Μια μικρή ιστορία ενός παιδιού που αγαπούσε την ελευθερία

Η σύντομη ιστορία που ακολουθεί δεν μπορεί να αποκαλύψει την πηγή της και αυτό όχι από ένα ιδιότυπο καπρίτσιο, αλλά γιατί πολύ απλά δεν έχει αποσαφηνιστεί. Μπορεί να αντλεί από ιστορίες του μυαλού ενήλικων πλέον ανθρώπων, μέσα από τα μάτια των οποίων τα παιδιά υφαίνουν ασυναίσθητα το νήμα πολλών και μικρών πράξεων ελευθερίας, μπορεί ακόμα η ιστορία αυτή να διαδραματίστηκε σε μια χώρα μακρινή σε ακαθόριστο, μα οχι και πολύ μακρινό χρόνο. Ίσως όμως και να αποτελεί μια εμπειρία πραγματική, αλιευμένη από την πραγματικότητα των παιδιών μέσα στον δικό τους κόσμο του φανταστικού.

Δεν έχει αξιώσεις για μια ολιστική αφήγηση του κόσμου των παιδιών, ούτε και του συγκεκριμένου. Αλλά αποτυπώνει την εντύπωση μιας απλής και μόνο πράξης, που στην προέκτασή της ανοίγει δρόμο προς την ελευθερία και στην ανασκόπησή της, στην επιστροφή της σε αυτή την τρυφερή ηλικία του καθενός θέτει ερωτήματα για την διαδικασία διαμόρφωσής μας.

Η τετράχρονη πρωταγωνίστριά μας ακούει στο όνομα “Αρτεμάκι” και αποτελεί ένα φανταστικό παιδί, όσο φανταστικά και αστείρευτα είναι όλα τα παιδιά!

Ήταν απόγευμα όταν το Αρτεμάκι ανέβηκε τις σκάλες και τρύπωσε μέσα στην μεγάλη αίθουσα του σπιτιού. Αφού χαιρέτησε τους μεγάλους φίλους της που βρίσκονταν εκεί, συζητώντας για ώρες πάνω σε ζητήματα που δεν μπορούσε ακριβώς να αντιληφθεί, αλλά η διαίσθησή της της έλεγε πως “είναι σοβαρά, πρέπει να έχουν σχέση με την ελευθερία!”, κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο με γοργά βήματα, σαν να την περίμενε κάτι.

Και όντως! Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, από τότε που απέκτησε ένα καινούριο δώρο. Δυστυχώς ο αφηγητής αυτής της ιστορίας δεν έμαθε από ποιον, αλλά λίγη σημασία έχει για την συνέχισή της. Αφού, λοιπόν, πήρε το δώρο της, επέστρεψε γρήγορα γρήγορα στην μεγάλη αίθουσα και κάθισε σε μια γωνιά, μάλλον όχι από διακριτικότητα, αλλά από την τρομερή της επιθυμία να μην της αποσπάσει κανείς την προσοχή όσο προσπαθούσε να το ανοίξει.

Μέσα σε λίγα λεπτά και με αρκετή ανυπομονησία, εμφανίστηκε. Ήταν ένα καφέ άλογο, με λευκή χαίτη και ουρά και μια κούκλα για αναβάτη. Μα φυσικά και όχι, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι τόσο απλό. “Κάτι έχει παραπάνω” σκέφτηκε, κάτι που δεν χρειαζόταν. Δεν πρόλαβε να ανοίξει την πλαστική διάφανη συσκευασία και αμέσως αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό που περίσσευε. “Αυτά δεν χρειάζονται, δεν είναι του αλόγου” είπε και ξεκίνησε να δουλεύει δραστήρια τα χέρια της.

Το άλογο πάνω στην λευκή του χαίτη και την κάτασπρη ουρά του, που υπό κανονικές συνθήκες θα ανέμιζαν σε έναν αρμονικό χορό του ανέμου, είχε ένα κακοβαλμένο σφιχτό πλαστικό λαστιχάκι. Τέτοιο που οριοθετεί την κίνηση και κρατά μια κάποια τάξη. “Μμμ δεν είναι καθόλου απαραίτητο αυτο” είπε το Αρτεμάκι, βγάζοντας το λαστιχάκι και αφήνοντας τις τρίχες του αλόγου να αποφασίσουν μόνες του το που θα κινηθούν. Όμως αυτή η παρέμβαση δεν ήταν αρκετή, έπρεπε να βγάλει και εκείνο το ροζ χαλινάρι από το στόμα του ζώου, που για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε αυτό το συγκεκριμένο χρώμα. “Ροζ; Είναι δυνατόν να είναι ροζ ένα τόσο περίεργο εξάρτημα, που εμποδίζει αυτό το άλογο να φάει, να πιει, να μιλήσει –διότι τα άλογα μιλάνε- και να κουνήσει το κεφάλι του όπου αυτό επιθυμεί;” ξανασκέφτηκε γεμάτη απορία. Δεν χρειάστηκε να τυραννήσει πολύ το νεαρό μα κοφτερό μυαλό της, ήξερε πως έπρεπε πάση θυσία να αφαιρέσει αυτό το χαλινάρι, που δυσφημούσε με την ακαμψία του το αγαπημένο της χρώμα.

Τίποτα όμως δεν είχε τελειώσει για το Αρτεμάκι, “αυτοί οι άνθρωποι, όλο και βάζουν πράγματα εκεί που δεν υπάρχει καμία ανάγκη” ξεφύσηξε. Είχε εντοπίσει ένα ακόμα εξάρτημα μεγαλύτερο από τα προηγούμενα και τρομακτικά παράταιρο με την κορμοστασιά του αλόγου. Ήταν η λεγόμενη σέλα, μια πράσινη σέλα που εξυπηρετούσε μόνο τους ανθρώπους, για να κάθονται πιο αναπαυτικά πάνω στα ζώα. “Μα τι ανάγκη έχουμε να καθόμαστε πάνω στα ζώα; Αν θέλω να κάτσω, θα πάρω μια καρέκλα, και αν δεν βρω μια εύκαιρη, θα κάτσω στο πάτωμα, στο χώμα. Τι νόημα έχει να καθόμαστε στην πλάτη του φίλου μας;” αποκρίθηκε στον εαυτό της. Η σέλα, όπως ήταν αναμενόμενο απομακρύνθηκε με ταχείς ρυθμούς από την πλάτη του αλόγου, και ένα μικρό χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στο πρόσωπο της μικρής μας ηρωίδας, “το άλογο είναι ελεύθερο” αναφώνησε!

Ξάφνου μια απρόσμενη ιδέα τρύπωσε στο μυαλό της. “Η σέλα δεν είναι εκεί απλά για να κάθονται κάποιοι άνθρωποι” δήλωσε τρομαγμένη, είχε ανακαλύψει πως αυτό το βαρύ και αλλόκοτο πράγμα προοριζόταν για την υποτιθέμενη μα αναπαυτική βόλτα της κούκλας της, που βρισκόταν στο ίδιο πλαστικό κουτί μαζί με το άλογο. “Όχι, αποκλείεται” σκέφτηκε και έσφιξε τα χέρια της. Ήξερε από μικρή πως κανείς δεν πρέπει να εκμεταλλεύεται τους άλλους και βασισμένη σε αυτή την τόσο πολύτιμη γνώση της, αποφάσισε να δράσει. Δεν αρκούσε να ξεφορτωθεί μια για πάντα τα μηχανήματα αυτά που σκλάβωναν το άλογο, έπρεπε να εκμυστηρευτεί στην κούκλα της μια σημαντική παραδοχή.

Κανείς δεν μπόρεσε να ακούσει ακριβώς τα σύντομα λόγια της, μα κάποιος προσεχτικός θα μπορούσε να αντιληφθεί πως όλα είχαν αλλάξει. Ένα μικρό θαύμα είχε συντελεστεί, τόσο ανεπαίσθητο στα μάτια των μεγάλων πολυάσχολων φίλων της, μα τόσο ουσιώδες στο πυρήνα της ανθρώπινης και φανταστικής, ταυτόχρονα, συνείδησης. Και αφού τους καληνύχτισε όλους, βάδισε πλάι πλάι με το άλογο και την κούκλα να περπατά στα δυο της πόδια. Συνοδοιπόροι σε ένα παιχνίδι ελευθερίας.