Ο κόνδορας, το χελιδόνι και το κοτσύφι: Μια ιστορία για την αποδοχή του διαφορετικού

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τη μέρα που ήρθε στον κόσμο, μέσα από το σπασμένο κέλυφος που τον φιλοξενούσε, και να που έφτασε η στιγμή να μάθει να ανοίγει τα φτερά του και να πετάει πάνω από τις πιο ψηλές κορφές. Σήμερα θα μάθαινε να ταξιδεύει και να κινείται ελεύθερος στον ουρανό. Όλα είχαν προγραμματιστεί, οι γονείς του ήταν έτοιμοι πια να διδάξουν στο μικρό τους τη σημαντικότητα αυτών των πρώτων βημάτων και ο ίδιος περήφανος, μέσα στην ανυπομονησία του και τον λιγοστό του φόβο για το άγνωστο. Στάθηκε στην άκρη μιας ψηλής πλαγιάς, κοίταξε δεξιά και αριστερά για να βεβαιωθεί πως ήταν και οι τρεις δίπλα δίπλα και άνοιξε τα φτερά του. Είδε τον κόσμο από ψηλά, τους απόκρυμνους βράχους, τα ζώα που σπίτι τους είχαν τη γη, τα ποτάμια και τις αχανείς θάλασσες. Και ενώ ο μικρός μας κόνδορας ψήλωνε στους αιθέρες, με πείσμα και πραγματικό θάρρος, άνοιγε την απόσταση που τον χώριζε από τους γονείς του. Στα κλεφτά, πλέον, έριχνε που και που καμιά ματιά πίσω του για να σιγουρευτεί πως δεν είναι μόνος και συνέχιζε την πιο σημαντική πτήση της ζωής του. “Μπορώ και πετώ” φώναζε, καθώς τα φτερά του έσκιζαν τον αέρα, “Μπορώ να πετάξω, δείτε με”.

Ξαφνικά και όσο ο μικρός κόνδορας επιδιδόταν σε έναν αριστοτεχνικό χορό, που όμοιό του κανείς δεν έχει ξαναδεί, μια καταιγίδα έκανε την εμφάνισή της, άνεμοι πιο μανιασμένοι από ποτέ, σύννεφα πελώρια γέμισαν τον ορίζοντα και κεραυνοί ξεσπούσαν την οργή τους στο πέρασμά τους. Οι γονείς του τρομαγμένοι και ενώ έχαναν την οπτική τους επαφή με το μικρό, άρχισαν να ψάχνουν και να ξαναψάχνουν. Τι και αν φώναζαν απεγνωσμένα μήπως και τους ακούσει, τι και αν έμπαιναν όλο και πιο βαθιά στην δίνη αυτής της ξαφνικής καταστροφής. Ο κόνδοράς μας, αδύναμος όπως ήταν και μικρός σε μέγεθος και ηλικία είχε παρασυρθεί πολύ μακριά από το σημείο που τον αναζητούσαν. Είχε κουτρουβαλήσει μέσα σε γκριζωπά σύννεφα και είχε ακούσει τις πιο δυνατές βροντές, είχε χαθεί μέσα στην αφιλόξενη διάσταση του φυσικού του τόπου. Τόσο μακριά που πια δεν γνώριζε πού βρίσκεται, “Μα πού είναι όλοι; Γιατί αυτές οι φωλιές δεν είναι γνώριμες και αυτά τα μέρη ίδια με αυτά που έχω μάθει;” αναρωτήθηκε τρομαγμένος μόλις καταλάγιασε η καταιγίδα. “Ίσως να χτύπησα και να μην βλέπω καλά, ίσως να βρίσκομαι στην ακριβώς απέναντι πλαγιά από αυτή της φωλιάς μου. Σίγουρα αυτό συμβαίνει, να που θα ακούσω σε λίγο τους φίλους μου να τιτιβίζουν και τους γονείς μου να με αναζητούν” είπε ο μικρός κόνδορας και κάθισε στο πρώτο κλαδί που βρήκε μπροστά του, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του.

“Εεε εσύ, γεια σου, ποιος είσαι;” ακούστηκε μια φωνή. “Δεν σε έχω ξαναδεί στα μέρη μας, δεν μοιάζεις να είσαι από εδώ” είπε το σκανδαλιάρικο κοτσύφι. “Δεν είμαι, μάλλον, από δω. Φαίνεται χάθηκα ενώ πετούσα για πρώτη φορά, μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;” ρώτησε ο κόνδορας. Και αφού το χαρωπό κοτσύφι συμφώνησε αμέσως, ξεκίνησαν μια μικρή πτήση προς το κέντρο της κοινότητας των πουλιών. Πέρασαν μπροστά από την φωλιά της σοφής κουκουβάγιας, από το σπίτι των καναρινιών με τα πολλά μικρά καναρινάκια, από τα φασαριόζικα κοράκια που γλώσσα δεν βάζαν μέσα μέχρι και την αυλόπορτα του αηδονιού. Κάθισαν αναπαυτικά στο πιο κεντρικό κλαδί για να ξεκουραστούν και άρχισαν να γνωρίζονται. “Εσένα που είναι οι γονείς σου και τα αδέρφια σου; Έχεις αδέρφια ή είσαι μοναχοπούλι;” ρώτησε ο κόνδορας. “Και βέβαια έχω αδέρφια, πολλά μάλιστα, αλλά τώρα δεν είναι εδώ. Είναι με το γονείς μου σε ταξίδι, ξέρεις εμείς είμαστε μεταναστευτικά πουλιά!” τόνισε το κοτσύφι. “Και εσύ πως έμεινες εδώ; Δεν σου αρέσουν τα ταξίδια; Μήπως ζαλίζεσαι;” αναρωτήθηκε ο μικρός κόνδορας. “Πως πως… μ’αρέσουν τα ταξίδια και έχω γυρίσει σε μέρη πολλά, έχω γνωρίσει τις ομορφιές πολλών τόπων και τους κατοίκους τους. Πως… τα λατρεύω τα ταξίδια, μα… μα έχω χτυπήσει το φτερό μου και μέχρι να γίνει καλά, όπως πριν, δεν μπορώ να διανύσω μεγάλες αποστάσεις. Έτσι και έμεινα εδώ και τώρα μπορούμε να κάνουμε παρέα!” είπε ενθουσιασμένο το κοτσύφι και πριν προλάβει να δείξει ολόκληρη την χαρά του ένα απότομο κράξιμο ακούστηκε λίγο παραπέρα.

“Ποιος είναι αυτός ο ξένος στο χωριό μας; Είναι φίλος σου; Τον ξέρεις;” ρώτησε αυστηρά μια αριστοκράτισσα καρδερίνα. “ Μα τέτοιο περίεργο πλάσμα δεν έχω ξαναδεί!” ακούστηκε να λέει το γνωστό σε όλους στρυφνό ορτύκι, που μόλις είχε βγει από την φωλιά του. “Είναι φίλος μου, μόλις τώρα γνωριστήκαμε. Χάθηκε καθώς πετούσε” εξήγησε το κοτσύφι, και ένα σμήνος από πολλά και διαφορετικά πουλιά άρχισε να μαζεύεται τριγύρω τους. “Και που ξέρουμε οτι δεν ήρθε για να μας πάρει το δυσεύρετο φαγητό μας; Γι αυτό που οι γονείς σου, κουτό κοτσύφι, έχουν μοχθήσει τόσο. Και αν θέλει να φάει εμάς τους ίδιους ή τα μικρά μας; Κοίτα τι δυσανάλογα μεγάλος που είναι σε σχέση με εμάς και τι περίεργος… Μα έχετε ξαναδεί τόσο περίεργο πλάσμα;” φώναξε πάλι η καρδερίνα και τα πουλιά συμφώνησαν χωρίς να το καλοσκεφτούν. “Ναι, ναι… Γιατί βρίσκεται εδώ; Γιατί να τον εμπιστευτούμε;” ηχούσαν οι φωνές που έβγαιναν από τα στόματά τους, φωνές αλλιώτικες από αυτές που είχε συνηθίσει το καλό μας κοτσύφι να ακούει. “Μα δεν πρόκειται να μας κάνει κακό, είναι απλά ένας μικρός κόνδορας που έχει μείνει μοναχός, μακριά από το σπίτι του και τους γονείς του. Χρειάζεται λίγη από την βοήθεια μας μόνο” ανταπάντησε με όση φωνή είχε το κοτσύφι, ανοίγοντας τα φτερά του και υψώνοντας το ανάστημά του. Δεκάδες μάτια ήταν στραμμένα πάνω στα δυο μικρά πτηνά, πολλά απλώς αμέτοχα και συλλογισμένα, άλλα αδιάφορα και άλλα μισόκλειστα σαν να ήρθαν αντιμέτωπα με έναν μοχθηρό εχθρό.

Μια ήρεμη φωνή, που λίγες φορές ακουγόταν στο χωριό, μα όταν χρειαζόταν, έκανε την εμφάνισή της. Ήταν το χελιδόνι, το πιο ταξιδεμένο απ’ όλα, που είχε γυρίσει ολόκληρες ηπείρους και κάθε φορά που επέστρεφε όλοι κάθονταν γύρω του να ακούσουν για τις περιπέτειές του. “Προς τι αυτή η ανησυχία που ‘χετε όλοι; Τι το τρομακτικό σας την προκάλεσε; Μήπως μάθατε πως ο βαρύς χειμώνας θα ‘ρθει πιο νωρίς και πιο δριμύς; Ή πως μας κυνηγάει κάποιο κακό θεριό;” ρώτησε το χελιδόνι. “Μήπως δεν έχετε ξαναδεί ένα μικρό από άλλους τόπους; Και βέβαια έχετε ξαναδεί, αυτή είναι η αλήθεια! Μα όχι εδώ, στο χωριό μας, έχετε ξαναδεί στα μέρη που εσείς επισκεφθήκατε και με περίσσια χαρά μας περιγράφετε όλες τις λεπτομέρειες του ταξιδιού σας. Έχετε ξαναδεί… πτηνά περίεργα, που άλλη γλώσσα από την δική σας μιλούν, σε άλλους ουρανούς πετούν, από διαφορετικά ποτάμια πίνουν το νερό τους και σε διαφορετικά χώματα ξετρυπώνουν την τροφή τους.” δήλωσε το χελιδόνι. “Και ποιος είσαι εσύ που θαρρείς πως τα ξέρεις όλα; Πως δεν κινδυνεύουμε; Δεν βλέπεις τι νύχια σουβλερά έχει και τι πελώριο ράμφος;” ρώτησε έξαλλη η αριστοκράτισσα καρδερίνα, χωρίς να θέλει πραγματικά να ακούσει μια απάντηση. “Το να μείνει εδώ είναι απαγορευτικό… Πρέπει να φύγει άμεσα, μικρός ξεμικρός, είναι αρπαχτικό, θα μας φάει χωρίς να το καταλάβουμε, αυτή είναι η φύση του. Να φύγει!” κραύγασε το ορτύκι γεμάτο οργή.

Και όσο οι φωνές πύκνωναν τόσο ο μικρός κόνδορας κρυβόταν μέσα στα φτερά του, ελπίζοντας πως ζει απλά έναν κακό όνειρο, έναν εφιάλτη και πως σε λίγο θα ξυπνούσε δίπλα σε όσους τον αγαπούν. Το χελιδόνι συνέχισε να μιλά και να υπερασπίζεται την άποψη, που τόσο βαθιά πίστευε, πως όλοι έχουν θέση στην κοινότητά τους και πως το μίσος δεν γεννά τίποτα άλλο παρά μίσος, όπως η αγάπη και η αποδοχή γεννούν τους πιο ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στα όντα. Μα οι φωνές που δεν θέλαν το μικρό μας φίλο, ακάθεκτες κατέκλυζαν τον αέρα, τόσες πολλές που το μικρό και παρεξηγημένο για την αστείρευτη καλοσύνη του κοτσύφι αναγκάστηκε να πάρει το λόγο. Άνοιξε το ράμφος του πιο πολύ από κάθε φορά, έτσι που κάποιοι λένε πως μπορούσες να δεις την πίκρα και την αδικία που είχαν περιτριγυρίσει την καρδιά του. “Αν νομίζετε οτι κινδυνεύουμε από τον κόνδορα… ναι κινδυνεύουμε, το ομολογώ. Αλλά ως κοτσύφι κινδυνεύω και από το χελιδόνι και από την κουκουβάγια και από τα περιπαικτικά κοράκια. Και από τα καναρίνια που καμία σχέση δεν έχουν με μένα. Τι περίεργα πλάσματα ε; Από τις μπεκάτσες και τις πέρδικες και τους φασιανούς. Ναι, όλοι κινδυνεύουμε από όλους” αναφώνησε το κοτσύφι. Μια εκκωφαντική σιωπή διαπέρασε τον αέρα και όσο τα πουλιά κοιτάζονταν και ξανακοιτάζονταν, προσπαθώντας να καταλάβουν αν είχαν κάποια βάση τα λεγόμενα του κοτσυφιού, αυτό ξαναπήρε το λόγο. “Μα και φυσικά όχι, δεν κινδυνεύουμε ο ένας από τον άλλο, χρόνια τώρα ζούμε αρμονικά, είτε μικροί είτε μεγάλοι, τόσο διαφορετικοί μεταξύ μας, τόσο ξεχωριστοί… Και αυτό είναι το βασικό στοιχείο της όμορφης κοινότητας μας, η αλληλοβοήθεια, η αποδοχή και η συνεργασία μας. Να τώρα που λείπουν οι γονείς μου σε ταξίδι, η γριά σουσουράδα είναι αυτή που με προσέχει. Και σένα αηδόνι όταν βρέθηκες χαμένο στο δάσος ο κούκος σε βοήθησε να βρεις το δρόμο της επιστροφής, όπως και την πέρδικα την συντροφεύει η γαλιάντρα.”είπε το κοτσύφι και συνέχισε να υπερασπίζεται τον κόνδορα. “Αν από κάτι κινδυνεύουμε, λοιπόν, είναι από τις ιδέες που βγήκαν από το στόμα της καρδερίνας και του ορτυκιού, από τις ιδέες που δεν αφήνουν χώρο σε ένα μικρό πτηνό, σε έναν ξένο για τον τόπο μας, σε έναν διαφορετικό, όπως είμαστε όλοι μεταξύ μας. Αυτές οι ιδέες είναι επικίνδυνες και όχι εμείς, ο φόβος που γεννούν μέσα μας και η καχυποψία. Αυτές οι ιδέες είναι που πρέπει πετάξουν μακριά από δω, τόσο μακριά που να μην τις βρει κανένας άλλο τόπος, να μην στεριώσουν σε κλαδί και να τις παρασύρει ο πιο δυνατός άνεμος”.

Η κοινότητα των πουλιών σάστισε. Δεν περίμενε να ακούσει αυτά τα τόσο άμεσα λόγια από το κοτσύφι, που όλοι θεωρούσαν αγαθό. Όσο σκέφτονταν, λοιπόν, αυτά που είπε, τόσο βλέπαν σε κάθε παράδειγμα, σε κάθε λέξη του τον εαυτό τους. Κάποιο να σώζεται από ένα σαφώς μεγαλύτερο σε μέγεθος, κάποιο άλλο να ζει με ένα τελείως διαφορετικό τόσο στην όψη όσο και στην φωνή και άλλο να αναγνωρίζει στον καλύτερο του φίλο τις πιο εμφανείς διαφορές. Δεν πέρασε αρκετή ώρα και ένα ένα άρχιζαν να πετάνε στις φωλιές τους, αφήνοντας την συζήτηση που είχε προηγηθεί να ξεχαστεί όπως της άξιζε, μέχρι που η αριστοκράτισσα καρδερίνα και το στρυφνό ορτύκι μίλαγαν και κράζαν στον αέρα, χωρίς καμία σημασία να έχουν πια τα λόγια τους σε κανέναν απολύτως. Μέχρι που οι ιδέες που εκφράζανε να μην είναι τίποτα άλλο παρά ένας μικρός αμυδρός μα ενοχλητικός θόρυβος, που έμελλε να σκεπαστεί από τις όμορφες μελωδίες των πουλιών, των τόσο διαφορετικών μα ταιριαστών μεταξύ τους, των ξεχωριστών και ιδιαίτερων υπάρξεων που αποτελούν τον κόσμο μας. Τον κόσμο που ονειρεύτηκαν και πάλεψαν γι’ αυτόν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Ο μικρός μας κόνδορας που παρέμεινε, αν και φοβισμένος, ο εαυτός του, το πολυταξιδεμένο χελιδόνι που έκλεισε τα αυτιά του στις ιστορίες μίσους και το σκανδαλιάρικο μας κοτσύφι που ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στην αδικία. Όσοι φτερωτοί μας φίλοι ένωσαν τις φωνές τους για τη ζωή, που βρίσκεται ψηλά, πολύ ψηλά και δεν γνωρίζει χρώματα, μορφές, γλώσσες και διακρίσεις!