Το μακρύ λογοπαίγνιο του (Ι)σημερινού παραλογισμού

 

Θυμάσαι τότε που άνοιγαν οι μεντεσέδες
Και άκουγες το πηχτό γάλα Της
Να συνοψίζεται σε ένα «που πας;»

«Άσε μας ρε μάνα! Όπου γουστάρω!»

Τώρα βέβαια ανακοινώνεις διακριτά
Τις ώρες που περπατάς για τας ανάγκας
του σκύλου σου
Στολίζοντας με μάσκα τα κρανία
μη δα νοσήσει και κανείς από φαντασία
όσο
Τα αστοιχείωτα περίσσια ζητούν στοιχειά

Ο ασθενικός σου αντιδραστήρας
Κατηφορίζει στο λήθαργο της γηραιότητ(τ)ας,
ομφαλικά τρέφεται εξιστορώντας μνήμες
Και αν τα άκρα του βαστούν ακόμη,
ενίοτε με την Αυγή αρχίζει ξανά ίσα ίσα να ακονίζει.

Ο ανθρωπόμορφος ουρανός αρχίζει να βουρκώνει,
αγάπη μου,
και των νεφών την εξασθενισμένη κραυγή
την ξορκίζει η αρρώστια της υποταγής
ή την ιαίνει η ζωή.

Η εκ των άνωθεν αλήθεια όσο θα πληρεί
την προϋπόθεση α-ισχή.
Η εκ των κάτωθεν αλήθεια, αν θέλει η ταπεινή
να επιβιώσει, θα πρέπει πληρεί
την προϋπόθεση: α-ντε γαμηθείτε.

Πραπονιούνται οι θάλασσες
Βρονταεί η γαία,
Τα βουνά αντιλαλούν,
την ανθρώπινη δυστυχία να αντέξουν
άλλο δεν μπορούν.


Ως πότε; αγάπη;