, ήξεραν πως ήταν ανώφελο και επικίνδυνο να το πουν, τα ίδια θα τιμωρούνταν αυστηρά και ο δάσκαλος τους κανείς δεν γνώριζε ακριβώς τι θα πάθει, ίσως να του γινόταν μια επίπληξη, λέγαν κάποια από τα παιδιά, ίσως να έχανε την δουλειά του, υποστήριζαν κάποια άλλα, μα η Βιολέτα ήξερε τι θα συνέβαινε. Ήξερε γιατί είχε ακούσει ιστορίες από την γιαγιά της, από τα χρόνια που προηγήθηκαν της απαγόρευσης αλλά και των ημερών που επιβλήθηκε, για όσα συνέβησαν στον θείο της, που χρόνια είχε να φανεί και κανείς δεν είχε νέα του.

Γυρνώντας στο σπίτι μετά το σχόλασμα, η Βιολέτα ριχνόταν στο φαγητό και ξάπλωνε δίπλα στη γιαγιά της, ζητώντας της να της πει ιστορίες από τότε που η ίδια ήταν παιδί, ήξερε πως δεν ήταν πάντα έτσι η ζωή, πως οι προηγούμενες γενιές είχαν μεγαλώσει διαφορετικά, μα κανείς δεν μίλαγε γι αυτό. Και κάθε φορά που η γιαγιά της ξεκινούσε την αφήγηση, η Βιολέτα προσπαθούσε να βάλει τον εαυτό της ανάμεσα σε εκείνα τα παιδιά, της πολύ μακρινής εποχής, ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια που κλωτσούσαν μια μπάλα και πέφταν μέσα στις λάσπες της αλάνας, ανάμεσα σε αυτά που σκαρφάλωναν στα δέντρα, τρέχαν από την πάνω στην κάτω γειτονιά για να δουν ποιος είναι ο πιο γρήγορος και σε αυτά που κρύβονταν μέχρι να πουν το “φτου ξελευτερία”. Μα ήξερε πως και αυτό απαγορευόταν. Απαγορευόταν να παίζεις και να μιλάς για τα παιχνίδια, απαγορευόταν να χρησιμοποιείς την φαντασία σου, να πλάθεις εσύ όπως θες το σήμερα, το αύριο, τη ζωή σου. Ήξερε πως η φαντασία θεωρούταν επικίνδυνη και γι’ αυτό προσπαθούσαν να την στερήσουν από τα παιδιά, από μικρή ηλικία, ώστε όταν μεγαλώσουν να μην υπάρχει κανένα ίχνος της, κανένα σημάδι πως το μυαλό μπορεί να ξεπερνά τα όρια που έχουν επιτραπεί και να αναποδογυρίσει το σύμπαν. Ήξερε ακόμα πως μαζί με την φαντασία απαγορευόταν και η ομαδικότητα, είχε ακούσει τη γιαγιά της να ανταπαντάει σε αυτή τη γυναικεία φωνή του μεγάφωνου. Και είχε μάθει πως αυτά τα δυο μαζί είναι η κινητήριος δύναμη, που κάποιοι φοβούνταν, ώστε να αλλάξουν όλα, η σκέψη χωρίς περιορισμούς και το κοινό μοίρασμα με άλλους.

Έτσι λοιπόν είχε αποφασίσει να μην υπακούσει σε κάτι που της φαινόταν παράλογο και την έκανε να αισθάνεται παγιδευμένη. Έφερνε συνεχώς στο μυαλό της τα παιχνίδια που έπαιζε η γιαγιά της μικρή, πολλές φορές προσέθετε και δικές της λεπτομέρειες, τέτοιες που έβγαζαν νόημα και άλλες που ήταν εντελώς ασύνδετες, μα δεν την ένοιαζε, ήταν και αυτό μέρος του παιχνιδιού. Άλλες φορές κλεινόταν στο δωμάτιο της και σκάρωνε παιχνίδια της στιγμής, με ένα μολύβι και ένα τετράδιο και με κανόνες δικούς της, με όσα έπιπλα μπορούσε να μετακινήσει και να χρησιμοποιήσει έφτιαχνε κάστρα, σπηλιές και καράβια, με ρούχα που έπαιρνε κρυφά από τη μαμά της υποδυόταν κάποια άλλη και με τα πλακάκια του δωματίου της ριχνόταν σε ένα αδιάκοπο κουτσό. Μα γνώριζε πως κάτι λείπει, πως όλα αυτά που την έκαναν χαρούμενη, δεν είχαν καμία προοπτική αν δεν μπορούσε να τα μοιραστεί, πως αν απλά έμεναν στενά μόνο σε αυτή την ίδια κανένα παιχνίδι δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ελεύθερο.

Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, που έπεσε για ύπνο, βάλθηκε να βρει μια λύση, κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά, τη σκέψη και τη φαντασία της σε εγρήγορση και στριφογυρνούσε σαν δαίμονας κάτω από τα σκεπάσματα. Μα όχι άδικα, το σχέδιο ήταν έτοιμο, το μόνο που χρειαζόταν η μικρή μας Βιολέτα ήταν ένας μαρκαδόρος και χαρτί, μια μεγάλη δόση τύχης και μια ακόμα μεγαλύτερη θάρρους. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και με ήσυχες κινήσεις ξεκίνησε να επεξεργάζεται τα χαρτιά που είχε μπροστά της, με ανυπομονησία τελείωνε το ένα και προχωρούσε στο άλλο, ώσπου μετά από αρκετή ώρα έπρεπε να περάσει στο επόμενο στάδιο του σχεδίου της. Άνοιξε όσο πιο σιγά μπορούσε, και χωρίς να παίρνει ανάσα, το παράθυρο του δωματίου της, με προσοχή κατέβηκε στον κήπο του σπιτιού της και ξεχύθηκε στους δρόμους της γειτονιάς της κάτω από το σκοτάδι της νύχτας.

Το πρωί είχε φτάσει, η 12χρονη πρωταγωνίστρια μας αφού ετοιμάστηκε και έβαλε τα πιο χαρούμενα χρώματα επάνω της, έφαγε γρήγορα το πρωινό της, αγκάλιασε τη γιαγιά της τόσο σφιχτά που και οι δυο γνώριζαν πως είχε έρθει η ώρα και έφυγε για το σχολείο. Πέρασε μπροστά από το μεγάφωνο και ακούγοντας την γυναικεία φωνή που για ακόμα μια φορά υπενθύμιζε πως τα παιχνίδια είναι απαγορευμένα, έβγαλε τη γλώσσα της και έστριψε στο δρόμο που οδηγούσε στο σχολείο. Όσο περπατούσε έβλεπε να την προσεγγίζουν παιδιά της γειτονιάς, αλλά μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα, παιδιά του σχολείου και συμμαθητές της, κρατώντας στα χέρια τους εκείνο το χαρτί, με το οποίο η Βιολέτα τους καλούσε να σταθούν δίπλα της. Ένα χαρτί με μια μικρή κόκκινη μπαλίτσα ζωγραφισμένη, αυτή την κόκκινη μπαλίτσα που αποτελούσε το κοινό τους μυστικό, την μικρή τους ανυπακοή απέναντι σε έναν παράλογο κόσμο, εκείνο το μοναδικό παιχνίδι που κρυφά είχαν μοιραστεί.

Την πρώτη ώρα, κανένα δεν μίλησε για τα νέα, αυτά που άκουγαν από το στόμα της γυναίκας με το ακριβό κουστούμι, δεν μίλησε κανένα για τη μεγάλη γενναιοδωρία ενός πλούσιου που είχε δωρίσει νέες σχολικές φόρμες στην περιφέρεια τους, ούτε για την προετοιμασία των εορτασμών του “ατομικώς και φυσικώς δυνατού ανθρώπου”, δεν νοιάζονταν για την δωρεάν παροχή εισιτηρίων στο μουσείο πολέμου, ούτε για τις συμβουλές που ο μέγας Πατέρας της εκκλησίας είχε μοιράσει αφειδώς την προηγούμενη μέρα σε όλους τους νέους και νέες της χώρας. Σήμερα δεν νοιάζονταν για τίποτα από όλα αυτά, περίμεναν την ώρα της γυμναστικής, όπου ο διευθυντής θα επιθεωρούσε αυστηρώς και αυτή η ώρα είχε έρθει. Αφού ακούστηκε η σφυρίχτρα του δασκάλου που έδωσε το σήμα για το μισάωρο περπάτημα, τα παιδιά σηκώνοντας τα χαρτιά με την ζωγραφισμένη κόκκινη μπαλίτσα και κάνοντας όλα μαζί χωνί τα χέρια τους κάλεσαν τα υπόλοιπα τμήματα του σχολείου να συνταχθούν μαζί τους, να τρέξουν σε ζευγάρια, να πιαστούν χέρι χέρι και να ξεχυθούν σε αυτά τα πελώρια σκαλιά μπροστά από το γραφείο του διευθυντή, να ηχήσουν τα μεγάφωνα, μα αυτή τη φορά να ακουστεί μια άλλη φωνή. Η φωνή των παιδιών, η συλλογική τους φωνή, που θα καλούσε μικρούς και μεγάλους να παίξουν το παιχνίδι της ελευθερίας, που τόσο πολύ φοβόταν ο πλούσιος, ο μέγας Πατέρας της εκκλησίας, οι “ατομικώς και φυσικώς δυνατοί άνθρωποι” της κυβέρνησης, η γυναίκα με το ακριβό κοστούμι που έλεγε τα νέα και η γυναικεία φωνή από το μεγάφωνο, όσοι είχαν εξαφανίσει το θείο της Βιολέτας και πολλούς άλλους πριν χρόνια όταν αντιστάθηκαν, όσοι είχαν σβήσει κάθε ίχνος από την ζωή που έζησε η γιαγιά.