Αναδημοσίευση από Άνθος του Κακού

Μαρξισμός και αναρχισμός στην Πρώτη Διεθνή
Η σημασία μιας σύγκρουσης

του Nico Berti

 

Η απόφαση ν’ ανοίξουμε τις σελίδες των «Τεκμηρίων» για μια συζήτηση πάνω στο θέμα «Μαρξισμός και Αναρχισμός», σαν πρόβλημα του ίδιου του μαρξισμού και σαν πρόβλημα του ίδιου του αναρχισμού, των σχέσεων που διαμορφώθηκαν μεταξύ τους και των βαθμών απόκλισης ή σύγκλισής τους, ανάγεται στην ίδια τη φύση του περιοδικού και στην απόφασή του να τοποθετηθεί «στη φάση του ξεκαθαρίσματος των σχέσεων που αφορούν τοσο την ίδια τη ριζοσπαστικοποιημένη ευαισθησία όσο και στις σχέσεις της με την παραδοσιακή αριστερά» («Αυτονομία», 1/2, Μάρτης-Αύγουστος 1980). Μαρξισμός και Αναρχισμός αποτελούν δύο θεμελιώδεις πηγές της ευαισθησίας αυτής κι οι δύο θεωρητικά και πρακτικά επηρέασαν κι επηρεάζουν το «Χώρο» μας. Μαρξισμός και Αναρχισμός δεν αποτελούν αφαιρέσεις, αλλά θεωρίες (σαφείς) και πρακτικές (μετασχηματιστικές) της κοινωνικής πραγματικότητας που διαμόρφωσαν (και συνεχίζουν να διαμορφώνουν) είτε τον κόσμο της σκέψης είτε τον κόσμο της δράσης εκατομμυρίων ανθρώπων, αφορούν δηλαδή άμεσα τα εκατομμύρια αυτά, και, κατά συνέπεια, η αρνητική ή θετική αποδοχή τους συνεπάγεται αντανακλάσεις κι απωθήσεις. Αυτού του είδους την επικύρωση δεν μπορούμε παρά να την εμπιστευτούμε και σε εκείνους που είναι «συμβιβασμένοι» με τον μαρξισμό και τον αναρχισμό, ή τοποθετούνται κριτικά απέναντί τους ή και τους απορρίπτουν. Πώς μπορεί να γίνει διαφορετικά όταν γίνεται λόγος για κρίση του μαρξισμού και αναβίωση του αναρχισμού - ίσως σε διαφορετικά, από τα αρχικά, επίπεδα και θέατρα σκέψης και δράσης που απασχολούν και προβληματίζουν τους υποστηρικτές τους αλλά και τους αντιπάλους τους, παλιούς και νέους.

Αρχίσαμε λοιπόν τη συζήτηση, στο τεύχος 8 του περιοδικού μας, με τη μελέτη του Μ. L. Salvadori για την πορεία και την επίδραση που είχε κι άσκησε ο γιακωβινισμός στην πνευματική και πρακτική πορεία του μαρξισμού.Νομίζουμε ότι οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της εξέλιξής τους, δεν θα μπορέσουν να λυθούν ή δεν θα φθάσουν σε κάποια λύση, με τ’ αποτελέσματα που αυτή συνεπάγεται, παρά μονάχα με μια κριτική που μπορεί να φθάσει ως τις ακρότατες συνέπειες, ακόμα και καταστροφικές. Οι πολυάριθμες μελέτες για την Πρώτη Διεθνή χάραξαν και πέρασαν από τη φωτιά πολλαπλές και σημαντικές όψεις της ιστορίας της ξεσκάλισαν ως το βάθος τους δε σμούς που ενώνουν την ύπαρξή της με εκείνο το ιδιαίτερο γεγονός της γέννησης και της ανάπτυξης των ταξικών οργανώσεων στις διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής καθόρισαν επακριβώς τον προωθητικό ρόλο της σε σχέση με την εμφάνιση και την επικύρωση του σοσιαλιστικού κινήματος υπέδειξαν και εξέτασαν, τελικά, τα ποικίλα ιδεολογικά ρεύματα που την διέτρεξαν και την ενεργοποίησαν. Στην ιστορία της Πρώτης Διεθνούς είδαν σωστά ολόκληρη την ταλαιπωρία που συνιστούν τα προβλήματα τακτικής και στρατηγικής και τις εσωτερικές διαιρέσεις του εργατικού κινήματος. Η πλέον κρίσιμη και σημαντική σύγκρουση, η σύγκρουση μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού, αναλύθηκε κατ’ επανάληψη από διαφορετικές ιστοριογραφικές προοπτικές, με σκοπό να καθορίσει τις πηγές μιας διαίρεσης που σημάδεψε μεγάλο μέρος της ύπαρξης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού.

Μα όλες αυτές οι μελέτες, φορτωμένες από ένα μεγάλο πλούτο θεματων, δεν απαντούν με τρόπο που να εξαντλεί το ζήτημα στο ερώτημα γύρω από την εσώτατη και βαθιά σημασία αυτής της σύγκρουσης. Αν δηλαδή μαρξισμός και αναρχισμός αποτελούν δύο διαφορετικές τακτικές και στρατηγικές ενός και του αυτού κινήματος που σαν σκοπό του έχει την κοινωνία δίχως ταξεις και δίχως κράτος ή αν, αντιθέτως, υπάρχει μεταξύ τους μια αβυσσαλέα διαφορά ηθικής, επιστημονικής και ιδεολογικής φύσης τέτοια που να ακυρώνει το μοναδικό κοινό στοιχείο που τους ενώνει: ίδια αντικαπιταλιστική προέλευση. Πρόκειται τελικά να δούμε αν η μεταξύ τους διαφοροποίηση πάνω στα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθεί ο σοσιαλισμός είναι τόσο βαθιά ώστε να καθιστά εντελώς δευτερεύοντα κι επιφανειακό τον θεωρητικό σκοπό που τους ενώνει. Με άλλους όρους, είναι ανάγκη να επαληθεύσουμε αν ιστορικά είναι σπουδαιότερη η κοινή άρνηση του καπιταλισμού ή η αντίθεση πάνω στα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμησή του και επομένως, η διαφοροποίηση, κατά συνέπεια, πάνω στις θετικές προτάσεις για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου. Στο επίπεδο της ιστοριογραφικής ερμηνείας, η πρώτη υπόθεση θα μπορούσε να θεωρεί το σοσιαλισμό σαν το αληθινό ιστορικό υποκείμενο. Στην περίπτωση αυτή μαρξισμός και αναρχισμός θα συνέκλιναν σαν δύο στιγμες της ιστορίας του: ο πρώτος, με την ανάλυσή του για τον καπιταλισμό, θα αποτελούσε την επιστημονική βάση ο δεύτερος, με τις ηθικές και ιδεαλιστικές αιτιάσεις του, θα διατηρούσε ακέραια την ύστατη σημασία του κινήματος, τη θέληση δηλαδή να πραγματοποιηθεί η ελευθερία και η ισότητα. Στη δεύτερη υπόθεση μαρξισμός και αναρχισμός θα γίνονταν κατανοητοί σαν δύο ιδεολογίες εντελώς διαφορετικής φύσης, η γέννηση της οποίας θα έπρεπε να τοποθετηθεί πριν την Πρώτη Διεθνή. Σ’ αυτήν επομένως δεν θα γινόταν παρά με παραδειγματικό τρόπο φανερή αυτή η ριζοσπαστική αντίθεση, κυρίως μέσα από τη διαφοροποίηση πάνω στα μέσα που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν Η μελέτη της σύγκρουσης μαρξισμού και αναρχισμού θα εσήμαινε τότε τη μελέτη της προέλευσης, δηλαδή μιας καθαρά αυτοδύναμης κατάστασης, όλων των αντιθέσεων που σημαδεύουν στη συνέχεια την ιστορία του εργατικού σοσιαλιστικού κινήματος. Η ανάλυση της αντίθεσης πάνω στα μέσα για την πραγμάτωση του σοσιαλισμού θα οδηγούσε στην περίπτωση αυτή στη διαπίστωση πως υπάρχει μια ριζική διαφορά ανάμεσά τους, που του λοιπού επιβεβαιώνεται από την ιστορική αναπτυξη που ακολούθησε, η οποία τους είδε όλο και περισσότερο διηρημένους και αντιτιθέμενους.

Στο φως όσων περιληπτικά εκθέσαμε προτείνουμε να αναλύσουμε τη σημασία των δύο υποθέσεων με το σκοπό να φθάσουμε σε μια πληρέστερη ιστοριογραφική εκτίμησή τους. Η σημασία της μελέτης αυτής περιορίζεται επομένως στην εμβάθυνση του θέματος αυτού, που είναι πολύ ζωντανό και επίκαιρο για την ιστορία των ημερών μας. Στο τελευταίο μεγάλο έργο του, De la capacite politique des classes ouvrieres, ο Proudhon συνόψιζε, ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, την άποψη του για τη χειραφέτηση των εργαζόμενων τάξεων. Κατά την κρίση του η κοινωνική χειραφέτηση των εργαζομένων όφειλε να αποχτήσει προνομιούχο χώρο και να αντιταχθεί σε μια απατηλή και πλαστή πολιτική χειραφέτηση επειδή οι εργαζόμενοι, σαν εργαζόμενοι, δεν μπορούσαν παρά να αγωνίζονται σ’ ένα οικονομικό έδαφος, το μόνο κατάλληλο για τα χαρακτηριστικά τους και τις ταξικές τους δυνατότητες. Διαφορετικά, στο πολιτικό πεδίο, το προλεταριάτο όφειλε αθεράπευτα να εξουσιοδοτεί άλλους, δηλαδή μη εργαζόμενους, για την καθοδήγηση των συμφερόντων του, διακινδυνεύοντας έτσι τη σημασία και το σκοπό της δράσης του που μπορούσε να συνοψισθεί πολύ καλά στη φράση «η χειραφέτηση των εργαζομένων πρέπει να είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων ή δεν θα είναι». Επιπλέον, παντα κατά την κρίση του γάλλου σοσιαλιστή, η κριτική στην πολιτική πάλη δεν ξεκινούσε μόνο από την εξακρίβωση του αναπόφευκτα αλλοτριωτικού χαρακτηρά κάθε αντιπροσωπευτικής δράσης. Αυτό που όφειλε ν’ αρνηθεί ήταν ο ίδιος ο σκοπός της πολιτικής, θεωρημένος με την καθολική ιστορική σημασία που από τότε αποδιδόταν σ’ αυτήν: την κατάκτηση και γι’ αυτό τη διαιώνιση της εξουσίας. Τώρα, αφού στην προυντονιανή θεώρηση οποιαδήποτε μορφή πολιτικής εξουσίας συνιστούσε ένα διαρκές εμπόδιο για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού, γίνεται ολοφάνερη η σημασία που αποδίδεται στην οικονομική χειραφέτηση, με την έννοια πως αυτή αποκλείει όχι μόνο κάθε μέσο κοινοβουλευτικής πάλης, αλλά γενικά κάθε κρατικιστικό δρόμο σαν αντιτιθέμενο φυσικά στους σκοπούς μιας ταξικής και προλεταριακής επανάστασης.

Στην προοπτική του Proudhon η οικονομική επαναστάση (άμεση έμφαση για μια κοινωνία αυτοδιαχειριζόμενη από ελεύθερους παραγωγούς) τοποθετείται με τρόπο ριζοσπαστικά αντίθετο προς την πολιτική επανάσταση. Για να γίνει αυτό δεν χρειάζεται μόνο μια τάξη αντιτιθέμενη σε μιαν άλλη (ταξική πάλη), μα περισσότερες ταξεις, στρώματα, ομαδες εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες: όλες συσπειρωμένες γύρω από ένα σχέδιο μετασχηματισμού των κοινωνικών δομών που θ’ άρχιζε από τη βάση. Επειδή δεν υπήρχε στην προοπτική αυτή μια συγκεκριμένη μορφή της επανάστασης, η προυντονική οικονομική πάλη ενοποιούσε, στο άμεσο έδαφος των σύγχρονων μετασχηματισμών, όλα τα ενδιαφερόμενα υποκείμενα όχι για μιαν αλλαγή εξουσίας, αλλά για το αντίθετό της, δηλαδή για μια κοινωνική αλλαγή, απαράβατη προϋπόθεση της οποίας ήταν η καταστροφή της εξουσίας, η πραγματική αποσύνθεσή της. Η προυντονική πάλη περιέκλειε λοιπόν, με την πλουραλιστική μεθοδο, τη διαφοροποίηση των κοινωνικών δυναμεων που εντάσσονταν στο ειδικό περιβάλλον ενός στρατηγικού σχεδίου για το ξεπέρασμα του πολιτικού εδάφους της σύγκρουσης. Όπως βλέπουμε, ο προυντονιανός πλουραλισμός αποκτούσε τη συγκεκριμενη σημασία μιας πρακτικής της αρχής της ελευθερίας μόνον εκεί όπου καταπολεμιόταν το αντίθετό της: η αρχή της εξουσίας. Για τον Proudhon δεν είχε καμιά έννοια να μιλάμε για αυτόδιαχείριση και πλουραλισμό εφ’ όσον το σημείο εκκίνησης
μας δεν ήταν η καταστροφή της εξουσίας από το άλλο μερος η εξαφάνισή της επέτρεπε την άμεση εξαφάνιση όλων των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Ο πλουραλιστικός συγχρονισμός του Proudhon δεν πλήρωνε για το λόγο αυτό καμιά τιμή στην ταξική συνεργασία, αντίθετα οφείλουμε να πούμε πως όπου αυτή υπήρχε δεν μπορούσε να υπάρχει ο πλουραλισμός.

Αυτές ήσαν οι ιδέες και το πνεύμα που περιείχοντο στο πρόπλασμα του ντοκουμέντου για την ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων, το οποίο οι γάλλοι εργάτες αντιπρόσωποι προυντονικής έμπνευσης Tolain, Du-pont, Limousin, Varlin, Fribourg, έφεραν τον Σεπτέμβρη του 1853 στο Λονδίνο, σχέδιο που είχε από τους ίδιους υποστηριχτεί και τεθεί στη διάθεση των tradeunionisti αρχηγών τον προηγούμενο χρόνο με την ευκαιρία μιας συγκέντρωσης που έγινε στην ίδια πόλη υπέρ της Πολωνίας. Εν τούτοις, στην επεξεργασία που επεχείρησε εκ των υστέρων ο Μαρξ, ο οποίος, όπως είναι γνωσό, μη έχοντας λάβει μέρος στην ίδρυση της Διεθνούς, επιφορτίσθηκε στη συνέχεια να εκθέσει γραπτώς τα προσωρινά καταστατικά, το αρχικό σχέδιο των εργαζομένων του Παρισιού ερμηνεύτηκε με τρόπο πολύ διαφορετικό.

Ο γερμανός σοσιαλιστής, στην προσπάθεια να πραγματοποήσει μια σύνθεση μεταξύ των δικών του θέσεων και των θέσεων των άλλων εκπροσώπων, τρεϊντγιουνιονιστών, προυντονιανών, μαντσινιανών, επεξεργάστηκε ένα κείμενο ασαφές και αντιφατικό. Αποδεχόμενος το προυντονιανό πνεύμα ότι «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων», βεβαίωνε συγχρόνως ότι το μεγάλο της καθήκον ήταν «η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας». Προπάντων στο προοίμιο των καταστατικών, ο Μαρξ φανέρωνε με τρόπο έκδηλο αυτή την αδυνατότητα σύνθεσης μεταξύ των δικών του σκοπών και των σκοπών των αντιεξουσιαστών, διαβεβαιώνοντας αντιφατικά πως «η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος σκοπός στον οποίο κάθε πολιτικό κίνημα υποτάσσεται σαν μέσο», φράση που εξαιτίας της ασάφειάς της έγινε στη συνέχεια αντικείμενο πολυάριθμων ερμηνευτικών διαφορών μεταξύ αντεξουσιαστών και αναρχικών.

Όσον αφορά τη σημασία που έπρεπε να αποδωθεί στις λειτουργίες του γενικού συμβουλίου που έπρεπε στο μεταξύ να κατοικοεδρεύει στο Λονδίνο, είναι πολύ συγκεκριμένη η μαρξιστική θέση σύμφωνα με την οποία «το γενικό συμβούλιο ενεργεί σαν διεθνές πρακτορείο μεταξύ των διαφόρων συναγωνιζόμενων κοινωνιών, με τέτοιο τρόπο ώστε οι εργάτες μιας χώρας να πληροφορούνται συνεχώς για τα κινήματα της τάξης τους σ’ όλες τις άλλες χώρες συγχρόνως και κάτω από μια κοινή διεύθυνση ολοκληρώνεται μια έρευνα...», έχοντας έτσι την πρόθεση να καθορίσει επακριβώς από την αρχή με τη φράση «κοινή διεύθυνση» την αρχηγική διεύθυνση του ίδιου του συμβουλίου.

Τέλος, δεν χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι ο Μαρξ εννοούσε να μιλά πάντα για εργατική τάξη κι όχι για εργαζόμενη τάξη ή γενικά για εργαζόμενους, αν και εξαιτίας της αδιαφοροποίητης αγγλικής έκφρασης (working-classes), το μαρξιανό κείμενο ήταν δυνατό να ερμηνευτεί με τρόπο ασαφή.
Στο σημείο αυτό, αν αντιπαραβάλουμε τη γαλλική μετάφραση, που επιμελήθηκε και εξέδωσε η παρισινή έδρα της Διεθνούς τον ίδιο χρόνο, σημειώνουμε ότι οι προυντονιανοί προσπάθησαν να διορθώσουν τις αρκετές αντιφάσεις και τους βιασμούς που υπάρχουν στο πρωτότυπο κείμενο του Μαρξ. Η σχέση μεταξύ πολιτικής δράσης και οικονομικής δράσης επανακαθορίστηκε, παραλείποντας τις λέξεις «σαν μέσο».

Η φράση ωστόσο προσέλαβε μια σημασία πολύ διαφορετική, κάνοντας φανερή την υποταγή του πολιτικού στο οικονομικό. Αυτή τελικά αντηχούσε έτσι: «η οικονομική χειραφέτηση των εργαζομένων είναι ο μεγάλος σκοπός στον οποίο κάθε πολιτικό κίνημα υποτάσσεται». Όσον αφορά τα καθήκοντα που απεδίδοντο στο γενικό συμβούλιο του Λονδίνου οι προυντονιανοί μετέφραζαν, στη θέση «κάτω από μια κοινή διεύθυνση», «με το ίδιο πνεύμα»: σημαντική παραλλαγή που εξέφραζε τη θέληση να αντιτάξουν στη συγκεντρωτική τάση μια οργανωτική θεώρηση με ομοσπονδιακό σημάδι, με την πεποίθηση πως η ταυτότητα των προλεταριακών αναγκών θα παράγονταν αυθόρμητα και η ενότητα των ταξικών συμφερόντων δεν θα ήταν καταναγκαστική. Όσον αφορά την ερμηνεία που δόθηκε στην αντίληψη για την εργαζόμενη τάξη, είναι φανερή η αντίθεση με τον Μαρξ, αφού το γαλλικό κείμενο συνταγμένο από τους προυντονιανούς δεν μίλαγε ποτέ για εργατική τάξη αλλά πάντα και αμετάλλακτα για εργαζόμενη τάξη ή, πιο γενικά, για εργαζόμενους.

Ήδη από την αρχή, λοιπόν, η διαίρεση μεταξύ μαρξιστών και αντιεξουσιαστών ήταν βαθιά και σαφής. Ο Μαρξ ήθελε την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο αφού την θεωρούσε ένα θεμελιώδη ρόλο για την εργατική χειραφέτηση• οι προυντονιανοί διαβεβαίωναν αντιθέτως πως αν η χειραφέτηση των εργαζομένων έπρεπε να είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων, αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί μονάχα μ’ έναν διεθνή οργανισμό συνδικαλιστικής αντίστασης διαχειριζόμενο άμεσα από τους εργαζόμενους και που γι’ αυτό έπρεπε να τοποθετηθεί έξω από τους πολιτικούς αγώνες. Ο Μαρξ, και μ’ αυτόν μερος του λονδρέζικου γενικού συμβουλίου, επροτίθετο να αποδώσει πραγματική εξουσία στο ίδιο το συμβούλιο, με το σκοπό να συντονίζει και να διευθύνει, μεσω αυτού του οργανισμού, ολόκληρο το ταξικό κίνημα. Στη μαρξιστική θεώρηση η Διεθνής έπρεπε να είναι ένα μεγάλο κόμμα δομημένο ιεραρχικά και συγκεντρωτικό. Οι αντιεξουσιαστές σκέφτονταν αντίθετα μια οργάνωση θεμελιωμένη στην αυτονομία των εδρών, δίχως ένα διευθυντικό κέντρο, και γι’ αυτό στο οργανωτικό σχέδιο των μαρξιστών αντέτασαν ένα σχέδιο αποκέντρωσης και ομοσπονδιακό. Τέλος, ο Μαρξ έβλεπε στην εργατική τάξη της μεγάλης βιομηχανίας το μοναδικό αληθινό επαναστατικό υποκείμενο που μπορούσε να ανατρέψει την καπιταλιστική κοινωνία, ενώ οι προυντονιανοί αναφέρονταν αδιαφοροποίητα σ’ όλες τις εκμετάλλευόμενες ταξεις, από τους χωρικούς ως τους εργάτες, από τη μικροαστική τάξη ως το λούμπεν προλεταριάτο.

Στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς που συνήλθε στη Γενεύη τον Σεπτέμβρη του 1866, η διαίρεση αυτή επικυρώθηκε με τρόπο καθαρό και αθεράπευτο. Εδώ επιδοκιμαστηκαν τα δύο διαφορετικά ντοκουμέντα για τα οποία ήδη μιλήσαμε: το αγγλικό κείμενο που επεξεργάστηκε ο Μαρξ και το ορθό γαλλικό κείμενο των προυντονιανών. Οι άγγλοι και οι γερμανοί αντιπρόσωποι ψήφισαν το μαρξιστικό κείμενο, οι γάλλοι αντιπρόσωποι και της γαλλικής Ελβετίας το κείμενο του Παρισιού του 1864. Και οι δύο ομάδες θεωρούσαν επίσημο και οριστικό το κείμενο που ψήφισαν. Στην πράξη όμως δεν υπήρξε καμιά ρήξη επειδή όλοι ήσαν πεισμενοι ότι είχαν εγκρίνει, αν και σε διαφορετικές γλώσσες, ένα κοινό κείμενο. Ως το 1870 υπήρχαν για το λόγο αυτό δύο θεωρήσεις του Προοιμίου και των Καταστατικών, αν και πρέπει να υπογραμματιστεί πως η θεώρηση των προυντονιανών θεωρήθηκε από την πλειοψηφία των διεθνιστών η μόνη και αληθινή επίσημη και οριστική θεώρηση του Προοιμίου και των Καταστατικών. Η Διεθνής γνώρισε τη μεγαλύτερη επέκτασή της προπάντων στη Γαλλία και στην Ελβετία (και στη συνέχεια στην Ιταλία και Ισπανία), στις χώρες δηλαδή όπου, δεχόμενες την απόλυτη αναρχική επιρροή, τυπώθηκε, διαδόθηκε, σχολιάστηκε και επιδοκιμαστηκε από τις τοπικές έδρες η θεώρηση του Παρισιού του 1864.

Μέχρι το συνέδριο της Βασιλείας το 1869 η αντίθεση μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού παρέμεινε λανθάνουσα. Υπήρχε στα προηγούμενα συνέδρια (Λωζάνη 1867, Βρυξέλλες 1868) μια διαρκής μάχη μεταξύ των οπαδών του Μαρξ και των οπαδών του Proudhon, μα δεν αντικατόπτριζε παρά μια δευτερεύουσα όψη της σύγκρουσης. Επρόκειτο, όπως είναι γνωστό, για την αντίθεση ανάμεσα στην μουτουαλιστική τάση που πρότειναν οι προυντονιστές και στην κολλεκτιβίστικη τάση που πρότειναν οι μαρξιστές κι άλλοι διεθνιστές. Ενώ μερικοί οπαδοί του Proudhon διέδιδαν την ιδέα της μικρής ιδιοκτησίας, τη δημοκρατικοποίηση της πίστης, την κατάργηση κάθε οικονομικού μονοπωλίου, δηλαδή τη δημιουργία μιας κοινωνικής οικονομίας που θα περιφρουρούσε τις ατομικές ελευθερίες στο μέτρο που ταυτίζονταν με τις οικονομικές και γι’ αυτό μ’ ένα μετριοπαθές και «σωστό» καθεστώς αγοράς, οι μαρξιστές και άλλα ρεύματα στη Διεθνή διαβεβαιώνουν πως μόνο η ολική κολλεκτιβοποίηση (ή κοινωνικοποίηση) των μέσων παραγωγής μπορούσε να πραγματοποιήσει πλήρως μια σοσιαλιστική κοινωνία και επομένως τη χειραφέτηση των εργαζομένων. Στο συνέδριο των Βρυξελλών η σύγκρουση λύθηκε με τη νίκη της κολλεκτιβίστικης τάσης που σημείωσε έτσι το τέλος της προυντονιανής επίδρασης στη Διεθνή. Δευτερεύουσα όψη της σύγκρουσης είπαμε, αφού ο οπαδοί του Proudhon «της δεξιάς» που αγωνίζονταν στην μουτουαλιστική αντίληψη δεν αντιπροσώπευαν εντελώς τα αληθινά αντιεξουσιαστικά αιτήματα της Διεθνούς. Μετά το 1868 ολόκληρο το αναρχικό ρεύμα της Διεθνούς, με επικεφαλής τον Μπακούνιν, ήταν με αποφασιστικό τρόπο κολλεκτιβίστικο, για να μαρτυρά ακριβώς πως η πάλη αναμέσα στον μαρξισμό και στον αναρχισμό δεν διεξάγονταν στο έδαφος αυτό μα στο γενικό έδαφος της αντίθεσης αναμέσα στην αρχή της ελευθερίας και στην αρχή της εξουσίας.

Ήταν λοιπόν στο τέταρτο συνέδριο της Διεθνούς που εκδηλώθηκε η αντίθεση με τρόπο φανερό ξεσηκώνοντας μια υψηλή συζήτηση κατά τη διάρκεια των εργασιών. Εδώ συγκρούστηκαν για πρώτη φορά η μαρξιστική επιστημολογία και η αναρχική όσον αφορά την κατάργηση του κληρονομικού δικαιώματος. Ο Μπακούνιν υποστήριζε πως έπρεπε να καταργηθεί αμέσως σύμφωνα με την κολλεκτιβίστικη άποψη. Κατά την κρίση του δεν μπορούσαν να προτείνουν αμέσως την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δίχως να προτείνουν αμέσως και συγχρόνως την κατάργηση του κληρονομικού δικαιώματος. Ο Eccarius, αντιπρόσωπος του Μαρξ, διαβεβαί-
ωσε αντίθετα πως ήταν εντελώς ανώφελο να ζητήσουν την κατάργηση αυτή. Αυτή δεν θα έλυνε απολύτως τίποτα αφού το κληρονομικό δικαίωμα δεν ήταν η αιτία της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά ένα απλό αποτέλεσμα. Ήταν, για να το πούμε καλύτερα, μια νομική φόρμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, μια υπερδομή που αυτόματα θα εξαφανιζόταν μόλις πραγματοποιούνταν πλήρως το κολλεκτιβίστικο καθεστώς. Στη μαρξιστική θεώρηση της σχέσης δομής-υπερδομής, ο Μπακούνιν αντέταξε την αναρχική θεώρηση της αλληλοεξάρτησης, υποστηρίζοντας ότι αν στην ιστορία «το γεγονός προηγείτο παντότε του δικαίου (...) όμοια ήταν αναμφισβήτητο πως το δίκαιο, αφού γινόταν ένα γεγονός, θα γινόταν με τη σειρά του αιτία των άλλων γεγονότων».
Οι δύο διαφορετικές επιστημολογικές προσεγγίσεις φανερώνουν καθαρά τη βαθιά αντιτιθέμενη φύση των δύο «ιδεολογιών». Ο Μαρξ, επικυρώνοντας την κεντρικότητα της οικονομικής δομής, ήταν πεπεισμένος ότι είχε συγκεκριμενοποιήσει την πρώτη αιτία της εκμετάλλευσης του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο στην ξεχωριστή καπιταλιστική κοινωνική μορφή των σχέσεων παραγωγής. Αρκούσε να καταστραφεί αυτή και θα πραγματοποιούνταν η κοινωνία δίχως ταξεις. Ο Μπακούνιν αντιθέτως, αντέτασσε πως στην πραγματικότητα η εκμετάλλευση δεν αποτελούσε πρωταρχική αιτία. Έτσι, ενώ για τον μαρξισμό η οικονομική δομή παρήγαγε τις πολιτικές υπερδομές, νομικές, πολιτιστικές, κλπ., για τον αναρχισμό όλα αυτά μπορούσαν επιστημονικά να προταθούν από τη στιγμή που η ίδια η καπιταλιστική οικονομική δομή εθεωρείτο σαν η ιστορική φόρμα που προσέλαβε η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο με την πιο γενική ιεραρχική διαίρεση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η οικονομική δομή ήταν λοιπόν μια κατηγορία της εξουσίας, όχι η εξουσία.
Με την έννοια αυτή, ακόμα περισσότερο από τη σύγκρουση της Βασιλείας, σημαντική υπήρξε η «φιλονικία» του προηγούμενου χρόνου γύρω από το θέμα της αποδοχής της παγκόσμιας μπακουνιανής συμμαχίας για τη σοσιαλιστική δημοκρατία από τη Διεθνή. Εδώ μπορεί να γίνει σύγκριση των δύο απόψεων όχι τόσο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατάνοούνται τα μέσα και οι σκοποί για τον ίδιο τον σοσιαλισμό, αλλά στο φως μιας ευρύτερης ανθρωπολογικής αντίληψης. Αφού τελικά για τον Μπακούνιν κάθε μορφή εξουσίας (πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, πνευματική, οικογενειακή, κλπ.) είχε μια δική της αυτόνομη δομή, δηλαδή ένα δικό της λόγο ύπαρξης που δεν προερχόταν πάντα κατ’ ανάγκη από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αυτός, επομένως, ζητούσε να χτυπηθούν οι εξουσίες αυτές σαν τέτοιες που ήσαν, αυτές καθ’ εαυτές, κι όχι σαν εξουσίες που προκύπτουν από κάτι άλλο. Μόνο που, διατυπώνοντας το πρόγραμμά του που προεικόνιζε τον κολλεκτιβισμό, την καθολική ένωση των ελεύθερα συνασπισμένων παραγωγών, την ισότητα στα μέσα της ανάπτυξης, στην εκπαίδευση και στη ζωή για όλα τα άτομα και των δύο φύλων, αυτός εκφράστηκε με τρόπο αντιφατικό, γράφοντας πως η συμμαχία «veut avant tout l’ egalisation politique, economique et sociale des classes
et des individues». Κυρίως γύρω απ’ αυτή την τυπική ασάφεια φανερώθηκε εντελώς η σημασία της αντίθετης θέσης. Ο Μαρξ, καταλογίζοντας σωστά στους οπαδούς της συμμαχίας πως η ισότητα των τάξεων – «λογική αντίθεση, αδύνατο να πραγματοποιηθεί»- αν ερμηνευόταν γραμματικά κατέληγε στην αρμονία του κεφαλαίου και της εργασίας, όπως κηρύσσουν οι αστοί σοσιαλιστές και πως γι’ αυτό δεν ήταν η ισότητα αλλά η κατάργηση των τάξεων ο μεγάλος σκοπός της Διεθνούς, δεν κατάλαβε και δεν μπορούσε να κατάλάβει τη σημασία της άλλης πρότασης: τη σχετική με την ισότητα των ατόμων. Ας δούμε το γιατί. Εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε όσα διακήρυσσε ο ίδιος ο Μπακούνιν στο συνέδριο της Berna της ένωσης για την ειρήνη και την ελευθερία. «Ζήτησα - διακήρυξε - την οικονομική και κοινωνική ισότητα των τάξεων και των ατόμων. Τώρα θα πω τί εννοώ με τις λέξεις αυτές. Θέλω την κατάργηση των τάξεων - τόσο στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις όσο και στις κοινωνικές (...). Είναι ανάγκη όλοι οι άνθρωποι τον ίδιο καιρό να διαθέτουν πνευματική ικανότητα και να είναι εργατικοί, να μπορούν όλοι όμοια να ζουν με το δικό τους κεφάλι και με τα δικά τους χέρια. (Επομένως) δεν είχα καν την πρόθεση να προτείνω τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε δύο κύριες κατηγορίες: της τάξης των ειδημόνων και της τάξης των εργαζομένων, τη μια να αντιπροσωπεύει την κυριαρχία και το δίκαιο να διατάζει και την άλλη να υποτάσσεται. Τότε, κύριοι, μα μονάχα τότε, η ισότητα και οι πολιτικές ελευθερίες θα γίνουν μια πραγματικότητα. Να λοιπόν τί εννοώ μ’ αυτές τις λέξεις σαν ισότητα των τάξεων. Καλύτερα θα ήταν να πω την κατάργηση των τάξεων, την ενοποίηση της κοινωνίας μέσω της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Αλλά εμείς ζητήσαμε επίσης την ισότητα των ατόμων, κι είναι αυτό που τραβά πάνω του όλους τους κεραυνούς».
Ας αναλύσουμε σύντομα τις προτάσεις αυτές. Πριν απ’ όλα ο Μπακούνιν διακηρύσσει ότι θέλει «την κατάργηση των τάξεων». Αμέσως μετά εξηγεί πως η έκφραση «ισότητα των τάξεων», έστω κι αν δεν είναι αυστηρά ορθή, οφείλεται σχεδόν σε μια βερμπαλιστική ομολογία για μιαν άλλη πρόταση που θέλει την ισότητα των ατόμων.
Ανάγκη λοιπόν ν’ αναρωτηθούμε: γιατί ο Μπακούνιν κάνει αυτή την πρόσθεση; Γιατί δεν ικανοποιείται με την έκφραση «κατάργηση των τάξεων» μα θέλει επίσης και ακόμα την ισότητα των ατόμων; Νομίζουμε ότι η απάντηση είναι καθαρή: η μπακουνιανή διευκρίνιση προκύπτει από τη θεωρητική ανάγκη να συγκεκριμενοποιήσει ακριβώς ότι, πέρα από την κατάργηση των τάξεων, δηλαδή, μαρξιστικά, πέρα από την ισότητα όλων μπροστά στην ιδιοκτησία, υπάρχει τώρα το πρόβλημα, μετά απ’ αυτή την πρώτη ισότητα, να δημιουργηθεί η ισότητα μπροστά στην εργασία, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με το να τοποθετηθούν όλοι στις ίδιες υλικές συνθήκες με τέτοιο τρόπο ώστε «να μπορούν να ζουν με το δικό τους μυαλό και με τα δικά τους χέρια». Με τρόπο, δηλαδή, που να ξεπεραστεί ο μοιραίος «διαχωρισμός των ανθρώπων σε δύο κύριες ταξεις: την τάξη των «ειδημόνων» και των εργαζομένων, τη μια ν’ αντιπροσωπεύει την κυριαρχία και το δίκαιο να διατάζει και την άλλη να υποτάσσεται».
Αν η κατάργηση των τάξεων ανήκει στη φάση της καταστροφής του καπιταλισμού, η ισότητα των ατόμων ανήκει στη φάση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, που κατά την κρίση του δεν θα προκύψει αυτόματα από την κατάργηση του πρώτου. Από εδώ πηγάζει και μια αντίληψη για τις τάξεις που έτεινε να τις περιορίσει στις δομικές ρίζες της ανισότητας: την ιεραρχική διαίρεση της εργασίας. Έτσι ο Μπακούνιν, με τον τρόπο αυτό, μιμείται τέλεια την κοινωνιολογική θεωρία του Proudhon, σύμφωνα με την οποία η πρώτη μεγάλη ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν προέρχεται από την τοποθέτησή τους μπροστά στην ιδιοκτησία, μα, ακριβώς, από την τοποθέτησή τους μπροστά στην εργασία. Από την άποψη αυτή μόνο οι χειρώνακτες εργαζόμενοι πρέπει να θεωρούνται προλετάριοι. Οι διανοούμενοι, σαν κάτοχοι μιας γνώσης, ήσαν εκ των πραγμάτων ιδιοκτήτες ενός κρυφού κεφαλαίου (της κουλτούρας), χάρη στο οποίο η θέση τους στην ιεραρχική κλίμακα της κοινωνίας ήταν πολύ διαφορετική. Όπως βλέπουμε, η διαφορά με τη μαρξιστική θεωρία δεν μπορούσε να είναι πιο καθαρή. Για τον Μαρξ ο ορισμός του προλεταριάτου αναφέρεται σε όποιον στερείται οικονομικών μέσων, για τους αναρχικούς, σ’ όποιον στερείται όχι μόνο οικονομικών μέσων, αλλά επίσης και πνευματικών. Ο διαφορετικός ορισμός της αντίληψης της τάξης μας ξαναστέλνει έτσι σε μια βαθύτερη διαφορά. Ενώ ο γερμανός σοσιαλιστής υποστήριζε πως η ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων προέκυπτε από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, ο Μπακούνιν διαβεβαίωνε ακριβώς το αντίθετο: κατά την κρίση του ήταν η οικονομική εκμετάλλευση που πήγαζε από την ανισότητα και ακριβέστερα από την ιεραρχική διαίρεση της κοινωνικής εργασίας. Με τον τρόπο αυτό ο αναρχισμός διέκρινε, στο επιστημολογικό πεδίο, την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης από εκείνην της ανισότητας. Ενώ η πρώτη μπορούσε να ταυτίζεται με μια ιστορική κατάσταση, δηλαδή πάντα με μια κατάσταση μερική, η δεύτερη μας ξαναστέλνει απλώς σε μιαν επιστημονική αφαίρεση, που μπορεί να συνοψισθεί στον ορισμό της «αρχής της εξουσίας». Πράγματι, η εκμετάλλευση, για να την καταλάβουμε και να την εξηγήσουμε, είναι αναγκαίο να την περιγράψουμε στην ιστορικότητά της, την ανισότητα, σαν αφηρημένο όρο, σαν μοντέλο που προκύπτει από την εφαρμογή της εξουσιαστικής αρχής, παρουσιάζεται νόμιμη σε κάθε μερική ιστορική πραγματικότητα. Κυρίως επειδή, για να τις καταλά- βουμε και να τις εξηγήσουμε, είναι ανάγκη να περιγράψουμε την πρώτη στην ιδιαιτερότητά της, την δεύτερη μπορούμε να την φανταστουμε στην καθαρή μορφή της για να τη δούμε στη συνέχεια να δρα στην συγκεκριμένη πραγματικότητα - αρκεί να σκεφτούμε για το θέμα αυτό μια γεωμετρική μορφή όπως το τρίγωνο που μπορούμε να το φανταστούμε αφηρημένα με χίλιους τρόπους και μπορούμε με άλλους τόσους χίλιους τρόπους να το περιγράψουμε συγκεκριμένα - μπορούμε να πούμε πως η εκμετάλλευση είναι ένας ορισμός εννοιολογικός φορτωμένος με ιστορικότητα, η ανι-
σότητα ένας ορισμός εννοιολογικός με επιστημονικό κύρος.
Η σημασία της αντίθεσης μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού είναι επομένως φανερή. Ο αναρχισμός, επιβεβαιώνοντας την ιστορικότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δίνει μια εξήγηση της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων που δεν είναι οικονομική αλλά πολιτική: πράγμα που σημαίνει την ιεραρχία σαν αποτέλεσμα της εφαρμογής της αρχής της εξουσίας, της διαμόρφωσης και της ύπαρξης κάθε εξουσίας, της εξουσίας σαν εξουσία. Ήταν, όπως είπαμε, μια εξήγηση αντιγραμμένη από την κοινωνιολογική ανάλυση της ιεραρχικής διαίρεσης της εργασίας που θεωρήθηκε σαν η δομική μορφή της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Στην αναλυτική αυτή προοπτική ο καπιταλισμός δεν ήταν άλλο παρά μια ιστορική μορφή της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν αρκούσε για το λόγο αυτό στους αναρχικούς η καταστροφή του κεφαλαίου. Ήταν αναγκαίο συγχρόνως να καταστραφεί η αρχή της εξουσίας, η ανώτερη ιστορική έκφραση της οποίας δινόταν με το κράτος, και να πραγματοποιηθεί, με την ολοκλήρωση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας σε κάθε άνδρα και γυναίκα, το θετικό μέρος του σοσιαλισμού, καταπολεμώντας έτσι τη δομική ρίζα της ανισότητας: την ιεραρχική διαίρεση της εργασίας. Ο μαρξισμός αντίθετα θεωρούσε πως όλ’ αυτά ήταν εντελώς ιδεαλιστικά, γενικότητες, μια καθαρή «φράση» όπως έγραψαν κατ’ επανάληψη οι ίδιοι οι Μαρξ και Ένγκελς. Αποδίδοντας ειρωνικά στον Μπακούνιν την ανατροπή της σχέσης μεταξύ δομής και υπερδομής, ο Ένγκελς συνόψιζε κατ’ αυτόν τον τρόπο αργότερα τη διαφορά με τους αναρχικούς: «Ενώ η μεγάλη μάζα των σοσιαλδημοκρατών εργατών συμφωνεί μαζί μας με το να θεωρεί πως η κρατική εξουσία δεν είναι άλλο παρά η οργάνωση που οι άρχουσες ταξεις - καπιταλιστές και ιδιοκτήτες γης - καθιέρωσαν για να προστατεύσουν τα κοινωνικά προνόμιά τους, ο Μπακούνιν κηρύσσει πως το κράτος δημιούργησε το κεφάλαιο, πως ο καπιταλιστής έχει το κεφάλαιο του μόνο χάρη στο κράτος. Αφού επομένως το κράτος είναι το κύριο κακό, είναι ανάγκη να καταστρέψουμε πριν απ’ όλα το κράτος, το κεφάλαιο μετά θα πάει στο διάβολο από μόνο του. Εμείς, αντίθετα, λέμε: καταργείστε το κεφάλαιο, την ιδιοποίηση της ολότητας των μέσων παραγωγής από μια μειοψηφία, και το κράτος θα πέσει από μόνο του. Η διαφορά είναι θεμελιώδης». Και πραγματικά θεμελιώδης ήταν η διαφορά όταν σκεφτουμε τί συνεπαγόταν οι δύο αυτές διαφορετικές «αναγνώσεις» της πραγματικότητας. Από τη μια μεριά υπογραμμιζόταν μια μονοδιάστατη εξήγηση του ιστορικού προτσέσσου, μολονότι δεν δίνονταν σαν δογματική διατύπωση, μια εξήγηση δηλαδή που αξίωνε ότι κατείχε το κλειδί, το κρίσιμο σημείο όλου του μηχανισμού της ανθρώπινης ιστορίας, από την άλλη αντίθετα αναδύοταν μια θεωρία που δεν αξίωνε ότι έχει ισορροπήσει κανένα από τα καθοριστικά σημεία της εξαντλημένης εξήγησης. Από το ένα μερος, επομένως, μια θεωρία της γνώσης που καθ’ εαυτή ήταν αυταρχική, που πρότεινε κατακόρυφα από μερικές σταθερές προϋποθέσεις μια σειρά πρακτικών που προέρχονταν απ’ αυτές, από το άλλο μια «αντιεξουσιαστική» θεωρία της γνώσης με μια αλληλοεξάρτηση των επιστημών, που έθετε σ’ ένα οριζόντιο πεδίο κάθε μορφής γνώσης. Φυσικά, κι ο αναρχισμός επίσης συγκεντρωνόταν γύρω από ένα πόλο (την «αρχή της εξουσίας»), μα αυτού του είδους η συγκέντρωση δεν ήταν γνωσιολογικής φύσης, αφού δεν είχε την αξίωση να εξηγήσει την περασμένη ιστορική αναπτυξη, τη σημερινή και την μελλοντική με τα ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά της, αλλά να συγκεκριμενοποιήσει απλούστατα την αιτία, το εμπόδιο για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού που τον θεωρεί σαν τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη της ελευθερίας και της ισότητας. Ήταν δηλαδή, εκείνη του αναρχισμού, μια θεωρία στην υπηρεσία μιας θετικής θέλησης για μετασχηματισμό του κόσμου με την έννοια αυτή εκεί όπου ο μαρξισμός σκιαγραφόταν σαν η κριτική θεωρία μιας καθορισμένης ιστορικής κοινωνίας (του καπιταλισμού), ο αναρχισμός σκιαγραφόταν σαν μια κριτική θεωρία του ιεραρχικού μοντέλου της κοινωνίας (η «αρχή της εξουσίας»). Με άλλους όρους, ενώ το αντικείμενο της μαρξιστικής επιστημης ήταν το σύνολο των ιστορικών σχέσεων μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου, μεταξύ κεφαλαίου και εργατικής-δύναμης, δηλαδή η επιστήμη μιας ειδικής, συγκεκριμένης ιστορίας, το αντικείμενο της αναρχικής θεωρίας ήταν το σύνολο των γενικών σχέσεων, που ήσαν ουδέτερες και μπορούσαν να αναπαραχθούν απ’ την «αρχή της εξουσίας», δηλαδή μια επιστήμη της υπάρχουσας κυριαρχίας που θεωρείται σαν ιδιαίτερη μορφή της κυριαρχίας, της ίδιας της δυναμικότητας της κυριαρχίας.
Με τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο και την Κομμούνα του Παρισιού όλ’ αυτά γνώρισαν μια συγκεκριμένη ιστορική επαλήθευση. Στα κρίσιμα χρόνια 1870-71 φάνηκαν όλοι εκείνοι οι κόμποι που μέχρι τότε παρέμειναν άλυτοι: από το ιστορικό υποκείμενο της σοσιαλιστικής επανάστασης ως το πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου, από τις μορφές της επαναστατικής οργάνωσης ως τον χρόνο της επαναστάσης, από την συμμετοχή στην εκλογική και αστική πολιτική ως τις σχέσεις αναμέσα στην επανα- στάση και στη μεταρρύθμιση. Μια ιστορική επαλήθευση που οδήγησε στην κατάρρευση την Πρώτη Διεθνή. Μπορούμε ασφαλώς να πούμε πως μέχρι την έκρηξη του παρισινού κινήματος του Μαρτίου του ‘71 η στάση του Μαρξ απέναντι στην επαναστατική ικανότητα του γαλλικού προλεταριάτου χαρακτηριζόταν από έλλειψη εμπιστοσύνης. Αν και επανειλημμένα πήρε διεθνιστική θέση, από την καρδιά του ήλπιζε, ως τον Ιούλη του 1870 σε μια ήττα της Γαλλίας επειδή, «αν νικήσουν οι πρώσοι, έγραφε στον Ένγκελς, η συγκέντρωση του state power θα χρησίμευε για τη συγκέντρωση της γερμανικής εργατικής τάξης. Η γερμανική επικράτηση θα μετάτοπιζε το κέντρο βάρους του γερμανικού κινήματος της δυτικής Ευρώπης από τη Γαλλία στη Γερμανία, και αρκεί να συγκρίνουμε το κίνημα στις δύο χώρες από το 1866 ως σήμερα για να δούμε πώς η γερμανική εργατική τάξη είναι ανώτερη από τη γαλλική είτε από θεωρητική είτε από οργανωτική άποψη. Η επικράτησή της απέναντι στη γαλλική και στην παγκόσμια σκηνή θα είναι συγχρόνως η επικράτηση της θεωρίας μας απέναντι σε εκείνη του Proudhon. Στην μαρξιστική θεώρηση η Γαλλία παρέμενε μια χώρα που ακόμα δεν είχε ωριμάσει καπιταλιστικά και γι’ αυτό εστερείτο μιας ισχυρής και αγωνιστικής ερ-
γατικής τάξης. Η καπιταλιστική συγκεντρωτική αντίληψη εμπόδιζε το Μαρξ να δει από μιας αρχής αυτό που ωρίμαζε όχι μόνο στο Παρίσι αλλά σ’ ολόκληρη τη χώρα. Εντελώς αντίθετη είναι η συμπεριφορά του Μπακούνιν και των αναρχικών. Αντελήφθησαν αμέσως τη μεγάλη ιστορική σημασία της γαλλο-πρωσικής σύγκρουσης μ’ όλες τις δυνατές επαναστατικές επιπτώσεις της. Διαφορετικά από τον Μαρξ, ο Μπακούνιν ήταν πεισμένος ότι η νίκη του Βίσμαρκ θα ήταν ολέθρια για ολόκληρο το προλεταριάτο της Ευρώπης. Ήδη πριν τις 4 Σεπεμβρίου ήταν πεισμένος πως μονάχα μια «άμεση λαϊκή εξέγερση» θα έσωζε τη Γαλλία και μ’ αυτήν το μέλλον του σοσια-
λιστικού κινήματος. Μια εξέγερση, όμως, που θ’ αγκάλιαζε όλες τις γαλλικές πόλεις και την ύπαιθρο, κι όχι μόνο το Παρίσι. Μια επαναστατική κίνηση σε θέση δηλαδή να προκαταβάλει και να πλήξει το σχηματισμό μιας επιτροπής εθνικής άμυνας που με το σκοπό τη σωτηρία της πατρίδας, θα επέβαλε στα σίγουρα μια εσωτερική τάξη.
Τον Αύγουστο του 1870 επομένως, ο Μπακούνιν προείδε εκείνο που θα συνέβαινε λίγους μήνες μετά: την στρατιωτική απομόνωση, πολιτική και οικονομική της πρωτεύουσας κατά τη διάρκεια της δραματικής περιόδου της Κομμούνας. Η κύρια αιτία της συντριβής της Κομμούνας - η απόλυτη απουσία ενός οργανικού συνδέσμου αναμέσα στο προλεταριάτο της πόλης και στην αγροτική μάζα - προβλέφθηκε με τρόπο φωτεινό και εξηγήθηκε στο φως της αναρχικής αντίληψης για την ισότιμη συμμαχία μεταξύ εργατών και χωρικών. Στα Lettres a un francais sur la crisi actuelle, που γράφτηκαν εκείνη την εποχή, ο Μπακούνιν αναπτύσσει ως το βάθος τη θέση αυτή, της
οποίας το σχέδιο είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια.
Οι δύο θέσεις ήταν επομένως καθαρές: από το ένα μέρος η στρατηγική θεώρηση του Μαρξ που υπέτασσε τις αγροτικές μαζες στη δράση της εργατικής τάξης, κι αν ήταν δυνατό της γερμανικής• από το άλλο, η στρατηγική θεώρηση του Μπακούνιν που κήρυσσε το σύγχρονο της επαναστατικής δράσης όλων των εκμεταλλευόμενων μαζών. Από το ένα μερος ο γερμανός σοσιαλιστής, που τόνιζε τη λογική του βιομηχανικού καπιταλισμού επειδή, κατά τα λόγια του, ευνοούσε και επιτάχυνε την έλευση του σοσιαλισμού• από το άλλο, ο ρώσσος αναρχικός που έβλεπε αντίθετα στη λογική αυτή τη μεγένθυση της απόστασης μεταξύ πόλης και υπαίθρου και γι’ αυτό την απομόνωση του εργατικού κινήματος από τη γενική πάλη όλων των καταπιεζόμενων μαζών, με τη συνέπεια, όπως θα υπενθυμίσει δύο χρόνια μετά, «όλες οι επαναστατικές προσπάθειες να είναι καταδικασμένες και αναπόφευκτες αποτυχίες». Έτσι, ενώ ο Μαρξ, αμέσως μετά το Sedan, καλούσε τους γάλλους εργάτες να κάμουν «το καθήκον τους σαν πολίτες» γιατί θα ήταν απελπισμένη τρέλα ν’ ανατρέψουν τη νέα ρεπουμπλικανική κυβέρνηση με την οποία θα μπορούσαν να καλυτερέψουν, επωφελούμενοι από όλες τις προσφορές που τους παρείχε η ρεπουμπλικανική ελευθερία και να εργαστούν για την ταξική οργάνωσή τους, ο Μπακούνιν, πριν ακόμα γεννηθεί η ρεπούμπλικα, καλούσε τους διεθνιστές της Γαλλίας να εξεγερθούν αμέσως όχι μόνο ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και ενάντια στους εσωτερικούς, για να μετασχηματίσουν τον πόλεμο μεταξύ των δύο κρατών σε μια κοινωνική επαναστάση. Εκ των πραγμάτων, η στάση αναμονής που συνιστούσαν οι μαρξιστικές οδηγίες τον Σεπτέμβρη του 1870 συνείργησε αρκετά στον αποπροσανατολισμό και στην παράλυση των διεθνιστών του Παρισιού, κυρίως τη στιγμή την οποία ο Μπακούνιν διέπραττε στο τέλος του ίδιου μήνα τη δραματική και μη ευτυχή εξέγερση της Λυών, στην προσπάθεια να προκαλέσει μια εξέγερση στις επαρχίες για ν’ ανακουφίσει την πρωτεύουσα από το βάρος της πρωσικής επίθεσης. Η αντίθεση γύρω απ’ το ιστορικό υποκείμενο της επαναστάσης αγκάλιασε έτσι τη συζήτηση για τον χρόνο και τους τρόπους της ίδιας της επαναστάσης. Κάνοντας προνομιούχα, όπως πάντα, τη δράση της εργατικής τάξης σε σχέση με εκείνη των αγροτικών μαζών, ο Μαρξ εισήγαγε μια ιεραρχία στους χρόνους του επαναστατικού προτσέσσου: πρώτα οφείλουν να κινηθούν οι εργάτες, μετά οι αγρότες• πρώτα το προλεταριάτο της πόλης μετά το αγροτικό. Αντίθετα για τον Μπακούνιν δεν υπήρχε ένα πριν κι ένα μετά επειδή αυτό θα ευνοούσε μια τάξη σε σχέση με τη μάζα, μια πρωτοπορία σε σχέση με την τάξη, μια ελίτ σε σχέση με την πρωτοπορία. Για τους χρόνους της ανθρώπινης χειραφέτησης σκιαγραφόταν επομένως δύο αντίθετες στρατηγικές: η μαρξιστική, υπέρμαχη μιας κατακόρυφης διαίρεσης στο χρόνο, που συνεπαγόταν μια δράση ουσιαστικά ρεφορμιστική και την αναπαραγωγή μιας νέας εξουσίας στη «φάση της μετάβασης» η αναρχική, που θεωρητικοποιούσε την εξισωτική αντίληψη της σύγχρονης επανάστασης για την καταστροφή κάθε άλλης εξουσίας που θα εμφανιζόταν κάτω από άλλες ιστορικές μορφές και γι’ αυτό την επαναστατική καταστροφή κάθε υπάρχουσας εξουσίας και κάθε εξουσίας που βρισκόταν υπό διαμόρφωση.
Ανάγκη να ξεκινήσουμε από εδώ για να καταλάβουμε τη σημασία της αθεράπευτης πλέον διαίρεσης που σκιαγραφείται αναμέσα στις δύο τάσεις στην περίοδο του 1871 πάνω στο θεμελιώδες πρόβλημα της σχέσης μεταξύ των σκοπών και των μέσων της σοσιαλιστικής επαναστάσης. Ήταν δίχως αμφιβολία ο δραματικός επίλογος της Κομμούνας του Παρισιού που αύξησε τη διαίρεση αυτή, με την έννοια πως από την ιστορική εμπειρία της, αναρχικοί και μαρξιστές έβγαλαν δύο διαφορετικές διδαχές. Αν και ο Μαρξ, για μια στιγμή, μα μόνο για μια στιγμή, όφειλε να αναμασήσει εκείνο που για χρόνια έγραφε και βεβαίωνε, δίνοντας μια ερμηνεία σχεδόν «αντιεξουσιαστική» για την Κομμούνα, η απόσταση μεταξύ αντιεξουσιαστών και αυταρχικών αποκαλύφθηκε πλέον αγεφύρωτη. Για τον Μαρξ είχε φθάσει η στιγμή να θεωρητικοποιήσει με σαφήνεια, και να προπαρασκευάσει σαν συνέπεια των γεγονότων, την οργανωτική δόμη την ικανή να ορθολογικοποιήσει και να αναδιανείμει με διανοητική λογική την ενέργεια που ανάβλυσε από την ταξική πάλη, τον οργανωτικό μηχανισμό που να είναι δηλαδή σε θέση να διευθύνει ολόκληρο το επαναστατικό προτσέσσο. Η θεωρητικοποίηση του «πολιτικού κόμματος του προλεταριάτου» αποτελεί για το λόγο αυτό τη λογική προσέγγιση της θεωρητικής διαδρομής του Μαρξ από το Μανιφέστο και μετά.
Στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου από τις 17 ως τις 23 Σεπτεμβρίου 1871 που συγκάλεσε το γενικό συμβούλιο μ’ ένα πραξικόπημα, όπως τον προηγούμενο χρόνο, για να εμποδίσει την ανάπτυξη ενός κανονικού συνεδρίου που θα είχε τοποθετήσει στα σίγουρα τους μαρξιστές στη θέση της μειοψηφίας, εγκρίθηκε τελικά από μα προδιαμορφωμένη και πειθαρχημένη πλειοψηφία, η περίφημη ενάτη απόφαση την οποία επεξεργάστηκε ο γερμανός σοσιαλιστής. Αυτή κήρυσσε ότι «η εργατική τάξη, ενάντια σ’ αυτή τη συλλογική εξουσία των κατεχόντων τάξεων, μπορεί να δρα σαν τάξη μοναχα όταν οικοδομηθεί σαν ξεχωριστό πολιτικό κόμμα, αντιτιθέμενο σ’ όλους τους παλιούς κομματικούς σχηματισμούς των κατεχόντων τάξεων• ότι αυτή η οικοδόμηση της εργατικής τάξης σε πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητη για το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης και τον τελικό σκοπό της: την κατάργηση των τάξεων• ότι η ενότητα των ξεχωριστών δυναμεων, που η εργατική τάξη ως ένα σημείο έχει ήδη οικοδομήσει με τους οικονομικούς αγώνες της, πρέπει να χρησιμεύσει σαν μοχλός στη μάχη της ενάντια στην πολιτική εξουσία των εκμετάλλευτων της για τους λόγους αυτόύς, η συνδιάσκεψη θυμίζει σ’ όλα τα μέλη της Διεθνούς: «ότι, στην αγωνιστική κατάσταση της εργατικής τάξης, το οικονομικό της κίνημα και η πολιτική δράση της είναι ενωμένα αξεδιάλυτα».
Για τους αναρχικούς τα πρακτικά αποτελέσματα της απόφασης αυτής, που δικαιολογήθηκε με μια ιστορικο-φιλοσοφική παρουσίαση ουσιαστικά ψεύτικη, ήσαν τεράστια. Ο Μαρξ εισήγαγε εκ των πραγμάτων ένα σοβαρό ρήγμα στο σώμα του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος υπέρ των όσων θεωρητικά είχε διακηρύξει. Οι κατώτερες ταξεις, για να κατάκτησουν την πολιτική εξουσία, όφειλαν να αρχίσουν μια πάλη μέσα στα εθνικά όρια, επειδή μοναχα έτσι, δηλαδή σε κάθε εθνικό κράτος, είχαν πιθανότητα να κατάκτησουν την εξουσία. Η συνέπεια όμως ήταν πως το διπλό σθένος της οικονομικο-πολιτικής πάλης, που μέχρι τότε εθεωρείτο από την συντριπτική πλειοψηφία των διεθνιστών σαν ταυτόχρονη πάλη σε παγκόσμια κλίμακα ενάντια στον καπιταλισμό κι ενάντια στο κράτος, διαχωρίζονταν στο χρόνο και στο χώρο, δίνοντας προνομιούχα θέση στην πολιτική σε σχέση με την οικονομική στιγμή. Δηλαδή, κυρίως εκείνο που θα έπρεπε να είναι μόνο ένα μέσο, γινόταν ντε φάκτο ο σκοπός, και ο σκοπός, η οικονομική χειραφέτηση, γινόταν ένα μέσο. Έτσι, η ενότητα, πάνω από τα εθνικά κράτη, των συμφερόντων που θεμελιώνονταν στην οικονομική πάλη των εκμεταλλευόμενων, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από την πλαστή ενότητα της πολιτικής πάλης των αντιπροσώπων τους, με το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ότι η επαναστατική πρωτοβουλία των εκμεταλλευόμενων μαζών θα υποτασσόταν και θα καθοριζόταν από τη στρατηγική των εθνικών κρατών. Από εδώ προκύπτει και η αναπόφευκτη αδυναμία σε παγκόσμια κλίμακα μπροστά στη δυνατότητα μιας πολεμικής σύγκρουσης.
Η αναρχική κριτική χτυπούσε στο κέντρο. Η εκ των υστέρων διαίρεση σε «συνδικάτο» και «κόμμα» στη Δεύτερη Διεθνή βρίσκει την καταγωγή της σ’ αυτή τη μαρξιανή θεωρητική διατύπωση της οικοδόμησης του «πολιτικού κόμματος του προλεταριάτου» που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μιαν αναπόφευκτη διχοτομία αναμέσα σε οικονομική και πολιτική πάλη κι επομένως αναμέσα σε τάξη και ταξική συνείδηση, σε μαζικά κινήματα και ειδικό κίνημα. Ήταν μια διαίρεση που από τη μεριά της αντανακλούσε την ανάλυση της μονοδιάστατης σχέσης μεταξύ δομής και υπερδομής, με την έννοια πως ο Μαρξ δεν έβλεπε κανένα κίνδυνο αυταρχικό και αντιεξισωτικό μιας μελλοντικής άρχουσας τάξης στο σχηματισμό της σοσιαλιστικής ιντελλιγκέντσιας στις κορυφές της πολιτικής οργάνωσης. Πεπεισμένος όπως ήταν, ήδη από την εποχή του Μανιφέστου, πως η τελευταία τάξη της ιστορίας ήταν η εργατική τάξη, αυτός δεν φανταζόταν ούτε στο ελάχιστο πως αυτή η ιντελλιγκέντσια μπορούσε να γίνει μια αληθινή και ξεχωριστή τάξη. Η ιντελλιγκέντσια, όπως και η συνείδηση, έμπαιναν στη θεώρησή του σαν υπερδομικές όψεις, στερημένες πραγματικής αυτονομίας. Κατά τον ίδιο τρόπο το πολιτικό κόμμα δεν μπορούσε κατά την κρίση του παρά να αντανακλά τις πολιτικές και οικονομικές ντιρεκτίβες της εργατικής τάξης. Για το λόγο αυτό το κόμμα δεν μπορούσε ποτέ να αποτελέσει ξεχωρισμένη εξουσία σε σχέση με το προλεταριακό κίνημα. Με άλλους όρους, ο Μαρξ με τη δική του «ανάγνωση» της πραγματικότητας δεν μπορούσε απολύτως να προβλέψει εκείνο που στη συνέχεια θα συνέβαινε πραγματικά: ότι δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου θα μετασχηματιζόταν σε δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο.
Αυτή η αναλυτική ανεπάρκεια κατοικοεδρεύει στη μονοδιάστατη μαρξιανή αντίληψη της ιδιοκτησίας σαν ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ήταν μια οικονομική-νομική αντίληψη που απέκλειε όλες τις άλλες μορφές ιδιοκτησίας που ωστόσο συγκαταλέγονταν σε μια ματεριαλιστική θεώρηση της πραγματικότητας. Κυρίως γύρω από τις εννοιολογικές διαφορές για την «ιδιοκτησία» μπορεί να συνοψισθεί η βαθιά διαίρεση αναμέσα στον ιστορικό ματεριαλισμό του Μαρξ και στον ματεριαλισμό tout-court του Μπακούνιν. Ήδη ο ρώσσος αναρχικός, συγκεκριμενοποιώντας την ανάλυσή του για μια δυνατή κοινωνία οργανωμένη ή κυβερνώμενη από μια ακαδημία εκπαιδευμένων και μορφωμένων που ειλικρινά θα καθοδηγούντο από τις ιδέες του καλού και του αληθινού, διαισθάνθηκε τη φύση της νέας τάξης που ανέβαινε στην εξουσία. Αυτή θεμελίωνε τη δύναμή της σ’ ένα είδος ιδιοκτησίας των πνευματικών μέσων της παραγωγής, δηλαδή του προτσέσσου των επιστημονικών γνώσεων, τεχνικών και διοικητικών που ήσαν συμφυείς με τις διοικητικές λειτουργίες των μεγάλων οικονομικών και πολιτικών οργανισμών. Η «πνευματική ιδιοκτησία» θα ήταν λοιπόν το ιδιαίτερο κεφάλαιο αυτής της τάξης «αληθινής και ξεχωριστής νέας αριστοκρατίας», που φυσικά επιδίδεται σε εκείνες τις δραστηριότητες της σφαίρας της πνευματικής εργασίας που ανταποκρίνονται σε διοικητικές λειτουργίες στην ιεραρχική διαίρεση της κοινωνικής εργασίας. Με τον τρόπο αυτό η διαίρεση μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας εγκαθίδρυσε τη δομή που οδηγούσε στη νέα κυριαρχία που βασιζόταν στην ιεραρχική σπουδαιότητα της πνευματικής λειτουργίας.
Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής, η συγκέντρωση στις διευθυντικές κορυφές του κράτους των οικονομικών λειτουργιών, τεχνικών και επιστημονικών, η σχεδιοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, θα αποτελούσαν στα σίγουρα την κοινωνικο-οικονομική βάση αυτής της τάξης και η ιδεολογική δικαιολόγησή της θα ήταν η θεωρητικοποίηση της αξιοκρατίας που, επικυρώνοντας όχι πλέον μια ιστορική αλλά φυσική ανισότητα, θα εξέφραζε το «τελευταίο καταφύγιο της θέλησης για κυριαρχία». Φυσική και ειδική πολιτική επιστήμη της μικροαστικής πνευματικής τάξης που ανέρχεται στην εξουσία δεν μπορούσε επομένως να είναι για τον Μπακούνιν, παρά ο μαρξιστικός αυταρχικός σοσιαλισμός που θεωρητικοποιεί τον κρατικό κολλεκτιβισμό που, προτείνοντας μόνο την καταστροφή της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αφήνει αμετάλλακτη την ιεραρχική διαίρεση της εργασίας όπου «η νέα τάξη των επιστημόνων» - θεωρημένος ο όρος με την ευρύτερη σημασία - εγκαθιδρύει τη νέα ιδιοκτησία του, την «πνευματική ιδιοκτησία».
Η κριτική του Μπακούνιν απεκάλυπτε λοιπόν μια αναλογία αναμέσα στην ιεραρχική διαίρεση της κοινωνικής εργασίας και στην ιεραρχική διαίρεση της επαναστατικής δραστηριότητας, με την έννοια πως η πρώτη δεν θα ήταν άλλο από το πρακτικό αποτέλεσμα της δεύτερης, το πρακτικό αποτέλεσμα ακριβώς του σχηματισμού και της δράσης του πολιτικού κόμματος του προλεταριάτου. Το κόμμα, δηλαδή, ντε φάκτο έθετε μια ιεραρχική διαίρεση κατά τη διάρκεια του επαναστατικού προτσέσσου, που από τη μεριά της οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια ιεραρχική διαίρεση της κοινωνικής εργασίας στο μελλοντικό σοσιαλιστικό καθεστώς: οι επαναστάτες αρχηγοί γίνονται το νέο αφεντικό. Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε ποια σημασία μπορούσε να προσλάβει, στα μάτια του ρώσσου αναρχικού, η οικοδόμηση του πολιτικού κόμματος που ήθελε ο Μαρξ και οι οπαδοί του. Δημιουργώντας έναν οργανισμό παραγωγό και μονοπωλητή της «επαναστατικής επιστήμης», σαν διευθυνόμενο, σε τελευταία ανάλυση, από μια ελίτ διανοούμενων, το κόμμα δεν θα έκανε άλλο από το να ευνοεί, κατά την κρίση του, το σχηματισμό μιας «νέας τάξης», αναπροτείνοντας έτσι με διαφορετικά περιεχόμενα, αλλά ταυτόσημα, τους ιεραρχικούς βαθμούς κάθε αυταρχικής δομής. Το «πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου», τελικά, χάρη στην πνευματική-διευθυντική λειτουργία που αναπτύσσει, θα είχε στην πρακτική την εξουσία πάνω στις λαϊκές ταξεις, στις οποίες είχε εκχωρηθεί η χειρωνακτική-εκτελεστική λειτουργία. Οι κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας στρατηγικής θα ήσαν, για τον Μπακούνιν, εξαιρετικά ολέθριες: συνηθισμένες να υπακούουν κατά την διάρκεια του επαναστατικού προτσέσσου, οι μαζες θα ξαναβρίσκονταν υποταγμένες σε νέα αφεντικά μετά
την επαναστάση. «Οι λέξεις αυτές ‘επιστημονικοί σοσιαλιστές’, ‘επιστημονικός σοσιαλισμός’», έγραφε κάποιο χρόνο αργότερα, «που συναντωνται σταθερά στα έργα και στις συζητήσεις των λασαλικών και των μαρξιστών αποκαλύπτουν πως το αποκαλούμενο λαϊκό κράτος δεν θα είναι τίποτ’ άλλο από μια δεσποτική κυβέρνηση πάνω στις μάζες του λαού από μια νέα αριστοκρατία και πολύ περιορισμενη με αληθινούς ψευτο-επιστήμονες (που) θα συγκεντρώσουν τα ηνία της εξουσίας σ’ ένα σιδερένιο χέρι(...). Θα δημιουργήσουν μια μοναδική τράπεζα που θα συγκεντρώσει στα χέρια τους όλο το εμπόριο και τη βιομηχανία, τη γεωργία και την επιστημονική παραγωνή, και θα μεταβάλλουν τη μάζα του λαού σε δύο στρατούς: έναν βιομηχανικό και τον άλλο αγροτικό κάτω από τη διεύθυνση των μηχανικών του κράτους που θα διαμορφώσουν μια νέα προνομιούχα πολιτικο-επιστημονική κάστα». Αυτή, χάρη στη δική της «πνευματική ιδιοκτησία», θα μπορέσει να χειριστεί μονοπωλιακά, μέσω του κράτους, τα μέσα παραγωγής και να εκμεταλλευθεί επομένως τη χειρωνακτική εργατική δύναμη. Η έλευση σ’ όλο τον ανεπτυγμένο βιομηχανικό κόσμο της τεχνογραφειοκρατίας που αντικατέστησε και αντικαθιστά την καπιταλιστικο-αστική κυριαρχία, έλευση που αποτέλεσε το πραγματικό αποτέλεσμα όλων των αποκαλούμενων «σοσιαλιστικών» επαναστάσεων, είχε προβλεφτεί μισό αιώνα πριν.
Η μπακουνιανή ανάλυση αντανακλούσε ολόκληρη την αναρχική θεώρηση, που εκφράστηκε συλλογικά ήδη τον Νοέμβρη του 1871 στο συνέδριο της Sonvtllier που συγκλήθηκε από την glurassiana ομοσπονδία για να απαντήσει κατάλληλα στις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου. Στο συνέδριο αυτό συνδέθηκε με μεγάλη καθαρότητα η αντιεξουσιαστική αντίληψη που επανεπιβεβαίωνε την ηθική και επιστημονική συνάφεια μεταξύ των επιδιωκόμενων σκοπών και των προτεινόμενων μέσων. Δηλαδή, η οικοδόμηση μιας οργάνωσης επαναστατικής στην οποία, από μιας αρχής, προεικονίζονται οι τελικοί σκοποί της ελευθερίας και της ισότητας. Επομένως, καμιά ιεραρχική δομή, καμιά κατακόρυφη διαίρεση μεταξύ πνευματικών- διευθυντικών λειτουργιών και χειρωνακτικών-εκτελεστικών λειτουργιών. Μια οργάνωση δημιουργημένη από τη βάση, δίχως μιαν αυτονομοποιημένη κεφαλή σαν «πρωτοπορία του προλεταριάτου». Μόνο με τον τρόπο αυτό θα δημιουργούνταν μια πραγματική και αποτελεσματική ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης των λαϊκών μαζών για τους σκοπούς της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Αν πράγματι υπήρχε η θέληση να καταστραφεί κάθε μορφή ιδιοκτησίας, κι επίσης η «πνευματική ιδιοκτησία» των μέσων παραγωγής, νέα μελλοντική πηγή του προνομίου, δεν μπορούμε παρά να περάσουμε από την καταστροφή της «πνευματικής ιδιοκτησίας» του επαναστατικού προτσέσσου. «Η μελλοντική κοινωνία δεν πρέπει να είναι άλλο από την καθολικοποίηση της οργάνωσης που η Διεθνής θα μας δώσει. Οφείλουμε επομένως να επισπεύσουμε όσο το δυνατό περισσότερο αυτή την οργάνωση της ιδέας μας. Πώς θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια κοινωνία εξισωτική κι ελεύθερη που θα γεννιόταν από μια οργάνωση αυταρχική; Είναι αδύνατο. Η Διεθνής, έμβριο της μελλοντικής ανθρώπινης κοινωνίας, προσπάθησε να είναι, μεχρι τώρα, η πιστή εικόνα των αρχών μας για ελευθερία και ομοσπονδία, και να αποκρούει κάθε αρχή που τείνει στην αυταρχία, στη δικτατορία».
Η διαφορά πάνω στο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ των μέσων και των σκοπών δεν ήτο επομένως μια διαφορά τεχνικο-οργανωτικής φύσης. Στην πραγματικότητα αγκάλιαζε το θεμελιώδες θεωρητικό ζήτημα, το σχετικό δηλαδή με την αξιοποίηση και εκτίμηση της αρχής της αυταρχίας και της αρχής της ελευθερίας. Για τους αναρχικούς οι αρχές αυτές ήταν δοτικές και αυτόνομες, για τους μαρξιστές ήσαν μορφές και εκφράσεις που προέρχονταν από άλλες δομες, ειδικά από τις οικονομικές. Στην αναρχική θεώρηση η κατάρριψη της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν συνεπάγεται αυτόματα την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Η αρχή της αυταρχίας, αν δεν επλήττετο καθ’ εαυτή, μπορούσε πάντα να επανοικοδομείται κάτω από ιστορικές μορφές και κάτω από άλλες κοινωνικές λειτουργίες. Στη μαρξιστική θεώρηση, αντίθετα, σύμφωνα με μια «ντετερμινιστική επιστημονική» λογική, επιβεβαιωνόταν πως η ανατροπή του καπιταλισμού άνοιγε αναπόφευκτα το δρόμο προς το σοσιαλισμό, η θετική πραγματοποίηση της ελευθερίας και της ισότητας δινόταν σαν απλό κι ακόμα εξυπακουόμενο αποτέλεσμα. Έτσι, ενώ ο αναρχισμός συγκεκριμενοποιούσε την δομική αυτονομία των πολιτικών μορφών κυριαρχίας, με την έννοια πως αυτές εθεωρούντο ανεξάρτητα από το ιστορικό υποκείμενο που τις προσωποποιούσε ή που θα μπορούσε να τις προσωποποιήσει, ο μαρξισμός συνέχιζε να βεβαιώνει την απόλυτη εξάρτησή τους από τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και γι’ αυτό ιστορικές της
ανθρώπινης προόδου. Από εδώ προέρχεται η ριζοσπαστική αντίθεση για την εκτίμηση της φύσης του κράτους, και γενικά της εξουσίας και της πολιτικής. Κατά την κρίση των αναρχικών ήταν ουτοπικό να πιστεύεται, όπως πίστευαν οι Μαρξ και Ένγκελς, πως το κράτος θα φθειρόταν, με την απλή εγκαθίδρυση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ουτοπιστικό ήταν το να το σκεφτόμαστε επειδή το κράτος απείχε πολύ από το να είναι μόνο ένας υπερδομικός μηχανισμός καθορισμένος και εκφραζόμενος από το καπιταλιστικό σύστημα. «Αν η οικονομική εκμετάλλευση», έγραφε ο Μπακούνιν, «παράγει την πολιτική δουλεία, το κράτος (...) αναπαράγει και διαιωνίζει από τη μεριά του τη μιζέρια σαν όρο της ύπαρξής του». Το κράτος επομένως δεν μπορούσε ποτέ και με κανένα τρόπο να μαραθεί. Αυτό έπρεπε να καταστραφεί. Κατά τη κρίση των μαρξιστών, αντίθετα, με το να μην είναι το κράτος τίποτ’ άλλο από την πολιτική φόρμα μιας οικονομικής κυριαρχίας, ήταν απαραίτητο να διαιρεθεί σε δύο ξεχωριστους χρόνους το επαναστατικό προτσέσσο: ο πρώτος ενεργητικός (ανατροπή του αστικού κράτους), ο δεύτερος παθητικός (μαρασμός του προλεταριακού κράτους). Έπρεπε δηλαδή πρώτα να μετασχηματιστούν οι οικονομικές σχέσεις παραγωγής, μετά να βρεθούν οι κατάλληλες πολιτικές μορφές. Κατ’ αυτό τον τρόπο θεωρητικοποιούσαν μια φάση μετάβασης που θα διαρκούσε τόσο όσο θα διαρκούσε το πέρασμα από την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης στο μαρασμό της πολιτικής εξουσίας του προλεταριάτου, δηλαδή ένα χρονικό διάστημα που δεν μπορούσε πλέον να καθοριστεί στο συγκεκριμενο πεδίο.
Στα μάτια των αναρχικών η διαίρεση του επαναστατικού προτσέσσου σε δύο χρόνους αντιπροσώπευε τη θεωρητική δικαιολόγηση της προοδευτικής αντικατάστασης των αρχικών σκοπών της Διεθνούς που θα χαρακτήριζε πράγματι την ιστορική ανάπτυξη του μαρξισμού. Η θεωρητικοποίησή του μετά, δηλαδή η παραπομπή της κοινωνίας δίχως τάξεις σ’ έναν χρόνο που ιστορικά ήταν ακαθόριστος, προερχόμενη από μιαν αντίληψη που έδενε το επαναστατικό κράτος με καθορισμένες ιστορικές συνθήκες (μέγιστη ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού) συνεπαγόταν ντε φάκτο μια αναμονή δίχως τέλος και που μέσα στα γεγονότα σήμαινε αμέσως τη ρεφορμιστική δράση στο πλαίσιο του αστικού συστήματος. Αυτή ήταν η σημασία της αναρχικής πολεμικής ενάντια στην πολιτική δράση της εργατικής τάξης όπως την ήθελαν οι μαρξιστές. Για τους αναρχικούς τελικά το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν στην αποχή από την πολιτική ζωή, αλλά στο να εξετάζουν και να θεωρούν, από επαναστατική σκοπιά, το σύγχρονο πλήγμα ενάντια στο κράτος και στον καπιταλισμό. «Δεν είναι λοιπόν αλήθεια πως εγκαταλείψαμε την πολιτική. Δεν την εγκακαλείψαμε επειδή θέλουμε θετικά να την δολοφονήσουμε (...). Υπενθυμίζουμε στο προλεταριάτο πως η μόνη πολιτική που αληθινά του ταιριάζει είναι η αρνητική πολιτική της
καταστροφής των πολιτικών θεσμών, της πολιτικής εξουσίας, της κυβέρνησης γενικά και του κράτους». Δύο τρόποι λοιπόν για την κατανόηση του σοσιαλισμού και την πραγματοποίησή του. Στην ιδέα της επαναστάσης σαν κατάληψης της εξουσίας, αντιπαρατίθεται η ιδέα της καταστροφής της εξουσίας στην αναπόφευκτη πρακτική μιας επαναστάσης από τα πάνω, προτείνεται η πρακτική μιας διαρκούς ανατροπής από τη βάση. Από εδώ πηγάζουν δύο αποκλίνοντα οργανωτικά μοντέλα, που καταλήγουν στο να προτείνουν αναπόφευκτα προτάσεις άλλο τόσο διαφορετικές. Από το ένα μέρος, ο σκοπός μας δίνεται σαν μοναδική ανάδυση ενός ιστορικού προτσέσσου που πρέπει να ευνοηθεί η ανάπτυξή του. Ο σκοπός, δηλαδή, όχι σαν ένα σχέδιο που εισάγεται στη διάρκεια της ιστορίας, μα σαν ντιρεκτίβα που επιτυγχάνεται από το ίδιο το ιστορικό προτσέσσο. Όπως θα μας υπενθυμίσει ο Μαρξ, στη φάση της μετάβασης που σημαδεύεται από τη δικτατορία του προλεταριάτου, θα έχουμε μια κομμουνιστική κοινωνία που δεν θα έχει αναπτυχθεί πάνω στη δική της βάση, μα αντιθέτως όπως θα
προκύψει από την καπιταλιστική κοινωνία. Από την άλλη, αντίθετα, ο σκοπός γίνεται κατάνοητος σαν η πραγματοποίηση ενός επαναστατικού προγράμματος που θα μπορούσε ακόμα και να τεθεί ενάντια στην ιστορική ανάπτυξη. Στην ομοφωνία για μια έξοδο που αξίωνε ολόκληρη την απελευθέρωση του ανθρώπου να την υποτάσσει σε μια καθορισμένη ιστορική πορεία, προτεινόταν η χειραφέτηση σαν τρέχουσα δυνατότητα, προπάντων σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης θέλησης. Για τους αναρχικούς η κατανόηση της ελεύθερης κοινωνίας σαν μια βεβαιότητα, σαν ένα αποτέλεσμα της ιστορίας, ήταν μια καθαρή αντίφαση. Στην αντιπαράθεση-σύγκρουση μεταξύ επαναστατικής στρατηγικής και των συνεπαγόμενων οργανωτικών μοντέλων, έτσι όπως προέκυψαν από το συνέδριο της Ala στο οποίο κυριαρχούσαν οι μαρξιστές και από το συνέδριο του Saint-lmler των αναρχικών, που συνήλθαν και τα δύο τον Σεπτέμβρη του 1872, συντελέστηκε το τελευταίο μερος της διάστασης και μ’ αυτήν τελείωσε η ιστορική εμπειρία της Πρώτης Διεθνούς. Κυρίως στην Aia και στο Saint-lmier ολοκληρώθηκαν οι δύο προτάσεις που απεκάλυψαν την άβυσσο που τις χώριζε. Κατά την κρίση των Μαρξ και Ένγκελς, η οικοδόμηση του πολιτικού κόμματος και η συνεπαγόμενη κατάκτηση της εξουσίας είχαν πλέον γίνει απαραίτητα για «να εξασφαλιστεί ο θρίαμβος της κοινωνικής επαναστάσης», για τον Μπακούνιν και τους αναρχικούς, η καταστροφή κάθε πολιτικής εξουσίας όφειλε να είναι αντιθέτως ο μεγάλος σκοπός του προλεταριάτου και επομένως «κάθε οργάνωση πολιτικής εξουσίας, όσο κι αν ανακηρυσσόταν προσωρινή και επαναστατική (...) δεν μπορούσε να είναι παρά μια ακόμα απάτη και για το προλεταριάτο θα ήταν επικίνδυνη όπως όλες οι κυβερνήσεις που υπάρχουν σήμερα». Κατά συνέπεια, στην πρώτη υπόθεση υπήρχε η πρόταση ενός ενδυναμώματος των κατακόρυφων και αυταρχικών δομών της Διεθνούς, που εθεωρείτο σαν μια μεγάλη πολιτική οργάνωση, στη δεύτερη περίπτωση οι δομές έπρεπε να αποκεντρωθούν ακόμα περισσότερο και να περιοριστούν στον ελάχιστο απαραίτητο χώρο για μια οριζόντια σύνδεση των ομάδων και των συνομοσπονδιών.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε ως το βάθος τη σημασία της αντίθετης επιλογής των μέσων και να καταλάβουμε έτσι την έννοια ολόκληρης της αντίθεσης, εκτιμώντας και αξιοποιώντας την ιστορική διάσταση της σύγκρουσης. Η αντίθεση στρεφόταν γύρω από μια απόκλιση φαινομενικά απλή και δευτερεύουσας σημασίας: για τους μαρξιστές τα μέσα ήσαν ουδέτερα, για τους αναρχικούς, αντίθετα, ήταν ιδεολογικά. Ακριβέστερα, κατά τον Μαρξ οι οργανωτικές μορφές καθ’ εαυτές εστερούντο κατασταλτικής ή αντιεξουσιαστικής σημασίας. Μόνο ουσιαστικοποιούμενες σ’ ένα καθορισμένο ιστορικό υποκείμενο (την εργατική τάξη) η αφηρημένη αναπαραγωγή τους γινόταν συγκεκριμένα ιδεολογική. Με άλλους όρους, κάθε πολιτική μορφή της κυριαρχίας και, γενικότερα, κάθε πολιτική μορφή της οικοδόμησης και της λειτουργίας της κοινωνίας, εστερείτο πραγματικής δομικής αυτόνομιας. Αυτό σήμαινε, για παράδειγμα, πως η πολιτική μορφή της δικτατορίας αν γινόταν προλεταριακή, θα κατέληγε σε μια αυταρχική πολιτική μορφή, σαν έκφραση ενός ιστορικού προτσέσσου η έκβαση του οποίου ήταν ο κομμουνισμός, δηλαδή η ελευθερία. Πράγμα που σημαίνει πως στην προοπτική αυτή το ιστορικά δραστηριοποιημένο υποκείμενο καθοριζόταν από τους σκοπούς που καθόριζαν τα πρακτικά αποτελέσματα που είχε η χρήση του μέσου. Ήταν, η μαρξιστική, μια επιστήμη της ιστορίας, αλλά όχι και μια επιστήμη της πολιτικής. Ειδικότερα, ένα ξεχωριστό ιστορικό υποκείμενο, ήταν ο νέος και τελευταίος παραγωγός των πολιτικών μορφών της κυριαρχίας και γι’ αυτό ο πρώτος και οριστικός απελευθερωτής: ο Έγελος δεν μπορούσε να είναι πιο ζωντανός και επίκαιρος.
Αντίθετη είναι η εκτίμηση των αναρχικών, για τους οποίους τα μέσα, όπως είπαμε, ήσαν ιδεολογικά, εφόσον γι’ αυτούς κανένας ιδιαίτερος ιστορικός καθορισμός, κανένα υποκείμενο δεν μπορούσε να μετασχηματίσει τη δομική μορφή του μέσου, η ουσία του οποίου ήταν άκαμπτη σε οποιαδήποτε χρήση που δεν ήταν εκείνη για την οποία προοριζόταν. Για τους αναρχικούς, δηλαδή, ήταν η μορφή του μέσου κι όχι το ιστορικό υποκείμενο που θα καθόριζε τα πρακτικά αποτελέσματα της χρήσης. Έτσι, κατά την κρίση των αναρχικών, η πολιτική μορφή της δικτατορίας ιστορικά παρέμενε απαράλλαχτη, επειδή καθ’ εαυτή ήταν σημαδεμένη και χαρακτηριζόταν
από τις ίδιες δομές. Οι μαρξιστές, έγραψε με πολεμική διάθεση ο Μπακούνιν, «διαβεβαιώνουν πως μόνο η δικτατορία, φυσικά η δικιά τους, μπορεί να δημιουργήσει την ελευθερία του λαού απαντάμε πως καμιά δικτατορία δεν μπορεί να έχει άλλο σκοπό εκτός από τη διαιώνισή της...». Το ιστορικό προτσέσσο δεν μπορούσε επομένως ν’ αλλάξει τη φύση του μέσου που ανταποκρινόταν, από την άποψη αυτή, σε δικούς του νόμους. Το μέσο επιζούσε οποιασδήποτε αλλαγής κι επιπλέον καθόριζε τις εξελίξεις. Ήταν επομένως, η αναρχική, μια επιστήμη της ελευθερίας, η ιδέα της οποίας εξαγόταν από το ιστορικό προτσέσσο, μα ετοποθετείτο με τη σειρά της μπροστά σ’ αυτό σαν κατάκτηση και σαν σχέδιο. Υπάρχει εδώ, όπως βλέπουμε, ένα είδος διαλεκτικής του αφηρημένου - συγκεκριμένου. Φαινομενικά, οι Μαρξ και Ένγκελς με το να θεωρητικοποιούν τη συνάφεια του επαναστατικού προτσέσσου με το ιστορικό προτσέσσο, την προσαρμογή της επαναστατικής στρατηγικής στις πραγματικές ταξικές κατάστασεις της στιγμής, φαινόταν να υποδείχνουν το δρόμο μιας συγκεκριμενης πάλης, ρεαλιστικής, για το προλεταριάτο. Στην πραγματικότητα η κατάκτηση της εξουσίας παρουσιαζόταν σαν μια πάλη που μπορούσε να έχει άμεση πρακτική εφαρμογή, κυρίως επειδή αναπροτεινόταν η αναπαραγωγή ενός μέσου ιστορικά πεπαλαιωμένου, που είχε αποθηκευτεί στη χιλιετή στρωμάτωση της ανθρώπινης μνήμης: δεν υπήρχε τίποτα το καινούργιο. Η δικτατορία δεν ήταν λοιπόν μια νέα δημιουργική πολιτική μορφή για το προλεταριάτο, αλλά ένας δανεισμός για μια διαφορετική ιστορική χρήση. Η δικτατορία, με το να μην είναι ένα ξεχωριστό προϊόν της ταξικής πάλης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου, δεν μπορούσε να είναι ούτε καν προϊόν της σοσιαλιστικής επαναστάσης. Μα όλ’ αυτά για τον Μαρξ δεν ήσαν αντιφατικά από τη στιγμή που τα μέσα ήσαν, γι’ αυτόν, ουδέτερα. Ο Μαρξ, εφαρμόζοντας ένα άμεσα συγκεκριμένο μοντέλο, κατέληξε παράδοξα να αναπροτείνει κάτι το εντελώς αφηρημένο, με την έννοια πως η δικτατορία διαιωνιζόταν όχι σαν μια νέα δικτατορία, σαν μια δικτατορία που πραγματοποιούνταν από μια νέα ιστορία (δικτατορία του προλεταριάτου),
μα σαν μια καθαρή δικτατορία, διαιωνιζόταν δηλαδή στην αφηρημένη μορφή της, με την καθαρή κυριαρχία της: η νέα ιστορική μορφή της δικτατορίας, διαιώνιζε το αφηρημένο της ίδιας της δικτατορίας. Το συγκεκριμένο του Μαρξ έτεινε στο αφηρημένο. Μην αναγνωρίζοντας τον ιδεολογικό χαρακτήρα του μέσου, ο Μαρξ απεκάλυπτε τη σημασία μιας πολιτικής επιστήμης που απουσίαζε κυρίως μεσω μιας μορφής της εξουσίας καθ’ όλα ιδεολογικής: τη δικτατορία του προλεταριάτου ακριβώς.
Ο Μπακούνιν επρόκειτο να κάμει την ακριβώς αντίθετη διαδρομή: εκκινούσε από το αφηρημένο για να φτάσει στο συγκεκριμένο. Κι εδώ για μια ακόμα φορά είναι ανάγκη να αναφερθούμε στην κριτική της «αρχής της εξουσίας». Αναγνωρίζοντάς την σαν μια σταθερή αναπαραγωγή σε διαφορετικές ιστορικές κατάστασεις, ο Μπακούνιν δεν μπορούσε παρά να αντιπαραθέσει την «αρχή της ελευθερίας», σαν μια αιώνια μετα-ιστορική αρχή. Ο χιλιασμός του, τελικά, προεικόνιζε την επαναστάση σχεδόν ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες, συνεπαγόταν τη βεβαιότητα σύμφωνα με την οποία, η πολεμική μορφή της εξουσίας θα επλήττετο στην ίδια της τη
φύση, ανεξάρτητα από τις δυνατές ιστορικές προσωποποιήσεις που θα ελάμβανε ή θα μπορούσε να λάβει. Το αφηρημένο της αναρχικής επαναστάσης, παρουσιαζόμενο με τη μορφή μιας διαρκούς εξέγερσης προς την ελευθερία, και γι’ αυτό μιας άμεσης πρακτικής προς την ιστορία, έτεινε ντε φάκτο να ουσιαστικοποιηθεί σε νέα, διαρκή ιστορικά υποκείμενα. Με το να μην είναι δεμένη μ’ ένα καθορισμένο ιστορικό υποκείμενο (την εργατική τάξη της πόλης) διαιωνιζόταν, ακριβώς επειδή τυπικά ήταν αφηρημένη, με την συγκεκριμένη αναπαραγωγή της ιστορικής αλλαγής. Αναγνωρίζοντας τον ιδεολογικό χαρακτήρα του μέσου, ο Μπακούνιν φανέρωσε τη σημασία μιας επιστήμης της ιστορίας που απουσίαζε (σαν διαρκή ιστορία της εξουσίας), κυρίως μέσα από την εντελώς ιδελογική μορφή της ελευθερίας: την καταστροφή της εξουσίας σαν εξουσίας.
Η αντίθεση μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν, μεταξύ μαρξισμού και αναρχισμού, υπερέβαινε στο σημείο αυτό το περιβάλλον της ιστορικής εμπειρίας της Πρώτης Διεθνούς, υπερέβαινε δηλαδή την ιστορική εμπειρία που καθορίσαμε στην αρχή σαν κοινή αντικαπιταλιστική καταγωγή. Η αντίθεση λοιπόν αναδύοταν σε πείσμα της καταγωγής, αποκαλύπτοντας έτσι τον συμπτωματικό και παροδικό χαρακτήρα της.
Σκιαγραφήθηκε τελικά σαν μια σύγκρουση πάνω στην ύστατη σημασία της πολιτικής, που θεωρήθηκε με την πιο κλασική και παλαιά σημασία της λέξης: επιστήμη και τέχνη της διακυβέρνησης των ανθρώπων. Μια αμείωτη διάσταση, αυτή, μπροστά την αυτόματη κατάρριψη του καπιταλισμού.