Η ιστορία ενός ποταμιού που έμαθε να αγωνίζεται.

Πριν πολλά πολλά χρόνια, τόσα που μόνο τα ψηλά δέντρα και τα απόκρημνα φαράγγια μπορούσαν να γνωρίζουν, λένε πως υπήρχε ένα μικρό πολύχρωμο και δραστήριο ποταμάκι. Κάθε μέρα ξεκινούσε το ταξίδι του και από το βουνό ορμούσε προς τα κάτω, περνούσε μέσα από δάση, γλιστρούσε σε κατάφυτες πλαγιές και μόλις έφτανε στην πεδιάδα μείωνε λίγο την ταχύτητά του για να ξεκλέψει κρυφά από του ήλιου το φως. Και κάθε βράδυ, αφού βουτούσε στα αλμυρά νερά, μιας άγνωστης για εμάς θάλασσας, επέστρεφε εκεί από όπου ξεκίνησε, περιμένοντας το ταξίδι της επόμενης μέρας.

Το πολύχρωμο ποταμάκι που άλλαζε συνεχώς χρώματα, τόσα όσα τα μέρη από τα οποία περνούσε και τόσα όσα τα πλάσματα που το συντρόφευαν, ήταν πολύ αγαπητό σε όλους, στο πέρασμά του τα λουλούδια άνθιζαν, τα δέντρα ψήλωναν τα κλαδιά τους και τα ζώα πλησίαζαν για να δροσιστούν. Και όλα μαζί άκουγαν τους ήχους της ροής του που μετέφερε τα νέα από περιοχή σε περιοχή. Έτσι η θάλασσα μάθαινε κάθε μέρα τι γινόταν στη στεριά, η κοιλάδα τα νέα των πουλιών και το βουνό τι συνέβαινε χιλιάδες πόδια κάτω από αυτό.

Μια μέρα, όμως, λίγο πριν ξεκινήσει την συνήθη διαδρομή του, άκουσε το βουνό να ανησυχεί, “Τα βλέπεις και εσύ;” απευθύνθηκε στο ποταμάκι, “Ξύπνα, κοίτα κάτι περίεργα πράγματα που μεταφέρουν κάτι εξίσου περίεργα πράγματα στην κορυφή μου” του είπε. Όντως, το βουνό είχε δίκιο. “Αυτά τα έχω ξαναδεί κοντά στην πεδιάδα, εκεί που μένουνε οι άνθρωποι. Άκουσα να τα λένε φορτηγά” είπε το ποταμάκι. Πρώτη φορά όμως έβλεπε αυτά τα τεράστια άσπρα μεταλλικά αντικείμενα με τους έλικες. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισε να ξεκινήσει το ταξίδι του, όχι όμως αυτό που έκανε κάθε μέρα, σήμερα είχε έναν διαφορετικό σκοπό, θα μάθαινε γι’ αυτά τα αλλόκοτα πράγματα πάση θυσία, θα ρωτούσε τα λουλούδια και αν αυτά δεν ήξεραν, θα ρωτούσε τους λαγούς, τους αετούς και τους χείμαρρους, είχε αποφασίσει να μην επιστρέψει εάν δεν μάθει.

Αφού ξεκίνησε για την αποστολή του, ρώτησε πρώτα πρώτα τα ψάρια που το συντρόφευαν μήπως και αυτά είχαν ακούσει κάτι, μα κανένα δεν ήξερε. Έτρεξε γρήγορα γρήγορα προς το κοντινότερο φαράγγι, εκεί που ζουν τα μυστικά, μα τίποτα, καμία απάντηση, έστριψε απότομα και κύλησε προς την κοιλάδα να βρει τα ζώα που τρώνε το χορτάρι της, μα τίποτα ξανά. Και αφού για ώρες ρωτούσε και απάντηση δεν έβρισκε, βάλθηκε να χυθεί μέσα στη θάλασσα που χίλιες γλώσσες μιλά. Όμως ούτε αυτή είχε ακούσει για αυτά τα τρομακτικά μηχανήματα. Ξαφνικά και ενώ το ποταμάκι είχε χάσει κάθε ελπίδα, ένα γεράκι που έβγαινε βόλτες μόνο την νύχτα, εμφανίστηκε μπροστά του. “Ε, στάσου, πέταξα σαν τρελό για να σε φτάσω” είπε το γεράκι, “άκου όσα θα σου πω και μέχρι να τα μεταφέρεις παντού, από το βουνό μέχρι τις κρύες θάλασσες, μην σταματήσεις να τρέχεις! Αυτά που είδες πάνω στα φορτηγά τα λένε ανεμογεννήτριες, είναι φτιαγμένα από τους ανθρώπους, που τόσο αχόρταγοι που είναι θέλουνε να ορίσουνε μέχρι και τον αέρα!” είπε αγριεμένα το γεράκι. Μέσα σε λίγα λεπτά το ποταμάκι είχε καταλάβει τον μεγάλο κίνδυνο και όρμηξε για να διαλαλήσει παντού τα νέα. Τόσο φουρτουνιασμένο έγινε, που φούσκωνε τα νερά του, πλημμύριζε τη γη στο πέρασμά του, όπως τις μέρες που η βροχή και ο άνεμος διαγωνίζονταν ποιος είναι ο πιο δυνατός.

Πρέπει να σταματήσουμε το σχέδιο των ανθρώπων” φώναζε συνέχεια καθώς επέστρεφε. Όλα τα ζώα και κάθε γωνιά γης και αέρα, από το πιο μικρό έντομο μέχρι τα πιο μεγάλα δέντρα είχανε μάθει πλέον τα καταστροφικά αποτελέσματα που θα προκαλούσαν αυτά τα μηχανήματα. Είχανε μάθει πως το βουνό θα πληγωθεί, πως αμέτρητα ζώα θα χάσουνε τη γη τους και πως το γεράκι ήξερε και είχε δει να πέφτουν νεκρά όσα πτηνά προσπάθησαν να πλησιάσουν είτε από περιέργεια είτε από απροσεξία τους έλικες αυτούς. Κάθε φωνή που ακουγόταν ήξερε πως η γη αυτή που τους έτρεφε, που ήταν το σπίτι τους και που ήταν τόσο πολύτιμη για τη ζωή, θα ρήμαζε και αυτό δεν θα σταματούσε, σαν αλυσίδα θα εμφάνιζε και αλλού με κάποιο τρόπο τα αποτελέσματα αυτής της παρέμβασης του ανθρώπου.

Αφού αντιλήφθηκαν όλοι τη σοβαρότητα της κατάστασης, δεν έμενε τίποτα άλλο από το να δράσουν, η βροχή και ο άνεμος ξεκίνησαν να διαγωνίζονται αλλά αυτή τη φορά από κοινού χωρίς να πρέπει κάποιος να κερδίσει, μικρά και μεγάλα ζώα έτρεξαν προς τους ανθρώπους αποφασισμένα να τους διώξουν από το βουνό, τα πουλιά με όση δύναμη είχε το καθένα γεμίσανε τους δρόμους και τα μονοπάτια με πέτρες και κλαδιά ώστε κανείς να μην μπορεί να φτάσει την κορφή, μα κανένα τους όμως δεν ήξερε με ποιο τρόπο αυτά τα μεταλλικά τέρατα θα σταματούσαν να γυρνούν.

Μάταια το βουνό σειόταν στην προσπάθειά του να τα γκρεμίσει και να τα ξεριζώσει από τα θεμέλια τους, και ενώ δεκάδες ογκώδεις βράχοι σωριάζονταν στα πόδια του, τίποτα δεν μπορούσε να διώξει το ανθρώπινο τερατούργημα από την πλάτη του. Όλοι το κοιτούσαν σαστισμένοι χωρίς να μπορούν να πράξουν κάτι παραπάνω, μέχρι που άκουσαν από μακριά ένα εκκωφαντικό βουητό, τέτοιο που σκέπαζε τον ήχο των δονήσεων της γης, τέτοιο που ακούγεται από τη θάλασσα όταν ανταμώνει με τις ψηλές κορφές. Ήταν το ποταμάκι, που μετέφερε τη θέληση όσων συνάντησε και αντηχούσε τις φωνές τους για ζωή και ελευθερία, τόσο ορμητικό και τόσο ασταμάτητο που αψηφούσε την ίδια του την ροή και τα πελώρια ύψη των βουνοκορφών και όσο φούσκωνε, ψήλωνε και θέριευε, μέχρι που τα πολύχρωμα νερά του σκέπασαν την μεταλλική παρέμβαση του ανθρώπου και αποκατέστησαν μια και καλή το απέραντο του ορίζοντα.