Δεν είχαν περάσει δυο ώρες από την στιγμή που ξεκίνησε να δουλεύει και είχε ήδη εξαντληθεί. Η μικρή μας μέλισσα, αρκετά ανθεκτική και δυνατή για την ηλικία και το μέγεθός της, δούλευε ασταμάτητα μέρα νύχτα, μόλις σταματούσε, έτρωγε λίγο από το μέλι που είχε παράξει και έπεφτε στο σκληρό και άβολο κρεβάτι της, μέχρι να έρθει η επόμενη μέρα που θα ξανάπιανε δουλειά. Από μικρή δεν είχε καταπιαστεί με κάτι άλλο, όχι από αδιαφορία, αλλά από την υποχρέωση που είχε προς την βασίλισσα της κυψέλης να εργάζεται για να ζει σε αυτήν.

Όμως εκείνο το πρωινό η μέλισσά μας ξύπνησε με την σκέψη της να πετά σε διαφορετικά μονοπάτια. Ένιωθε μια απίστευτη επιθυμία να βγει από την κυψέλη και να φτερουγίσει με τις φίλες της στα πελώρια πεύκα του δάσους, να σταθεί από λουλούδι σε λουλούδι και να πετάξει μέχρι το πέρας του κατάφυτου λιβαδιού ως το ποτάμι που μόνο από μακριά μπορούσε να δει. Δεν ήθελε να δουλέψει για ακόμα μια φορά σε αυτό το ανήλιαγο πόστο που είχε, στην αποθήκη που στοίβαζαν τις προμήθειες της κοινότητας, σε αυτό που ο δροσερός ανοιξιάτικος αέρας δεν μπορούσε ούτε στα κλεφτά ή και καταλάθος να τρυπώσει.

Και ενώ ξεκίνησε να σφραγίζει τα βάζα που τοποθετούσαν το μέλι, σκεφτόταν πόσο άδικο ήταν για όλες τους που δεν είχαν ανοίξει τα φτερά τους και δεν είχαν γευτεί ποτέ την ελευθερία. Τότε ήταν λοιπόν που άρχισε να αναρωτιέται, πράγματα που από πάντα και από όλους θεωρούνταν αδιανότητα. “Γιατί να εργαζόμαστε τόσο σκληρά, χωρίς να μπορούμε να ζούμε όπως επιθυμούμε; Γιατί πρέπει να δουλεύουμε τόσο πολύ για την κυψέλη που εμείς οι ίδιες φτιάξαμε και ζούμε σε αυτήν;” αναρωτιόταν συνεχώς, μέχρι που δεν κρατήθηκε και μοιράστηκε τα όσα περίεργα είχε στο μυαλό της με την μέλισσα που δούλευε για χρόνια στην ίδια αποθήκη. “Για πόσο θα πρέπει να δουλεύουμε τόσο σκληρά και θα κοιμόμαστε σε αυτό το χιλιοσαπισμένο στρώμα; Για πόσο θα ανεχόμαστε να εργαζόμαστε τόσες ώρες και όταν αρρωσταίνουμε από τις κακουχίες και την ταλαιπωρία να μας αφήνουν αβοήθητες;” ρώτησε εκνευρισμένα. “Μα τι είναι αυτά που λες;” της αποκρίθηκε η μέλισσα που δούλευαν μαζί, “οφείλουμε να εργαζόμαστε για να ξεπληρώσουμε την μεγάλη ευεργεσία της βασίλισσάς μας, που μας δίνει στέγη και τροφή” συμπλήρωσε, “τι θα κάνουμε χωρίς αυτήν; Τι θα γινόταν αν μάθαινε αυτές τις τρέλες που ξεστομίζεις;” είπε και κοίταξε τριγύρω της με ανησυχία. “Μα άκου τα λόγια σου μέλισσά μου, άκου τι λες!” είπε η μικρή μας μέλισσα, “όσο εμείς δουλεύουμε και φτιάχνουμε τη στέγη μας και παράγουμε την τροφή μας με τα δικά μας μικροσκοπικά χέρια, η βασίλισσα κάθεται αναπαυτικά στο θρόνο της και κάνει ταξίδια, τρώει και ξανατρώει και απολαμβάνει τις ομορφιές της ζωής, χωρίς να έχει καμία απολύτως υποχρέωση. Και αυτό γιατί; Διότι έχει εμάς που τις τα προσφέρουμε όλα. Τι παραπάνω έχει από εμάς και δεν μας επιτρέπεται να ζήσουμε και εμείς όπως θέλουμε;” ξαναρώτησε η μικρή μας μέλισσα. “Και τι προτείνεις;” αποκρίθηκε η συνάδελφός της. “Αυτό που προτείνω είναι απλό, μά τόσο δύσκολο στα μάτια μας, που έχουν μάθει να βλέπουν μόνο όσα τους δείχνουν αυτοί που ζουν σε βάρος μας. Αυτό που προτείνω είναι να ζήσουμε όλες ως ίσες. Να εργαζόμαστε για να έχουμε να φάμε και να κοιμηθούμε, να μπορούμε να βγούμε στο όμορφο λιβάδι που μονό ιστορίες έχουμε ακούσει γι’ αυτό. Να μπορούμε να μορφωθούμε, να μάθουμε για τη φύση και την πολυπλοκότητά της, να έχει η κάθε μια την δυνατότητα να καταπιαστεί με ό,τι αυτή επιθυμεί. Να ζήσουμε σε αυτή την κυψέλη με ισότητα και ελευθερία, αυτό προτείνω λοιπόν” είπε και ξεκίνησε να σκέφτεται πυρετωδώς.

Μέσα σε λίγη ώρα τα νέα, αυτής της απρόσμενης σκέψης, είχαν φτάσει σε κάθε σπιθαμή της κυψέλης, από τις μέλισσες που καθάριζαν τους χώρους της κοινότητας μέχρι αυτές που μετέφεραν την γύρη. Όλες πλέον ήταν ενήμερες και ένα ζωηρό βουητό από τα φτερουγίσματά τους διαπερνούσε την κυψέλη, τρεις και τέσσερις μαζί σε κάθε γωνιά συζητούσαν για την “αδιανόητη” αυτή σκέψη της μικρής μας μέλισσας. Είχαν αντιληφθεί το όσα έλεγε και συμφωνούσαν, δεν τους ήταν δύσκολο να αναγνωρίσουν τις διαφορές στον τρόπου που ίδιες ζούσαν με αυτόν της βασίλισσας, δεν δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν οτι τόσα χρόνια καμία δεν είχε την δυνατότητα για κάτι άλλο πέρα από την αδιάκοπη εργασία.

Ξεκίνησαν, λοιπόν, όλες μαζί ενωμένες να πετούν για να φτάσουν στο πιο ψηλό επίπεδο της κυψέλης, που λίγες γνώριζαν, μόνο όσες ήταν επιφορτισμένες με την προσωπική φροντίδα και την διασκέδαση της βασίλισσας. Με τα φτερά τους πιο πεισματάρικα από ποτέ και πιο συντονισμένα, κάνανε πέρα τους φρουρούς και εισήλθαν στο πιο πολυτελές δωμάτιο της κοινότητάς τους, που μόνο στα όνειρά τους θα μπορούσαν να φανταστούν. Ήταν τόσο μεγάλο που θαρρείς μπορούσαν να μείνουν όλες τους εκεί μέσα, είχε τόσα πολλά και περίτεχνα αντικείμενα, που για τα περισσότερα από αυτά δεν γνώριζαν τον λόγο ύπαρξής τους και στο βάθος αυτή. Η βασίλισσα που μόλις είχε βγει από το μπάνιο της, φορώντας έναν ολόχρυσο μανδύα, αυτόν που μήνες ύφαιναν οι μέλισσες στις μηχανές τους και για μήνες κάποιες άλλες μάζευαν τα υλικά του. Η μικρή μας μέλισσα βγήκε μπροστά και χωρίς να πει ούτε μια λέξη κινήθηκε προς την βασίλισσα. Πήρε το στέμμα και τον ολόχρυσο μανδύα της, τα έκλεισε σε ένα παλιό μπαούλο και το κλείδωσε τόσο καλά, που κανείς, ποτέ, όσο και να το επιθυμούσε δεν θα μπορούσε να το ανοίξει. Και αφού γύρισε ανάμεσα στις υπόλοιπες μέλισσες, εκεί οπου ανήκε, σήκωσαν όλες μαζί τα μικροσκοπικά τους χέρια, σαν να ορκίστηκαν πως ποτέ καμιά δεν θα ήταν πιο πάνω από τις άλλες, ποτέ καμιά δεν θα ήταν ξανά βασίλισσα, μόνο ίση προς ίση στην κοινότητα που οι ίδιες φρόντιζαν και εργάζονταν μαζί.