Γεννημένος στην γαλλική Αλγερία στις 7 Νοεμβρίου του 1913 σε μια φτωχή οικογένεια, ο Camus έχασε τον πατέρα του στην διάρκεια της μάχης του Μάρνη το 1916. Τον μεγάλωσε η μητέρα του που ήταν αγράμματη και δούλευε ως καθαρίστρια. Πήρε υποτροφία στο Πανεπιστήμιο κι ακολούθησε την σταδιοδρομία δημοσιογράφου. Στα νιάτα του ήταν ποδοσφαιριστής και μέλος θεατρικής ομάδας.
Από τον καιρό που ήταν τερματοφύλακας είχε αποκτήσει ομαδικό πνεύμα. Γενναιόδωρος από τη φύση του κι ευαίσθητος, επιζητούσε πάντα τη συνοχή της ομάδας, αποφεύγοντας ή υπερβαίνοντας τις πικρίες. Πολλοί διανοούμενοι που έγραψαν για τον Camus συσκότισαν την υποστήριξή του στον αναρχισμό. Ήταν πάντα εκεί για να στηρίξει το αναρχικό κίνημα στις πιο δύσκολες στιγμές, ακόμα κι αν θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να προσχωρήσει εξ ολοκλήρου σε αυτό.
Ο ίδιος ο Camus δεν έκρυβε την έλξη που του ασκούσε ο αναρχισμός. Οι αναρχικές ιδέες είναι παρούσες στα θεατρικά έργα και τα μυθιστορήματά του, όπως για παράδειγμα στα έργα του Η Πανούκλα, Κατάσταση Πολιορκίας ή Οι Δίκαιοι. Γνώριζε από το 1945 τον αναρχικό Gaston Leval ο οποίος είχε γράψει για την Ισπανική Επανάσταση. Σύμφωνα με τον φίλο του Pascal Pia, ο Camus ήδη από το 1938, είχε εκφράσει το θαυμασμό του για τους επαναστάτες συνδικαλιστές, τους αναρχικούς, τους αντιρρησίες συνείδησης και όλους τους αντάρτες, ενώ εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα L’Alger Républicain (Το Δημοκρατικό Αλγέρι).
Ο αναρχικός André Prudhommeaux τον παρουσίασε σε μια συνάντηση του Κύκλου Αναρχικών Φοιτητών το 1948 ως συμπαθούντα εξοικειωμένο με την αναρχική σκέψη.
Επίσης ο Camus υποστήριξε τις Ομάδες Διεθνούς Σύνδεσης που επεδίωκαν να βοηθήσουν τους αντιφρονούντες του φασισμού και του σταλινισμού οι οποίοι αρνήθηκαν να πάρουν το μέρος του αμερικάνικου καπιταλισμού. Δημιουργημένες το 1947-1948, είχαν σα στόχο την υλική στήριξη στα
θύματα των αυταρχικών καθεστώτων καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών. Ανάμεσα στους συμπαθούντες, βρίσκουμε τον Ρώσο αναρχικό Nicolas Lazarevitch, εξόριστο στη Γαλλία, καθώς επίσης και πολλούς συμπαθούντες της επαναστατικής συνδικαλιστικής εφημερίδας Η Προλεταριακή Επανάσταση. Ο Camus παρέμεινε φίλος και οικονομικός υποστηρικτής της εφημερίδας μέχρι τον θάνατό του.
Το βιβλίο του Albert Camus, Ο Εξεγερμένος Άνθρωπος, που δημοσιεύθηκε το 1951, σηματοδότησε την καθαρή ρήξη του με την αριστερά του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από τα μέλη του ΚΚ και άλλους συντρόφους του. Ωστόσο το μήνυμά του κατανοήθηκε από τους αναρχικούς και τους επαναστάτες συνδικαλιστές της Γαλλίας και της Ισπανίας, αφού αναφέρεται ανοιχτά στον αναρχισμό και τον επαναστατικό συνδικαλισμό και κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στον εξουσιαστικό σοσιαλισμό και τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Το βασικό ζήτημα είναι το πώς να υπάρξει επανάσταση χωρίς καταφυγή στον τρόμο και τις “καισαρικές” μεθόδους. Ο Camus ασχολήθηκε με τον Μπακούνιν και το Νετσάγιεφ, μεταξύ άλλων. “Η κομμούνα ενάντια στο Κράτος, η συγκεκριμένη κοινωνία ενάντια στην απολυταρχική κοινωνία, η αναστοχαστική ελευθερία ενάντια στην ορθολογιστική τυραννία, και τέλος ο αλτρουιστικός ατομικισμός ενάντια στην αποικιοποίηση των μαζών…”
Και καταλήγει σε μια έκκληση για την αναγέννηση του αναρχισμού. Η εξουσιαστική σκέψη, μετά από τρεις πολέμους και την εξόντωση της ελιτ των επαναστατών, είχε πνίξει αυτή την ελευθεριακή παράδοση. Όμως αυτή υπήρξε μια ελεεινή νίκη, μια πρόσκαιρη νίκη. Ο αγώνας συνεχίζεται.
Ο Gaston Leval απάντησε με μια σειρά άρθρων. Σε ένα φιλικό τόνο, αποφεύγοντας κάθε σφοδρή πολεμική, εγκάλεσε τον Camus γι αυτό που θεωρούσε ως καρικατούρα του Μπακούνιν. Ο τελευταίος υποστήριξε τη θέση του στην εφημερίδα Libertaire της Αναρχικής Ομοσπονδίας (εκείνη την εποχή το εβδομαδιαίο τιραζ της εφημερίδας έφθανε τα 100.000 αντίτυπα). Υποστήριξε ότι είχε δράσει καλή τη πίστει κι ότι θα διόρθωνε στις επόμενες εκδόσεις ένα από τα αποσπάσματα στα οποία είχε ασκήσει κριτική ο Gaston Leval.
Ο γενικός γραμματέας της Αναρχικής Ομοσπονδίας, Georges Fontenis, είχε επίσης ασκήσει κριτική στο βιβλίο του Camus στην εφημερίδα Le Libertaire. Στην ερώτηση με τίτλο “Η εξέγερση του Camus είναι ίδια με την δική μας;” ο Fontenis είχε απαντήσει καταφατικά. Του είχε ωστόσο προσάψει ότι δεν είχε αναγνωρίσει επαρκώς τη σημασία της Ουκρανικής και της Ισπανικής Επανάστασης, είχε παρουσιάσει τον Μπακούνιν ως ένα σκληρό μηδενιστή κι ότι δεν προσέδωσε περισσότερη αξία στις ειδικές αναρχικές θέσεις του. Στο τέλος, παραδέχθηκε ότι το βιβλίο περιείχε αξιοθαύμαστες σελίδες. Την επόμενη βδομάδα, ο Jean Vita δημοσίευσε στο Le Libertaire μια πιο θερμή και θετική κριτική.
Αυτές οι συγκρατημένες κριτικές που προέρχονταν από αναρχικούς έρχονταν σε αντίθεση με αυτές του ΚΚ, του Sartre και της ομάδας του περιοδικού Les Temps Modernes. Αυτές σηματοδότησαν την αρχή της ρήξης ανάμεσα στον Camus κι αυτό τον άλλο μεγάλο υποστηρικτή του υπαρξισμού. Οι κριτικές της ομάδας ήταν άγριες, ιδίως εκείνες του Francis Jeanson. Ο Camus απάντησε ότι η κριτική του Jeanson ήταν ορθόδοξη μαρξιστική και είχε αγνοήσει κάθε αναφορά στον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό. “Η Πρώτη Διεθνής, το κίνημα του Μπακούνιν που ζει ακόμα μέσα στις μάζες της ισπανικής και της γαλλικής CNT, αγνοήθηκαν”, έγραψε ο Camus. Η ποινή για τον Camus ήταν η αποπομπή του από τους κύκλους των υπαρξιστών. Αυτές οι μέθοδοι τον αποκαρδίωσαν. Του ασκήθηκε επίσης αυστηρή κριτική από τους σουρρεαλιστές για τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις του βιβλίου. Φαινόταν λοιπόν ότι το αναρχικό κίνημα ήταν το καλύτερο στήριγμά του.
Ο Camus νοηματοδότησε αυτή τη ρήξη με διαφορετικούς τρόπους. Κράτησε αποστάσεις από τους διανοοούμενους τους έτοιμους να υποστηρίξουν τον σταλινισμό. Αυτό δεν τον εμπόδισε να στρατευθεί ανεπιφύλακτα σε υποθέσεις που θεωρούσε δίκαιες και χρήσιμες. Στην Ισπανία, μια ομάδα αναρχικών εργατών είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τον Φράνκο. Στο Παρίσι, ο Σύνδεσμός των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κάλεσε μια συγκέντρωση στις 22 Φεβρουαρίου 1952. Ο Camus δεχθηκε να πάρει το λόγο. Πίστευε ότι θα ήταν χρήσιμο κι ο ηγέτης των σουρρεαλιστών, ο André Breton, να μιλήσει σε αυτή τη συγκέντρωση. Κι αυτό, παρά την επίθεση που του έκανε ο Breton στην επιθεώρηση Arts για την κριτική του στον ποιητή Lautréamont τον οποίο θαύμαζαν οι σουρρεαλιστές ως έναν από τους προδρόμους του κινήματός τους.
Ο Camus συνάντησε τους διοργανωτές της συγκέντρωσης, τον Fernando Gomez Pelaez της Solidaridad Obrera, οργάνου της ισπανικής αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης CNT και τον Jose Ester Borras, γραμματέα της Ισπανικής Ομοσπονδίας Πολιτικών Κρατούμενων (FEDIP) και τους ζήτησε να προσεγγίσουν τον Breton χωρίς να του πουν ότι αυτό το είχε προτείνει ο ίδιος. Ο Breton δέχθηκε να μιλήσει στη συγκέντρωση ακόμα κι αν ήταν παρών ο Camus. Ο Gomez ανέφερε στον Breton ότι ήταν ιδέα του Camus, πράγμα που συγκίνησε βαθύτατα τον Breton. Αργότερα ο Camus είπε στους ισπανούς αναρχικούς ότι ένα είδος συμφιλίωσης ανάμεσα τους πραγματοποιήθηκε, επειδή ο ίδιος δεν είχε απαντήσει στην οργή του Breton. Ο Camus και ο Breton μοιράστηκαν το βήμα ως ομιλητές και εθεάθησαν μάλιστα να συζητούν ένθερμα.
Ο Camus υιοθέτησε μια στάση στρατευμένου διανοούμενου, υπογράφοντας εκκλήσεις και γράφοντας για τα περιοδικά Le Libertaire, La Révolution Prolétarienne και Solidaridad Obrera. Συμμετείχε επίσης στη συντακτική επιτροπή της μικρής ελευθεριακής επιθεώρησης Témoins το 1956 και γνώρισε τον αρχισυντάκτη του, Robert Proix, διορθωτή στο επάγγελμα. Μέσω αυτού γνώρισε την Giovanna Berneri (Caleffi) τη σύντροφο του χαρισματικού ιταλού αναρχικού Camillo Berneri ο οποίος
δολοφονήθηκε από τους σταλινικούς στην Ισπανία το 1937. Ο Camus γνώρισε επίσης την Rirette Maîtrejean, παλιά σύντροφο του Victor Serge, η οποία είχε εμπλακεί στην υπόθεση και στη δίκη της συμμορίας Bonnot. Η Rirette εργαζόταν για πολλά χρόνια ως διορθώτρια στην εφημερίδα Paris-Soir. Ο Camus έγινε επίσης φίλος του βετεράνου αναρχικού Maurice Joyeux ο οποίος θα πει αργότερα ότι από όλα τα σύγχρονα λογοτεχνικά έργα, ο Εξεγερμένος Άνθρωπος ήταν το βιβλίο που είχε καλύτερα εκφράσει τις αντιλήψεις των φοιτητών και των εργαζόμενων το Μάη του 1968.
Το 1954, ο Camus στηρίζει ξανά τους αναρχικούς. Ο Maurice Laisant συντάκτης του Monde Libertaire, εφημερίδας της Αναρχικής Ομοσπονδίας είχε φτιάξει μια αντιμιλιταριστική αφίσα μιμούμενος την αισθητική της επίσημης προπαγάνδας του στρατού. Κατηγορήθηκε για ανατρεπτική δράση. Ο Camus, μάρτυρας υπεράσπισής του στο δικαστήριο, θύμισε στους δικαστές πώς τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά στη διάρκεια μιας δημόσιας συγκέντρωσης για την Ισπανία.
Ο Camus δήλωσε στο δικαστήριο: “Από τότε τον ξανασυνάντησα μερικές φορές και θαύμασα τη βούλησή του να αγωνίζεται ενάντια σε αυτή μάστιγα του ανθρώπινου γένους. Μου φαίνεται αδύνατον να μπορεί να καταδικαστεί ένας άνθρωπος του οποίου η δράση ταυτίζεται τόσο απόλυτα με τα συμφέροντα όλων των ανθρώπων. Πολύ σπάνιοι είναι εκείνοι που υψώνουν το ανάστημά τους ενάντια σε έναν κίνδυνο κάθε μέρα και πιο φρικτό για την ανθρωπότητα”. Μετά την δήλωσή του, ο Camus κάθισε στο ακροατήριο που αποτελούνταν κυρίως από αγωνιστές εργάτες οι οποίοι τον περιέβαλλαν με αγάπη. Δυστυχώς ο Laisant καταδικάστηκε να πληρώσει βαρύ πρόστιμο.
Επίσης ο Camus στάθηκε στο πλευρό των αναρχικών όταν εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στην εξέγερση των εργαζομένων ενάντια στους Σοβιετικούς στην Ανατολική Γερμανία το 1953, καθώς και στην εργατική εξέγερση στο Πόζναν της Πολωνίας το 1956 και αργότερα την ίδια χρονιά στην Ουγγρική Επανάσταση. Το 1955 υποστήριξε δημόσια τον Pierre Morain, μέλος της Ελευθεριακής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (η Αναρχική Ομοσπονδία είχε αλλάξει όνομα το 1954 μετά από σφοδρές διαμάχες στο εσωτερικό της οργάνωσης). Ο Morain ήταν ο πρώτος Γάλλος που φυλακίστηκε για τις αντιαποικιοκρατικές θέσεις του στο ζήτημα της Αλγερίας. Ο Camus τον υποστήριξε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας L’Express στις 8 Νοέμβρη του 1955.
Χρησιμοποίησε κατ’επανάληψη τη φήμη του για να παρέμβει στον Τύπο ζητώντας την παύση της δίωξης αναρχικών αγωνιστών ή για να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του εγκαταστάθηκε στο χωριό της Προβηγκίας Lourmarin. Κι εκεί γνώρισε τον Frank Creach. Βρετόνος, γεννημένος στο Παρίσι, αυτοδίδακτος και αφοσιωμένος αναρχικός, είχε πάει στο χωριό στην διάρκεια του πολέμου για να αποφύγει την στράτευση. Ο Camus τον προσέλαβε ως κηπουρό και είχε το πλεονέκτημα να μπορεί να συζητά με κάποιον που βρισκόταν στο ίδιο μήκος κύματος. Μια από τις τελευταίες καμπάνιες στις οποίες συμμετείχε ο Camus ήταν εκείνη του αναρχικού Louis Lecoin ο οποίος αγωνιζόταν για να αναγνωριστεί το καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης το 1958. Δεν έμαθε ποτέ την κατάληξη αυτής της καμπάνιας αφού σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1960, στα 46 του χρόνια.
Μετάφραση από τα γαλλικά: A.K.
Bibliothèque Anarchiste